Γιατί οι τράπεζες δεν αντιμετωπίζουν με μακροπρόθεσμες βιώσιμες λύσεις τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια – «Ευκαιριακή διάθεση» και από την επίσημη Πολιτεία
Με το «τέρας» των 105 δισ. ευρώ «κόκκινων» δανείων θα πρέπει να αναμετρηθούν την επόμενη 3ετία οι εγχώριες τράπεζες -αναμέτρηση που θα κρίνει αν η ανακεφαλαιοποίηση του περασμένου Νοεμβρίου, η τρίτη κατά σειρά, θα είναι και η τελευταία.
Ύστερα από 8 χρόνια βαθιάς ύφεσης, τα προβληματικά δάνεια ξεπερνούν αισθητά αυτά που εξυπηρετούνται, με αποτέλεσμα οι εγχώριες τράπεζες να θυμίζουν περισσότερο μια γιγαντιαία bad bank παρά κανονικές τράπεζες.
Σήμερα τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, δηλαδή τα δάνεια που βρίσκονται σε καθυστέρηση άνω των 90 ημερών, φτάνουν τα 85 δισ. ευρώ, ενώ αν προστεθούν και τα δάνεια που σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) εμφανίζουν μεγάλες πιθανότητες να μην αποπληρωθούν (NPEs), φτάνουν τα 105 δισ. ευρώ σε ένα σύνολο δανείων 201 δισ. ευρώ!
Στη βιομηχανία τα προβληματικά δάνεια ξεπερνούν το 50%, με κλάδους όπως η εστίαση, η κλωστοϋφαντουργία και η ξυλεία να εμφανίζουν «κόκκινα» δάνεια σε ποσοστό άνω του 70%!
Μέχρι τώρα οι επιδόσεις των τραπεζών στην αντιμετώπιση του μεγάλου αυτού προβλήματος είναι κάτι περισσότερο από απογοητευτικές. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ, 70% των δανείων που τα προηγούμενα χρόνια είχαν ρυθμιστεί, προκειμένου να μπορέσουν επιχειρήσεις και νοικοκυριά να αντιμετωπίσουν τις επιπτώσεις της κρίσης, σήμερα βρίσκονται και πάλι σε καθεστώς αθέτησης και χαρακτηρίζονται ως μη εξυπηρετούμενα.
Αυτό δείχνει την αδυναμία των τραπεζών να προσφέρουν μακροπρόθεσμες βιώσιμες λύσεις και τη γενικότερη ευκαιριακή διάθεση που χαρακτηρίζει τη χώρα με τακτικές – μπαλώματα. που στοχεύουν περισσότερο να κρύψουν τα προβλήματα και να τα μεταθέσουν στο μέλλον παρά να αντιμετωπιστούν ουσιαστικά.
Όπως αναφέρει σε δημοσίευμά της η Καθημερινή, επιτελικά στελέχη τραπεζών επισημαίνουν ότι η αντιμετώπιση των «κόκκινων» δανείων δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί σε ένα περιβάλλον αβεβαιότητας και αστάθειας, σαν αυτό που κυριάρχησε στη χώρα την τελευταία 7ετία.
Προσθέτουν τις δαιδαλώδεις γραφειοκρατικές και νομικές δομές, οι οποίες ουσιαστικά ενθάρρυναν τους κακοπληρωτές και εμπόδισαν τις τράπεζες να αντιμετωπίσουν γρήγορα και αποτελεσματικά προβληματικές καταστάσεις. Σημειώνεται ότι παρά τις σημαντικές αλλαγές στο νομοθετικό πλαίσιο που επιτρέπει στις τράπεζες να κινηθούν με μεγαλύτερη ευελιξία, στην πράξη δεν μπορούν να γίνουν πολλά πράγματα εξαιτίας της απεργίας των δικηγόρων που βρίσκεται σε εξέλιξη από τον περασμένο Ιανουάριο.
Υποψίες
Πίσω από τα υπαρκτά γραφειοκρατικά εμπόδια, εκπρόσωποι της τρόικας υποψιάζονται ότι σε πολλές περιπτώσεις οι τράπεζες δεν προχωρούν σε αναδιαρθρώσεις επιχειρήσεων –επιτρέποντας σε υπερχρεωμένες μη βιώσιμες επιχειρήσεις να λειτουργούν κανονικά– διότι συνδέονται με διάφορους τρόπους με τους μετόχους των εταιρειών.
Η υποψία για τις ιδιαίτερες αυτές σχέσεις, αλλά και τα φτωχά αποτελέσματα στην αντιμετώπιση των «κόκκινων» δανείων και την αναγκαία αναδιάρθρωση επιχειρήσεων, φαίνεται ότι συνέβαλαν καθοριστικά στην απόφαση των θεσμών να επιβάλουν τον εμπλουτισμό των διοικητικών συμβουλίων των τραπεζών με την έλευση ξένων τεχνοκρατών που δεν είχαν προηγούμενη εμπλοκή με ελληνικές τράπεζες.
