Όσο αυστηρότερο γίνεται το φορολογικό σύστημα, τόσο ενισχύονται οι τάσεις φοροδιαφυγής και φαινομένων διαφθοράς, όπως σημειώθηκε στο Διοικητικό Συμβούλιο του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Αθήνας, όπου διατυπώθηκαν οι έντονες ανησυχίες της βιοτεχνίας για το μέλλον της με βάση την πολιτική που ακολουθεί η κυβέρνηση και την πορεία της οικονομίας.
Το διοικητικό συμβούλιο εξέφρασε τις αντιρρήσεις του, ”για την αναίτια ποινικοποίηση σε περιπτώσεις μη απόδοσης ΦΠΑ, στην οποία μπορεί να οδηγήσει ο φορολογικός νόμος καθώς’ όπως σημειώθηκε, ” δεν είναι δυνατόν να ποινικοποιείται μη απόδοση ΦΠΑ, όταν αυτός δεν εισπράχθηκε αλλά και δεν είναι δυνατόν επιχειρηματίας να φέρει ευθύνη για απόδοση ΦΠΑ όταν επιταγή που καλύπτει το συγκεκριμένο τιμολόγιο έχει διαμαρτυρηθεί”.
Οι εκπρόσωποι της βιοτεχνίας κατέληξαν ομόφωνα ότι για την δίκαιη εφαρμογή του ποινολογίου θα πρέπει να υπάρξουν παράλληλα οι εξής άμεσες ρυθμίσεις:
1. Να δημιουργηθεί το πλαίσιο, που θα υποχρεώνει τον οφειλέτη, οιασδήποτε αξίας τιμολογίου, σε καταβολή του ΦΠΑ, μέσω τραπέζης, εντός μηνός από την έκδοση του τιμολογίου και τούτο ανεξαρτήτως του συμφωνηθέντος χρόνου εξόφλησης της αξίας των πωλούμενων προϊόντων ή υπηρεσιών βάσει του συγκεκριμένου τιμολογίου, ώστε να δημιουργηθεί και η προϋπόθεση απόδοσης του.
2. Η ίδια υποχρέωση να ισχύσει και για το Δημόσιο, όταν αυτό γίνεται αποδέκτης π.χ. τιμολογούμενων υπηρεσιών και μάλιστα με διασφάλιση πλαισίου, που θα επιτρέπει την προσμέτρηση του χρόνου καθυστερήσεων, στην επιβολή τόκων υπερημερίας.
3. Να εκχωρείται η απαίτηση για είσπραξη ΦΠΑ από τιμολόγιο που καλύπτεται με επιταγή που διαμαρτυρήθηκε στο Δημόσιο, με απλή κατάθεση στην Δ.Ο.Υ του τιμολογίου πώλησης προϊόντων και υπηρεσιών και της αντίστοιχης διαμαρτυρημένης επιταγής κάλυψής του από τον πελάτη.
4. Να ισχύει διευρυμένα ο συμψηφισμός οφειλών και απαιτήσεων του Δημοσίου.
Η Διοίκηση του ΒΕΑ επεσήμανε ότι οι φορολογικοί νόμοι πρέπει να είναι απλοί και σύντομοι και να συμβάλλουν στη δημιουργία σταθερού φορολογικού πλαισίου (δίχως τροποποιήσεις επί των τροποποιήσεων και συνεχείς νομοθετήσεις από διαφορετικές κυβερνήσεις ή και από τον ίδιο τον ΥΠΟΙΚ), που θα επιτρέπει στις επιχειρήσεις να προβλέπουν και να προγραμματίζουν τις επιχειρηματικές τους δράσεις και όχι απανωτοί νόμοι που ενισχύουν την δυσπιστία την αντιπαλότητα και την αβεβαιότητα.
Ακόμη υπάρχει ανάγκη πριν από την ψήφιση και εφαρμογή των νόμων να μελετώνται οι επιπτώσεις τους στις μικρότερες επιχειρήσεις, ώστε να προλαμβάνονται στρεβλώσεις και δυσανάλογα βάρη.
Σε σχέση με το ποινολόγιο ζητήθηκε:
– Η επαναφορά στο 10% του ποσοστού προκαταβολής φόρου/ τελών/ προσαυξήσεων ως προϋπόθεσης, για την προσφυγή στα Διαιτητικά Δικαστήρια, δεδομένου ότι το 50% που ορίζει ο νέος νόμος αποκλείει από το δικαίωμα έννομης προστασίας τις μικρότερες επιχειρήσεις.
– Στο συμψηφισμό απαιτήσεων, η χρηματική απαίτηση κατά του Δημοσίου με τελεσίδικη απόφαση σημαίνει σε χρονικούς όρους μία επταετία και άνω, επομένως ο συμψηφισμός απαιτήσεων δεν θα λειτουργήσει ικανοποιητικά.
– Η μείωση φορολόγησης της υπεραξίας εταιρικού μεριδίου ΕΠΕ, που μεταβιβάζεται από πωλητή σε αγοραστή, με βαθμό συγγενείας Α΄ και Β΄ στο 5% και 10%, δεν αποτελεί στην ουσία μείωση, αλλά αύξηση (από 1,2% και 2,4%), ενώ θα πρέπει να προβλέπεται πλήρης απαλλαγή από τον φόρο υπεραξίας στα πλαίσια της ενίσχυσης της μεταβίβασης των επιχειρήσεων.
– Η Διαιτητική επίλυση φορολογικών διαφορών, με το όριο στο ποσό της επιλυόμενης διαφοράς, το οποίο πρέπει να ξεπερνά τις 150.000 €, θα αποκλείσει στη πράξη τις μικρότερες επιχειρήσεις από την προσφυγή τους, στα όργανα διαιτησίας.