Με το βλέμμα στο Eurogroup
Μετά την διαπραγμάτευση του Euro Working Group ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος ετοιμάζεται για το σημερινό κρίσιμο Eurogroup , όπου επί τάπητος θα τεθεί το ζήτημα του χρέους και η επίσημη ολοκλήρωση της αξιολόγησης.
Τον κ. Τσακαλώτο θα συνοδεύουν ο αναπληρωτής υπουργός οικονομικών Γιώργος Χουλιαράκης και ο επικεφαλής του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου χρέους Στέλιος Παπαδόπουλος.
Στην ατζέντα βρίσκεται η εξέταση των 18 προαπαιτούμενων ενεργειών που απορρέουν από τη συμφωνία ώστε να καταστεί εφικτή η εκταμίευση της δόσης ύψους περίπου 11 δις. ευρώ.
Στο πλαίσιο αυτό θα εξεταστούν και οι αλλαγές της τελευταίας στιγμής στο πολυνομοσχέδιο που ψηφίστηκε το βράδυ της Κυριακής ανάμεσα στις οποίες η τρύπα άνω των 160 εκατομμυρίων ευρώ που προκύπτει από την μη καταβολή των αναδρομικών περικοπών από τους συνταξιούχους του ΕΚΑΣ που σωστά αποφασίστηκε από την κυβέρνηση να μην καταβληθούν.
Το δεύτερο θέμα είναι η μη εφαρμογή του παγώματος των μισθολογικών προαγωγών για τα ειδικά μισθολόγια θέμα που αφορά ιδιαίτερα στους ένστολους.
Σε κάθε περίπτωση και τα δύο τα θέματα θεωρούνται ήσσονος σημασίας σε σύγκριση με την μεγάλη εικόνα που αφορά στον συμβιβασμό που θα επιχειρηθεί ανάμεσα στους ευρωπαϊκούς θεσμούς και στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο για την πρώτη φάση της διευθέτησης του ελληνικού χρέους φέρει εδώ και λίγες ημέρες τον γενικό τίτλο βέλτιστη διαχείριση.
Το σχέδιο της έκθεσης συμμόρφωσης της ΕΕ
Σύμφωνα με πληροφορίες, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναμένεται να υποβάλει σήμερα στο EWG το «σχέδιο» της έκθεσης συμμόρφωσης (compliance report), ωστόσο η τελική μορφή της έκθεσης αυτής θα κατατεθεί μετά το Eurogroup.
Η επιτυχής ολοκλήρωση της αξιολόγησης θα φέρει, εξάλλου, και τα παράπλευρα οφέλη που περιμένει η κυβέρνηση από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Σε πρώτη φάση, αναμένεται να αρθεί το καθεστώς εξαίρεσης (waiver) για τα ελληνικά ομόλογα, ώστε να γίνονται δεκτά ως ενέχυρα από την ΕΚΤ και να χρηματοδοτούνται έτσι οι ελληνικές τράπεζες με φθηνό χρήμα.
Η απόφαση, πλην απροόπτου, αναμένεται να ληφθεί στην επόμενη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ (1-2 Ιουνίου) στη Βιέννη.
Δάνεια των ελληνικών τραπεζών περίπου 10 δισ. ευρώ αναμένεται στη βάση αυτής της απόφασης να μεταφερθούν άμεσα από τον μηχανισμό έκτακτης ανάγκης (ELA) στην ΕΚΤ. Αυτό μεταφράζεται σε εξοικονόμηση περίπου 150 εκατ. ευρώ σε ετήσια βάση, αφού τα επιτόκια του ELA είναι περίπου 1,5% υψηλότερα.
Το επόμενο βήμα, η ένταξη στον μηχανισμό ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, αναμένεται να καθυστερήσει, ίσως και μετά την εξόφληση τον Ιούλιο των 2,8 δισ. ευρώ που χρωστά η Ελλάδα στην κεντρική τράπεζα.
Αγεφύρωτο το χάσμα για το χρέος
Αβεβαιότητα εξακολουθεί να επικρατεί στο ζήτημα του χρέους, που κανονικά θα έπρεπε να συμπληρώνει την παραπάνω απόφαση, από τη στιγμή που η κυβέρνηση ψήφισε όχι μόνο μέτρα 5,4 δισ. ευρώ αλλά και έναν κόφτη δαπανών έως 3,6 δισ. ευρώ, ο οποίος θα ενεργοποιείται σε περίπτωση δημοσιονομικού εκτροχιασμού.
Ωστόσο, η διάσταση απόψεων μεταξύ του ΔΝΤ και ευρωπαίων -κυρίως των Γερμανών- στο θέμα του χρέους παρέμενε έως χθες μεγάλη, με αποτέλεσμα οι εκτιμήσεις των αναλυτών να μιλούν για μια δέσμευση, στην καλύτερη περίπτωση, η οποία θα παραπέμπει τις σημαντικές αποφάσεις στο μέλλον.
Οι ίδιες πληροφορίες μιλούσαν και για ένα πιθανό «δόλωμα», το οποίο θα εξασφαλίσει τη θετική διάθεση του ΔΝΤ: την επαναγορά του χρέους του ΔΝΤ από τον ESM. Έτσι, το Ταμείο θα μειώσει την έκθεσή του στην Ελλάδα, η οποία είναι -κατ’ εξαίρεση- πολύ υψηλότερη απ’ όσο προβλέπουν οι κανονισμοί. Παράλληλα θα μειωθεί το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους από την Ελλάδα, καθώς τα επιτόκια του ESM θα είναι πολύ χαμηλότερα.
Αν το Ταμείο επιστρέψει έπειτα από αυτό στο πρόγραμμα θα το κάνει με ένα πολύ μικρό ποσόν, για λόγους περισσότερο συμβολικούς.
Οι σημαντικότερες αποφάσεις, ωστόσο, για την επιμήκυνση της λήξης των ομολόγων, την παράταση της περιόδου χάριτος και για το επιτόκιο αναμένεται να οριστικοποιηθούν μετά το 2018. Οι αποφάσεις αυτές προϋποθέτουν εγκρίσεις από τα εθνικά Κοινοβούλια και αυτό αποτελεί κόκκινη γραμμή για τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, που έχει να αντιμετωπίσει εκλογές το 2017. Προς το παρόν, στην καλύτερη περίπτωση θα υπάρξει μια πολιτική δέσμευση για το μέλλον και μάλιστα υπό προϋποθέσεις, που θα αφορούν τις δημοσιονομικές επιδόσεις της Ελλάδας.