Η εισήγηση του εισαγγελέα του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου «δοκιμάζει» τις συζητήσεις με τους θεσμούς
Η εισήγηση του γενικού εισαγγελέα του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, με την οποία κρίνεται ως ασύμβατος με το Κοινοτικό Δίκαιο ο παρεμβατικός ρόλος του εκάστοτε υπουργού Εργασίας, «δυναμιτίζει» το καυτό ζήτημα των εργασιακών σχέσεων που ταλανίζει σχεδόν όλες τις χώρες της Ευρώπης εδώ και χρόνια.
Υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με το νέο νομοθετικό πλαίσιο, ο υπουργός Εργασίας έχει εκ του νόμου τη δυνατότητα να απορρίπτει προτάσεις επιχειρήσεων για ομαδικές απολύσεις πέραν των προβλεπόμενων από την ισχύουσα νομοθεσία.
Για την περίπτωση της Ελλάδας, η εν λόγω εισήγηση αποκτά ιδιαίτερη σημασία, καθώς το επίμαχο θέμα των ομαδικών απολύσεων βρίσκεται στην κορυφή της ατζέντας των διαπραγματεύσεων με τους θεσμούς. Η Ελλάδα, σε περίπτωση που η επίσημα τεκμηριωμένη άποψη του γενικού εισαγγελέα γίνει αποδεκτή από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, θα πρέπει να προχωρήσει σε αντίστοιχη εναρμόνιση την εσωτερική της νομοθεσία -κάτι που σαφώς σημαίνει ότι καταργείται η δυνατότητα του εκάστοτε υπουργού Εργασίας να παρεμβαίνει ρυθμιστικά – εγκριτικά στις προτάσεις των επιχειρήσεων για ομαδικές απολύσεις.
Με άλλα λόγια, σε περίπτωση που το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο υιοθετήσει την πρόταση του γενικού εισαγγελέα, οριστικοποιείται η πλήρης απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων.
Σημειώνεται ότι η κυβέρνηση τού Αντώνη Σαμαρά, σε μια προσπάθεια υπέρβασης του προβλήματος και αναζήτησης εναλλακτικού τρόπου ρύθμισης των ομαδικών απολύσεων με τη μεσολάβηση της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας, στις 30/9/2014 προχώρησε, με τη σύμφωνη γνώμη όλων των κοινωνικών εταίρων (και του ILO), στη μεταφορά της αρμοδιότητας της έγκρισης ή της απόρριψης των απολύσεων από τον υπουργό Εργασίας στο Ανώτατο Συμβούλιο Εργασίας.
Η έκθεση της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας
Στις 16 Σεπτεμβρίου του 2014 η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας στη σχετική της έκθεση (Report on collective dismissals, σελίδα 120 ) για το συγκριτικό δίκαιο που ισχύει σε Ελλάδα και Ευρώπη για τις ομαδικές απολύσεις επεσήμαινε τα εξής: «Οι συγγραφείς της παρούσας έκθεσης είναι της άποψης ότι το ισχύον ελληνικό σύστημα ομαδικών απολύσεων αποτελεί την έκφραση μιας sui generis προσέγγισης ως προς τη διαχείριση των διαδικασιών αναδιάρθρωσης. Η προσέγγιση αυτή εμπεριέχει μια σειρά από χαρακτηριστικά που υπάρχουν επίσης και σε άλλα δικαιικά συστήματα (έστω και αν δεν είναι αναγκαστικά ταυτόσημα λόγω εθνικών ιδιαιτεροτήτων και παραδόσεων) και δεν εμφανίζονται να παραβιάζουν καμία από τις γενικές αρχές που εμπεριέχονται στα πρότυπα Ε.Ε.- ΔΟΕ τα οποία και διαμορφώνουν το διεθνές πλαίσιο που διέπει τις ομαδικές απολύσεις».
Το ισχύον καθεστώς στις ομαδικές απολύσεις
Σήμερα η νομοθεσία προβλέπει τα εξής όρια απολύσεων:
– Κανένας περιορισμός σε επιχειρήσεις που απασχολούν έως 20 άτομα.
– Έως 6 εργαζόμενους μηνιαίως, για επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις που απασχολούν από 20 έως 150 άτομα.
– Το 5% του προσωπικού (και έως 30 εργαζόμενους μηνιαίως) για επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις που απασχολούν πάνω από 150 εργαζόμενους.
Σε περίπτωση λοιπόν που περάσει η πρόταση του γενικού εισαγγελέα του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, τότε οι επιχειρήσεις θα μπορούν να απολύουν πολύ περισσότερους εργαζόμενους από τους 30 ανά μήνα ή το 5% του συνόλου του προσωπικού μιας επιχείρησης που προβλέπει η σημερινή νομοθεσία.
Το καθεστώς στις άλλες χώρες της ΕΕ
Εκτός από την Ελλάδα, υπάρχουν άλλες δύο χώρες, η Ισπανία και η Ολλανδία, στις οποίες οι ομαδικές απολύσεις υπάγονται σε καθεστώς διοικητικής προέγκρισης.
