Στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν σήμερα οι ελληνικές επιχειρήσεις αναφέρθηκε ο Γενικός Διευθυντής του ΣΕΒ κ. Άκης Σκέρτσος κατά τη διάρκεια της ομιλίας του στο Βιομηχανικό Συνέδριο: «Η Ελλάδα πέρα από την Κρίση. Ισχυρή Βιομηχανία για Καινοτομία, Ανάπτυξη και Δουλειές».
Παράλληλα, επισήμανε πως το ζητούμενο είναι να δοθούν κίνητρα στις κατά τεκμήριο δυναμικές επιχειρήσεις που παράγουν κέρδη να τα επενδύσουν στον περαιτέρω εκσυγχρονισμό τους ενώ τόνισε πως η χώρα βρίσκεται αντιμέτωπη με δυο ταυτόχρονες και καίριες προκλήσεις, η μια είναι η ανάγκη άμεσης εφαρμογής όλων των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και δημοσιονομικών προσαρμογών της συμφωνίας με τους εταίρους και η δεύτερη είναι η εκπόνηση και υλοποίηση πολιτικών που θα λειτουργήσουν ως αναπτυξιακό αντίβαρο.
Συγκεκριμένα αναφέρει στην ομιλία του ο Άκης Σκέρτσος
Στην Ελλάδα, δυστυχώς χάσαμε το τρένο της ανταγωνιστικότητας στα χρόνια της εύκολης ανάπτυξης. Πλέον έκδηλη πτυχή της δομικής κρίσης που μαστίζει την ελληνική οικονομία, αλλά και παράμετρος που προσδιορίζει τα περιθώρια ανάκαμψής της, είναι η πορεία των παραγωγικών επενδύσεων ή το πρόβλημα της αποεπένδυσης.
Tα συγκεντρωτικά στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, δείχνουν το δραματικό χαρακτήρα της εξέλιξης της παραγωγικής βάσης της ελληνικής οικονομίας εκπεφρασμένης σε όρους σχηματισμού παγίου κεφαλαίου.
Το συγκεκριμένο μέγεθος έχει υποστεί μείωση περισσότερο από 50%, σε σχέση με την προ της κρίσης περίοδο, γεγονός που έχει οδηγήσει σε αρνητικό καθαρό πάγιο κεφάλαιο το σύνολο της ιδιωτικής οικονομίας.
Πράγματι, η επαναφορά του επιπέδου του παγίου κεφαλαίου της ιδιωτικής οικονομίας στα επίπεδα του 2010 απαιτεί σήμερα, τουλάχιστον 100 δις Ευρώ, μέγεθος πολλαπλάσιο των πόρων του ΕΣΠΑ (35 δις) για την περίοδο 2016-22 και ακόμη περισσότερο πολλαπλάσιο των πόρων του Αναπτυξιακού Νόμου (4-5 δις).
Οι διαπιστώσεις αυτές είναι ακόμη πιο αρνητικές συγκρινόμενες με τα αντίστοιχα μεγέθη των άλλων ευρωπαϊκών οικονομιών. Φαινόμενο αρνητικού σχηματισμού παγίου κεφαλαίου παρατηρείται σε ελάχιστες χώρες (Ιταλία, Κύπρος, Πορτογαλία), αλλά σε περιορισμένη έκταση χωρίς σύγκριση με τη μοναδική ελληνική περίπτωση. Γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι δεν έχουμε να κάνουμε με ένα συνηθισμένο πρόβλημα. Το μέγεθος του είναι ιστορικά πρωτοφανές, παραπέμπει σε συνθήκες πολέμου, και δεν αναστρέφεται εύκολα ούτε με μια απλή μεταβολή της συγκυρίας ούτε με την αξιοποίηση συνηθισμένων πολιτικών και εργαλείων, ούτε φυσικά με την υπερφορολόγηση των επιχειρήσεων.
Το δεύτερο πρόβλημα που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε είναι το επιχειρηματικό περιβάλλον. Τα πολλά εμπόδια που ορθώνει το θεσμικό πλαίσιο της Ελλάδας στις βιομηχανικές/μεταποιητικές επιχειρήσεις. Η μετάβαση προς ένα νέο αναπτυξιακό υπόδειγμα δεν είναι μια αυτόματη διαδικασία.
Είναι αποτέλεσμα επιλογών. Αν θέλουμε να αναπτύξουμε τη βιομηχανία και τη μεταποίηση, χρειάζεται να θέσουμε συλλογικούς στόχους, να καταγράψουμε μεθοδικά τα προβλήματα που περιορίζουν την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων στις διεθνείς αγορές, και φυσικά να σχεδιάσουμε και να υλοποιήσουμε πολιτικές που θα τα αίρουν. Η Ελλάδα τέτοιου είδους επιλογές υπέρ μιας διεθνώς ανταγωνιστικής βιομηχανίας έχει σταματήσει να τις κάνει εδώ και δεκαετίες.
