Τη βασιμότητα και την αλήθεια των όσων παρουσιάζουμε με τις αποδείξεις θα πρέπει να αποδείξουμε στην εφορία αφού το Υπουργείο Οικονομικών έχει πληροφορήσει τους φορολογούμενους ότι θα προχωρήσει σε δειγματοληπτικούς ελέγχους για την ειλικρίνεια των υποβληθέντων.
Αποφύγετε με απλά βήματα το «στραβοπάτημα» και τα λάθη που μπορεί να σας στοιχίσουν ακόμη και ένα τσουχτερό πρόστιμο.
Έτσι σύμφωνα με τα όσα ισχύουν μέχρι τώρα θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας τα εξής βήματα:
1. Για ατομικό εισόδημα έως 6.000 ευρώ δεν χρειάζεται να υποβάλλεται καμία απόδειξη δαπάνης.
2. Για ατομικό εισόδημα από 6.000 έως 12.000 ευρώ απαιτούνται αποδείξεις αξίας ίσης με το 10% του εισοδήματος.
3. Για εισόδημα από 12.000 ευρώ και άνω, η αξία των αποδείξεων που πρέπει να προσκομιστούν υπολογίζεται με 10% στο τμήμα του εισοδήματος μέχρι τις 12.000 και με 30% στο τμήμα του εισοδήματος πάνω από τις 12.000 ευρώ.
Δηλαδή, κάποιος με εισόδημα 18.000 ευρώ το 2010 θα πρέπει να υποβάλει αποδείξεις ύψους 1.200 ευρώ για τα πρώτα 12.000 ευρώ και για τα υπόλοιπα 6.000 ευρώ αποδείξεις ύψους 1.800 ευρώ. Συνολικά, το ποσό των αποδείξεων θα πρέπει να φτάνει στα 3.000 ευρώ για να εξασφαλίσει το αφορολόγητο των 12.000 ευρώ.
4. Στην περίπτωση όπου οι δαπάνες που καλύπτονται με αποδείξεις είναι περισσότερες από τις απαιτούμενες για την κάλυψη του αφορολογήτου και μέχρι του ποσού των 15.000 ευρώ ατομικά ή 30.000 ευρώ για οικογένεια, ο φορολογούμενος δικαιούται μείωση φόρου ίση με το 10% της διαφοράς μεταξύ του ποσού των απαιτούμενων για το αφορολόγητο δαπανών και του ποσού των δηλούμενων δαπανών.
Δηλαδή, στο προηγούμενο παράδειγμα με ετήσιο εισόδημα 18.000 ευρώ, εάν υποβληθούν αποδείξεις συνολικού ύψους 5.000 ευρώ, τότε για τις επιπλέον αποδείξεις 2.000 ευρώ (οι πρώτες 3.000 ευρώ είναι για το αφορολόγητο) θα προκύψει έκπτωση φόρου 200 ευρώ.
5. Εάν, όμως, η αξία των αποδείξεων που προσκομίζονται είναι μικρότερη από την απαιτούμενη για την κάλυψη του αφορολογήτου, τότε ο φορολογούμενος θα επιβαρύνεται με φόρο 10% επί του ακάλυπτου ποσού.
6. Το ποσό των δηλούμενων δαπανών που καλύπτονται με αποδείξεις μερίζεται μεταξύ των συζύγων, ανάλογα με το ύψος του εισοδήματος του καθενός, το οποίο δηλώνεται με την αρχική δήλωσή τους και φορολογείται με τις γενικές διατάξεις. Επιπλέον, προβλέπεται και μεταφορά ποσού δαπανών από τον έναν σύζυγο στον άλλον, εφόσον έχει καλύψει το αφορολόγητο ποσό του.
ΔΕΝ υπολογίζονται οι εξής αποδείξεις:
– δαπάνες για αγορά ή χρηματοδοτική μίσθωση ακινήτου, πλοίων αναψυχής, αυτοκινήτων, δίτροχων οχημάτων, για ανέγερση ακινήτου, για τοκοχρεωλυτική απόσβεση δανείων ή πιστώσεων κ.λπ.,
– δαπάνες για ασφάλιση ζωής ή θανάτου,
– εισφορές που καταβάλλονται στα ταμεία ασφάλισης του φορολογουμένου,
– τόκους στεγαστικών δανείων για πρώτη κατοικία,
– τα έξοδα ιατρικής περίθαλψης,
– δαπάνες για ενοίκιο κύριας κατοικίας,
– παράδοση κατ’ οίκον μαθημάτων ή για φροντιστήρια,
– δικηγόρους λόγω παροχής νομικών υπηρεσιών,
– δαπάνες για ασφάλιστρα πυρκαγιάς ή άλλων κινδύνων – δικαστικές δαπάνες,
– το κόστος αγοράς κρατικών λαχείων, τα ποσά που καταβάλλονται για τη συμμετοχή σε τυχερά παιχνίδια (π.χ. ΚΙΝΟ, ΣΤΟΙΧΗΜΑ κ.λπ.) και δαπάνη εισόδου σε καζίνο, καθόσον στις πιο πάνω περιπτώσεις δεν πραγματοποιείται αγορά αγαθών ή παροχή υπηρεσιών όπως επιβάλλει ο νόμος, αλλά οι εν λόγω δαπάνες αφορούν στο κόστος ή στην προϋπόθεση συμμετοχής σε τυχερά παιχνίδια.