Σε πτωτική τροχιά κινείται τα τελευταία χρόνια και ο κλάδος των διαμεταφορών, όπως προκύπτει από τα συμπεράσματα σχετικής μελέτης της ICAP Group.
Ο κλάδος των Υπηρεσιών Διαμεταφοράς ήταν μέχρι και το 2008 ένας δυναμικά αναπτυσσόμενος κλάδος. Ωστόσο, η ανοδική πορεία ανακόπηκε τα τελευταία χρόνια, εξαιτίας της παρατεταμένης οικονομικής ύφεσης που πλήττει τη χώρα.
Στον κλάδο δραστηριοποιείται μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων, οι οποίες είτε είναι (δια)μεταφορικές που παρέχουν παράλληλα και υπηρεσίες logistics, είτε αμιγείς επιχειρήσεις παροχής (δια)μεταφορικών υπηρεσιών. Οι μεταφορές σε συνδυασμό με τις υπηρεσίες logistics αποτελούν για τη χώρα (λόγω και γεωγραφικής θέσης) μια πολύ σημαντική οικονομική δραστηριότητα.
Η Ελευθερία Παραμερίτη, Consultant της Διεύθυνσης Οικονομικών Μελετών της ICAP Group, η οποία επιμελήθηκε της συγκεκριμένης μελέτης αναφέρει σχετικά: Αξιοσημείωτο είναι ότι η Ελλάδα διατήρησε την πρώτη θέση παγκοσμίως και το 2015 στο συνολικό αριθμό εμπορικών πλοίων βάσει χωρητικότητας. Στο συνολικό αριθμό τόσο των εμπορευματικών αεροσκαφών όσο και στο αεροπορικό μεταφορικό έργο, την πρώτη θέση στην Ευρωπαϊκή Ένωση κατέχει η Γερμανία. Το μεγαλύτερο σιδηροδρομικό δίκτυο υψηλών ταχυτήτων στην Ε.Ε. διαθέτουν η Ισπανία και η Γαλλία με το εκτενέστερο δίκτυο αυτοκινητόδρομων να ανήκει στην Ισπανία.
Η ζήτηση για υπηρεσίες διαμεταφοράς είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη ζήτηση για εμπορευματικές μεταφορές. Πέραν της εξέλιξης της βιομηχανικής και εμπορικής δραστηριότητας, άλλοι παράγοντες που επιδρούν στη ζήτηση για εμπορευματικές μεταφορές είναι το μέγεθος και η εξέλιξη των εισαγωγών και εξαγωγών εμπορευμάτων, το κόστος ναύλων και καυσίμων καθώς και των διαδικασιών εκτελωνισμού. Επίσης, οι υποδομές των μεταφορών της χώρας παίζουν καθοριστικό ρόλο στο επίπεδο των παρεχόμενων υπηρεσιών.
Σχετικά με την πορεία της συγκεκριμένης αγοράς, η Σταματίνα Παντελαίου, Διεύθυντρια Οικονομικών Κλαδικών Μελετών της ICAP Group, αναφέρει ότι η συνολική εγχώρια αγορά υπηρεσιών διαμεταφοράς σε αξία παρουσίασε διαχρονική άνοδο καθ΄ όλη την περίοδο 2001-2008 με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης 7,9%. Ωστόσο, η αγορά από το 2009 κι έπειτα κατέγραψε έντονα πτωτική πορεία, τάση η οποία ανακόπηκε το 2014, καθώς εκτιμάται ότι η αξία της αγοράς εμφάνισε άνοδο 1,5%. Σύμφωνα με εκτιμήσεις η συνολική αξία της αγοράς των υπηρεσιών διαμεταφοράς παρουσίασε εκ νέου μείωση το 2015 που κυμάνθηκε μεταξύ 2% -2,5%.
Όσον αφορά την κατανομή της αγοράς των υπηρεσιών διαμεταφοράς ανά μεταφορικό μέσο, οι οδικές μεταφορές καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος αποσπώντας μερίδιο 60% περίπου επί της συνολικής αξίας των παρεχόμενων υπηρεσιών το 2014. Ακολουθούν οι θαλάσσιες μεταφορές με 16%, οι αεροπορικές με 14%, οι σιδηροδρομικές με 7% και οι μικτές με 3%.
Όσον αφορά τις προοπτικές του κλάδου, η ανάκαμψή του θα επέλθει παράλληλα με την βελτίωση της ελληνικής οικονομίας. Η γενικότερη οικονομική κατάσταση της χώρας τα τελευταία έτη σε συνδυασμό με τα σοβαρά προβλήματα ρευστότητας οδήγησε ορισμένες επιχειρήσεις του κλάδου στη διακοπή της λειτουργίας τους. Με βάση τις ισχύουσες συνθήκες, παράγοντες της αγοράς εκτιμούν ότι θα υπάρξει περαιτέρω μείωση στον κλάδο των διαμεταφορών το 2016.
Στα πλαίσια της μελέτης πραγματοποιήθηκε χρηματοοικονομική ανάλυση του κλάδου (βάσει αριθμοδεικτών), ενώ σχηματίστηκε και ομαδοποιημένος ισολογισμός με τη χρήση αντιπροσωπευτικού δείγματος 72 επιχειρήσεων για τις οποίες υπήρχαν διαθέσιμα δημοσιευμένα οικονομικά στοιχεία για το χρονικό διάστημα 2013-2014. Όπως προκύπτει από τα σχετικά δεδομένα, το σύνολο του ενεργητικού των εταιρειών του δείγματος εμφάνισε οριακή αύξηση, 0,6% το 2014 σε σχέση με το 2013. Μικρή άνοδο 2,6% κατέγραψαν τα ίδια κεφάλαια, την ίδια περίοδο. Οι συνολικές πωλήσεις παρουσίασαν οριακή αύξηση (0,8%) το 2014/2013. Τα μικτά κέρδη κατέγραψαν άνοδο 2,6%, ενώ τα λειτουργικά αποτελέσματα εμφάνισαν σημαντική βελτίωση, η οποία οφείλεται τόσο στην άνοδο των μικτών κερδών όσο και των λοιπών λειτουργικών εσόδων, σε συνδυασμό με τη μείωση των χρηματοοικονομικών δαπανών το 2014/13. Τελικά, το καθαρό αποτέλεσμα των εταιρειών του δείγματος ήταν κερδοφόρο και τα δύο έτη, αυξημένο όμως σημαντικά το 2014 σε σχέση με το 2013. Τα κέρδη EBITDA των επιχειρήσεων του δείγματος αυξήθηκαν επίσης κατά 7,1% την ίδια χρονική περίοδο.