Μάλιστα, σε όλες τις επιτροπές των τραπεζών, όπου λαμβάνονται κρίσιμες λειτουργικές αποφάσεις, πρόεδροι θα είναι στελέχη που δεν είχαν στο παρελθόν την παραμικρή σχέση με εγχώριες τράπεζες.
Την περίοδο αυτή, σε εξέλιξη βρίσκονται διαβουλεύσεις μεταξύ των διοικήσεων των τραπεζών και των επιτελών του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού (SSM) για τον καθορισμό ετήσιων στόχων μείωσης των πιστωτικών ανοιγμάτων.
Η σχετική διαβούλευση θα ολοκληρωθεί μέχρι το τέλος Σεπτεμβρίου και θα περιλαμβάνει αναλυτικά και τον τρόπο με τον οποίο θα επιτευχθούν οι στόχοι, καθώς και ενέργειες που θα ακολουθούν αν οι στόχοι δεν επιτυγχάνονται. Τα σχέδια για τη μείωση των «κόκκινων» δανείων θα έχουν ορίζοντα 3τίας και θα αφορούν στο διάστημα 2017-2019.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα της Καθημερινής, οι τράπεζες προτείνουν η μείωση των πιστωτικών ανοιγμάτων στην 3ετία να διαμορφωθεί στα περίπου 25 δισ. ευρώ ή 8,3 δισ. ευρώ ετησίως, ωστόσο ο SSM ζητάει πιο «επιθετική» πολιτική με μείωση κατά 35-40 δισ. ευρώ των «κόκκινων» δανείων μέχρι το τέλος του 2019.
«Όχι» στην πώληση σε funds
Με ένα κατηγορηματικό «όχι» απαντούν οι τράπεζες στις επίμονες ερωτήσεις αναλυτών αλλά και εκπροσώπων διαφόρων funds αν θα προχωρήσουν σε σημαντικές πωλήσεις μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Ο λόγος είναι πως εκτιμούν ότι ποσοστό 30% έως 40% των πιστωτικών ανοιγμάτων είναι πιθανό ότι αποτελείται από στρατηγικούς κακοπληρωτές (δηλαδή δανειολήπτες που ενώ μπορούν δεν πληρώνουν τις οφειλές τους), καθώς και από δάνεια που με τους κατάλληλους χειρισμούς μπορούν να επανέλθουν σε καθεστώς κανονικότητας.
Το μεγαλύτερο εμπόδιο που υπάρχει σήμερα για την πώληση «κόκκινων» δανείων σε τρίτους είναι η μεγάλη απόσταση στις προσδοκίες αγοραστών – πωλητών. Οι αγοραστές «κόκκινων» δανείων επιδιώκουν να αγοράσουν σχετικά χαρτοφυλάκια σε εξαιρετικά χαμηλές τιμές, λόγω του κινδύνου της χώρας, της απαξίωσης των περιουσιακών στοιχείων εξαιτίας της πολυετούς ύφεσης, του αναποτελεσματικού νομικού συστήματος κ.ά.
Από την άλλη πλευρά, οι πωλητές, δηλαδή οι τράπεζες, αρνούνται να προχωρήσουν σε πωλήσεις σε τόσο χαμηλές τιμές, καθώς εμφανίζονται αρκετά βέβαιες ότι στο σημερινό απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων πιστωτικών ανοιγμάτων, ύψους 105 δισ. ευρώ, υπάρχει πολύ «λίπος», από το οποίο θέλουν να επωφεληθούν οι ίδιες και όχι τρίτοι.
Στελέχη τραπεζών σημειώνουν ότι η μείωση των «κόκκινων» δανείων θα επιτευχθεί κυρίως μέσα από αναδιαρθρώσεις και «θεραπεία» μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Οι τράπεζες εκτιμούν ότι πολλά από τα προβληματικά σήμερα δάνεια θα μπορούσαν να επανέλθουν σε καθεστώς κανονικότητας μέσω αναδιαρθρώσεων (επιμήκυνση, μερική απομείωση οφειλών, συγχωνεύσεις, ενίσχυση κεφαλαιακής βάσης επιχειρήσεων κ.ά.) και άλλων ρυθμίσεων που θα τα καταστήσουν και πάλι εξυπηρετούμενα. Η συμφωνία Alpha – Eurobank – KKR αποτελεί σημαντικό βήμα στην κατεύθυνση της ενεργούς διαχείρισης των προβληματικών δανείων επιχειρήσεων.
Επιπλέον, έχοντας σχηματίσει μεγάλο απόθεμα προβλέψεων ύψους 58 δισ. ευρώ, οι τράπεζες θα κινηθούν πολύ πιο δυναμικά στο σκέλος των διαγραφών.
Τέλος, θα προχωρήσουν και σε κάποιες πωλήσεις «κόκκινων» δανείων, περισσότερο για να μεταδώσουν ένα μήνυμα στους δανειολήπτες ότι δεν μπορούν να ποντάρουν πλέον στην αδράνεια παρά ως κύρια τακτική.