Η παραχώρηση των 14 περιφερειακών αεροδρομίων θα ενισχύσει το τουριστικό ρεύμα προς την Ελλάδα, εκτίμησε ο πρόεδρος του εκτελεστικού συμβουλίου της Fraport, Στέφαν Σούλτε.
Κάνοντας λόγο για μία επένδυση ιδιαίτερης σημασίας για την Ελλάδα και την Ευρώπη, σημείωσε ότι η γερμανική εταιρεία αναλαμβάνει από την 1η Δεκεμβρίου 2016 τα 14 ελληνικά περιφερειακά αεροδρόμια.
Μιλώντας στο γεύμα που παρέθεσε το Ελληνογερμανικό Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Ελλάδος, ο Στέφαν Σούλτε τόνισε ότι έχει αποδειχθεί διεθνώς ότι μπορεί να είναι εντυπωσιακά τα οικονομικά οφέλη για τις τοπικές κοινωνίες από τη σωστή διαχείριση των αεροδρομίων. «Η επένδυση στις υποδομές της Ελλάδας θα λειτουργήσει ως καταλύτης για την ανάπτυξη του ελληνικού τουρισμού», πρόσθεσε.
Αναφερόμενος στην υπογραφή από τη Fraport της σύμβασης παραχώρησης των 14 περιφερειακών αεροδρομίων, τόνισε ότι ανοίγει ο δρόμος για μια σημαντική επένδυση σε μια εποχή μεγάλων προκλήσεων για την ελληνική οικονομία. Πρόκειται για μια συμφωνία που προβλέπει την καταβολή κεφαλαίων ύψους 1,234 δισ. ευρώ, όπως και ετήσιου μισθώματος 22,9 εκατ. ευρώ, καθώς και ενός ποσοστού επί των EBITDA των αεροδρομίων. Επιπλέον, όπως είπε, για το σύνολο των 14 αεροδρομίων, θα υλοποιηθούν επενδυτικά σχέδια ύψους περίπου 330 εκατ. ευρώ μέχρι το 2020.
«Το όλο επενδυτικό πλάνο ανταποκρίνεται στις ανάγκες των τοπικών κοινωνιών, καθώς αναμένεται να προωθήσει κάθε περιοχή ως αυτόνομο τουριστικό προορισμό. Έτσι, η αύξηση της επιβατικής κίνησης και η τόνωση του τουρισμού θα ενισχύσουν την απασχόληση σε παράπλευρους τομείς της οικονομίας, προσφέροντας ευκαιρίες σε τοπικές επιχειρήσεις και φορείς παροχής υπηρεσιών», τόνισε ο πρόεδρος της Fraport. Μάλιστα, υποστήριξε πως η εταιρεία διαχείρισης των 14 αεροδρομίων έχει δεχτεί ήδη 1.700 βιογραφικά, στο πλαίσιο στελέχωσης των γραφείων της στην Ελλάδα.
Από την πλευρά του, ο πρόεδρος του Ελληνογερμανικού Επιμελητηρίου, Μιχάλης Μαΐλλης, τόνισε ότι το τρίτο μνημόνιο, αν και προβλέπει ένα στενό χρονοδιάγραμμα υλοποίησης όλων των μεταρρυθμίσεων για την αντιμετώπιση του δημοσιονομικού προβλήματος, κινείται απόλυτα σε λάθος κατεύθυνση, θέτοντας ως στόχο πλεονάσματα της τάξεως του 3,5%, τα οποία επιτείνουν περαιτέρω την ύφεση, καταδικάζοντας τη χώρα σε έναν μόνιμο οικονομικό φαύλο κύκλο.
«Η υπερφορολόγηση σε όλο το φάσμα της οικονομίας, εκτός του ότι ενισχύει τη φορο-αποφυγή, σε συνδυασμό με τη νέα μείωση των εισοδημάτων, μειώνει περαιτέρω την ιδιωτική κατανάλωση και αναιρεί κάθε αναπτυξιακή προοπτική», τόνισε ο κ. Μαΐλλης, προσθέτοντας ότι «η λύση στο ελληνικό δημοσιονομικό πρόβλημα μπορεί να είναι εφικτή μόνο εφόσον στηρίζεται σε έναν ρεαλιστικό στόχο πλεονάσματος και σε μία πολιτική με ισχυρά μέτρα για την αύξηση του ΑΕΠ».