Το τρίτο πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε είναι το μέγεθος της ελληνικής επιχείρησης. Στην Ελλάδα η μέση επιχείρηση έχει μικρό μέγεθος και η απασχόληση του ιδιωτικού τομέα κατανέμεται δυσανάλογα στις μικρές επιχειρήσεις– ένα χαρακτηριστικό που συναντιέται και σε άλλες χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου.
Το ερώτημα είναι πως μπορεί να αποκατασταθεί στην Ελλάδα ένα πιο ισορροπημένο μίγμα μικρών και μεγάλων επιχειρήσεων, οι οποίες κατά προτίμηση θα συμμετέχουν σε αλυσίδες αυξημένης προστιθέμενης αξίας, με τελικό αποτέλεσμα την ενίσχυση του μεγέθους των επιχειρήσεων αλλά και την ποιοτική αναβάθμιση των μικρότερων επιχειρήσεων που λειτουργούν γύρω από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις. Μια ανάλυση της κατανομής της απασχόλησης του ιδιωτικού τομέα σε κλάδους δείχνει πως το κενό απασχόλησης στην μεταποίηση είναι τεράστιο, σχεδόν
Όλα τα προβλήματα των μεταποιητικών επιχειρήσεων προφανώς προϋπήρχαν της κρίσης, όμως έχουν ενταθεί ακόμη περισσότερο τα τελευταία χρόνια, όπως φαίνεται και στον σύνθετο δείκτη μέτρησης της ανταγωνιστικότητας των μεταποιητικών επιχειρήσεων της UNIDO όπου έχουμε πέσει τρεις θέσεις από το 2010 έως το 2013. Ποιες είναι οι περιοχές που χρήζουν βελτίωσης; Καταρχήν τις επιχειρήσεις μας τις δυσκολεύουν πολύ οι διαδικασίες αδειοδότησης (έναρξης λειτουργίας και περιβαλλοντολογικής), όπου οι μεταρρυθμίσεις δεν έχουν απομακρύνει ακόμα τα απαγορευτικά αντικίνητρα του παρελθόντος, ειδικά για μεγαλύτερες επενδύσεις.
Το ίδιο συμβαίνει για τα προβλήματα στη λειτουργία του κράτους δικαίου και την ταχύτητα απονομής της δικαιοσύνης, που πλήττουν περισσότερο τις επιχειρήσεις που λειτουργούν εντός νομικού πλαισίου, δηλαδή τις επιχειρήσεις που έχουν πιο εξελιγμένη οργάνωση η οποία de facto συνδέεται με τη λειτουργία του κράτους δικαίου.
Το ζητούμενο είναι να δοθούν κίνητρα στις κατά τεκμήριο δυναμικές επιχειρήσεις που παράγουν κέρδη να τα επενδύσουν στον περαιτέρω εκσυγχρονισμό τους. Είναι προφανές ότι αυτό που χρειάζεται αναθεώρηση, δεν είναι επιμέρους διατάξεις, αλλά το συνολικό πλαίσιο επενδυτικής πολιτικής και του Επενδυτικού Νόμου ειδικότερα, προς μία κατεύθυνση αυτοματοποίησης της βασικής ενίσχυσης χωρίς διαδικασίες υποβολής φακέλου επενδυτικού σχεδίου με προσφυγή σε λύσεις τύπου ουσιαστικής δυνατότητας υπεραπόσβεσης για συγκεκριμένους τύπους δαπανών σε πάγια, ανεξάρτητα από κριτήρια φακέλου.
Στην κρισιμότερη καμπή της κρίσης η χώρα μας βρίσκεται αντιμέτωπη με δυο ταυτόχρονες και καίριες προκλήσεις: Η μια είναι η ανάγκη άμεσης εφαρμογής όλων των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και δημοσιονομικών προσαρμογών της συμφωνίας με τους εταίρους. Όσο πιο γρήγορα και αποτελεσματικά εφαρμοστεί η συμφωνία, τόσο πιο γρήγορα θα μπορέσει η Ελλάδα να επιστρέψει στην κανονικότητα και στην ευημερία.
Η δεύτερη πρόκληση αφορά στην εκπόνηση και υλοποίηση των πολιτικών που θα λειτουργήσουν ως αναπτυξιακό αντίβαρο αξιοποιώντας τις πολλές ευκαιρίες που υπάρχουν, περιορίζοντας τις επιπτώσεις του νέου κύκλου ύφεσης που ανοίγεται μπροστά μας και αποτρέποντας τη δομική ανεργία. Κεντρικό στοιχείο τους πρέπει να είναι η στήριξη της βιομηχανίας και της μεταποίησης ως βασικά συστατικά μιας εθνικής αναπτυξιακής στρατηγικής. Και αυτό γιατί ο δευτερογενής τομέας, είναι διαχρονικά πυλώνας της ελληνικής οικονομίας και φερέγγυος δημιουργός διατηρήσιμων και ποιοτικών θέσεων εργασίας. Αποτελεί δηλαδή και την καλύτερη εγγύηση για την αποφυγή μιας οικονομικής ανάκαμψης χωρίς νέες θέσεις εργασίας (jobless recovery).