Η Ευρωζώνη χρειάζεται μια συγχώρεση χρέους, αναφέρει σε δημοσίευμά της η Wall Street Journal.
Η άρση του χρέους από τις πλάτες της Ιρλανδίας, της Πορτογαλίας και της Ελλάδας είναι ό, τι χρειάζονται οι οικονομίες αυτές για να γυρίσουν σε μια ιδανική κατάσταση. Έτσι λέει τουλάχιστον η κοινή λογική.
Δυστυχώς όμως η ανακούφιση από το χρέος είναι μόνο ένα κομμάτι της δυσμενούς κατάστασης και όχι απαραίτητα το μεγαλύτερο.
Οι χώρες αυτές χρειάζονται επίσης μια σχετική υποτίμηση εντός του ενιαίου νομίσματος. Οι οικονομίες τους πρέπει να είναι πιο ανταγωνιστικές σε σχέση με τις θεμελιώδεις ευρωπαϊκές εξουσίες.
Ωστόσο, ακόμα και αν η περιφέρεια της Ευρώπης έβγαινε ως δια μαγείας εκτός του δικτύου του ευρώ, να προχωρούσε σε υποτίμηση και να επέστρεφε και πάλι στο ενιαίο νόμισμα, αυτό δεν θα αποτελούσε πανάκεια. Όπως δείχνει και το Ηνωμένο Βασίλειο, τα οφέλη από την υποτίμηση του νομίσματος μπορεί να είναι πολύ μικρότερα και χρειάζονται πολύ περισσότερο χρόνο για να εμφανιστούν, από ό, τι αναμένουν πολλοί οικονομολόγοι.
Η αναδιάρθρωση των οικονομιών μπορεί να χρειάζεται ακόμη περισσότερο χρόνο. Πράγματι, η Γερμανία μόλις τώρα έχει πλήρως αναζωογονηθεί, μετά τον πόνο της επανένωσης το 1990.
Εναλλακτικά, κάτι τέτοιο θα είχε σημαντικές πολιτικές συνέπειες για την ΕΕ.
Ιστορικό υποτίμησης στην Ευρώπη
Οι περισσότερες από τις περιφερικές χώρες της Ευρώπης έχουν μακρά εξοικείωση με την ιστορία της υποτίμησης ως δρόμος προς την ανάπτυξη. Πριν από την έλευση του ευρώ και του καθεστώτος της σταθερής συναλλαγματικής ισοτιμίας, οι περισσότερες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις επικαλούνταν τη διατήρηση της ανταγωνιστικότητας με τη Γερμανία μέσω υποτιμημένων τυπώσεων στα νομίσματα. Οι εθνικές κεντρικές τράπεζες υποτιμούσαν τα χρήματα, αυξάνοντας τις προοπτικές του πληθωρισμού. Αλλά επειδή χρειαζόταν χρόνος για να προσαρμοστούν οι μισθοί, η υποτίμηση θα έδινε μια προσωρινή ώθηση στην ανταγωνιστικότητα.
Παρόλα αυτά, η σημερινή ιστορία, αν και παρόμοια, λειτουργεί με νέο μηχανισμό. Οι εθνικές κεντρικές τράπεζες δεν τυπώνουν πια χρήματα, έτσι οι οικονομίες αυτές πρέπει να γίνουν πιο ανταγωνιστικές με τον αποπληθωρισμό των εγχώριων μισθών σε σχέση με της Γερμανίας. Αλλά επειδή οι μισθοί δεν προσαρμόζονται πολύ γρήγορα -λίγοι άνθρωποι είναι στην ευχάριστη θέση να λάβουν μισθολογικές περικοπές και ένα μεγάλο μέρος της σκληρής δουλειάς της προσαρμογής πρέπει να γίνει μέσω ενός σχετικά υψηλότερου γερμανικού ποσοστού για τον πληθωρισμό και μέσω της υψηλής ανεργίας.
Αλλά ακόμη και μια σχετική υποτίμηση δεν είναι μια μαγική σφαίρα, αν η δομή της οικονομίας είναι λάθος.
Γεωργία
Όσον αφορά τις εξαγωγές και τα εμπορεύματα, ευχάριστο είναι το γεγονός ότι οι περιφερειακές ευρωπαϊκές οικονομίες εξακολουθούν να έχουν σχετικά μεγάλη γεωργική παραγωγή. Περίπου το 12% του ελληνικού εργατικού δυναμικού και το 10% της Πορτογαλίας ασχολείται με τη γεωργία, έναντι περίπου 2,4% της Γερμανίας.
Αλλά ακόμη και όταν οι χώρες στις παρυφές της Ευρώπης κατάφεραν να ανακτήσουν την ανταγωνιστικότητά τους σε σχέση με το πυρήνα της, το καλό έργο θα μπορούσε ακόμα να αναιρεθεί από τις προσπάθειες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να κρατήσει τον πληθωρισμό υπό έλεγχο. Το ευρώ έχει ανατιμηθεί σχεδόν κατά 5% από το περασμένο καλοκαίρι. Αυτό σίγουρα δεν ευνοεί τους εξαγωγείς στις πολιορκούμενες ευρωπαϊκές οικονομίες.
Ευρώ χωρίς οφέλη
Καθώς η κατάσταση γίνεται όλο και χειρότερη σε σχέση με τους Γερμανούς και άλλους Ευρωπαίους, οι ίδιες χώρες θα αναρωτιούνται όλο και περισσότερο αν η ένταξη στο ευρώ αξίζει το τίμημα.
Κάποια από τα πρώην μεγάλα οφέλη των μελών της ευρωζώνης ενδέχεται να έχουν χαθεί για πάντα, όπως τα χαμηλά επιτόκια που απολαμβάνουν οι Γερμανοί και άλλοι Ευρωπαίοι . Οι αγοραίες τιμές σε όλη την περιφέρεια είναι πιθανό να έρθουν σε μια τόσο σημαντική προσαύξηση στο μέλλον. Αν δεν υπάρχει σημαντική διαρθρωτική αλλαγή, οι χώρες αυτές θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν μεγάλες δυσκολίες για να περιορίσουν τα ελλείμματά τους σε σχέση με τον πυρήνα της Ευρώπης.
Το αποτέλεσμα για την Ελλάδα, την Ιρλανδία και την Πορτογαλία, και πιθανώς και για άλλες χώρες κατά μήκος της νότιας ζώνης της Ευρώπης, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα είναι μια ατέλειωτη Σαρακοστή, όπου η εγκράτεια, η λιτότητα και η αυταπάρνηση θα αποτελούν τον κανόνα.