Συγκεκριμένα:
α) Στην Ισπανία η αντίστοιχη ρύθμιση του νόμου για τις ομαδικές απολύσεις έχει πολλά κοινά σημεία με την ελληνική νομοθεσία. Ο εργοδότης υποχρεούται να ενημερώσει εγγράφως τις δημόσιες αρχές για την απόφασή του να προχωρήσει σε ομαδικές απολύσεις, ενώ παράλληλα έχει ξεκινήσει και τη διαδικασία ενημέρωσης των εργαζομένων. Εάν εργαζόμενοι – εργοδότες έρθουν σε συμφωνία για απολύσεις, τότε η δημόσια αρχή μέσα σε 15 ημέρες την αναγνωρίζει και δίνει την άδεια στον εργοδότη να προχωρήσει στις απολύσεις. Εάν δε εργαζόμενοι – εργοδότης δεν συμφωνήσουν στις απολύσεις, τότε πάλι σε διάστημα 15 ημερών η δημόσια αρχή αποφασίζει εάν θα τις εγκρίνει ή εάν θα τις απορρίψει (άρθρο 51 Ε.Τ.).
β) Στην Ολλανδία ο αντίστοιχος νόμος (WMCO) προβλέπει διαδικασία έγκρισης των απολύσεων από τη δημόσια αρχή. Και σε αυτή την περίπτωση διεξάγονται διαβουλεύσεις μεταξύ εργαζομένων – εργοδοτών για την αποδοχή ή όχι των ομαδικών απολύσεων. Σε αυτή την περίπτωση η δημόσια αρχή δίνει την έγκρισή της για τις απολύσεις μόνον εάν οι δύο πλευρές εργοδότες – εργαζόμενοι συμφωνήσουν.
Σύμφωνα με δημοσίευμα της Ναυτεμπορικής, στην Γαλλία το καθεστώς της διοικητικής προέγκρισης των απολύσεων από τις αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες υπήρχε έως το 1986, αλλά στη συνέχεια καταργήθηκε (30-12-1986). Από τότε η εργοδοτική υποχρέωση έναντι του δημοσίου συνίσταται ανάλογα με τον αριθμό των απολύσεων, είτε στη γνωστοποίηση εκ των υστέρων είτε στην κοινοποίηση εκ των προτέρων των σχεδιαζόμενων απολύσεων και σε κάθε περίπτωση μέχρι την προηγούμενη της ημέρας που θα πραγματοποιηθεί η πρώτη συνάντηση διαβούλευσης του εργοδότη με τους εκπροσώπους των εργαζομένων.
Σε απάντηση ερωτημάτων σχετικών με τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα προς το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για το ζήτημα των ομαδικών απολύσεων, ο υπουργός Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης Γιώργος Κατρούγκαλος δήλωσε μεταξύ άλλων ότι «οι ομαδικές απολύσεις αποτελούν ένα από τα θέματα διαπραγμάτευσης με τους θεσμούς, παράλληλα με την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων, που με επίταση επιδιώκει η ελληνική πλευρά.
Σε κάθε περίπτωση θα εξασφαλιστεί και σε αυτό το επίπεδο η ουσιαστική προστασία από τις ομαδικές απολύσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι επί του ζητήματος υπάρχει στην Ελλάδα ομοφωνία όλων των κοινωνικών συνομιλητών, της εργοδοτικής πλευράς συμπεριλαμβανομένης».
Το ιστορικό
Το επίμαχο θέμα ήρθε στην επικαιρότητα με αφορμή προδικαστικό αίτημα του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ), στο οποίο προσέφυγε η εταιρεία ΑΓΕΤ – ΗΡΑΚΛΗΣ του γαλλικού πολυεθνικού ομίλου Lafarge, η οποία αποφάσισε το 2013 να προχωρήσει στη διακοπή της λειτουργίας του εργοστασίου στη Χαλκίδα, στο οποίο απασχολούνταν 236 εργαζόμενοι. Όπως αναφέρει η ανακοίνωση του δικαστηρίου, από το 2011, η εταιρεία γνωστοποίησε στους εργαζόμενους πρόθεση αναπροσαρμογής του προγράμματος εργασίας λόγω μειωμένης ζήτησης του παραγόμενου τσιμέντου.
Τον Μάρτιο του 2013 το ΔΣ της εταιρείας ενέκρινε πρόγραμμα αναδιάρθρωσης της παραγωγικής δομής τσιμέντου. Στο πρόγραμμα αυτό περιλαμβανόταν η οριστική διακοπή λειτουργίας του εργοστασίου της Χαλκίδας. Η ΑΓΕΤ Ηρακλής ΗΡΑΚ κάλεσε την Ένωση Εργαζομένων Τσιμέντων Χαλκίδας σε συναντήσεις με σκοπό την πληροφόρηση.
Δεδομένου ότι η Ένωση Εργαζομένων δεν παρέστη στις συναντήσεις αυτές, η εταιρεία ζήτησε εγγράφως έγκριση από τον υπουργό Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης να θέσει σε ισχύ το πρόγραμμα και να εγκριθεί το σχέδιο ομαδικών απολύσεων βάσει του νόμου 1387/1983. Το αίτημα απορρίφθηκε λόγω ανεπαρκούς αιτιολογίας και αόριστων επιχειρημάτων.
Η εταιρεία προσέφυγε στο Συμβούλιο της Επικρατείας με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως του υπουργού. Στη συνέχεια, το ΣτΕ υπέβαλε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο δύο ερωτήματα σχετικά με τη συμβατότητα της ελληνικής νομοθεσίας, αφενός με την οδηγία 98/59/ΕΚ και αφετέρου με τις διατάξεις της συνθήκης περί της ελευθερίας εγκατάστασης και της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων (άρθρα 49 και 63 ΣΛΕΕ).