Τον κώδωνα του κινδύνου για την μείωση της παραγωγικότητας της εργασίας για 4ο διαδοχικό τρίμηνο κρούει η Eurobank.
Στην εβδομαδιαία οικονομική της έκθεση, η Eurobank επισημαίνει ότι σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, το πραγματικό προϊόν ανά απασχολούμενο και ανά ώρα εργασίας σημείωσε ετήσια πτώση -3,53% και -5,50% αντίστοιχα το 1ο τρίμηνο 2016. Συνεπώς, υπό το πρίσμα της προσφοράς, ο αρνητικός ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης -1,35% το 1ο τρίμηνο 2016 ήταν αποτέλεσμα της μείωσης της παραγωγικότητας της εργασίας (σε όρους ωρών απασχόλησης) κατά -5,50%. Η αύξηση της απασχόλησης (σε όρους ατόμων) και των ωρών εργασίας ανά απασχολούμενο κατά 2,19% και 1,97% αντίστοιχα, αποτέλεσαν αντισταθμιστικούς παράγοντες στη συρρίκνωση της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας.
‘Οπως επισημαίνεται στην έκθεση της τράπεζας, το ανησυχητικό στοιχείο στην περίπτωση της ελληνικής οικονομίας είναι ότι η ετήσια μεταβολή της παραγωγικότητας της εργασίας βρίσκεται σε αρνητικό έδαφος για 6ο συνεχές τρίμηνο σε όρους προϊόντος ανά απασχολούμενο και σε 4ο σε όρους προϊόντος ανά ώρα εργασίας. Οπότε, μπορεί η μείωση -0,23% του πραγματικού ΑΕΠ το 2015 να αποδείχτηκε ηπιότερη του αναμενομένου (εκτιμήσεις της ΕΕ για ύφεση -2,3%) ωστόσο η επίδοση της οικονομίας σε όρους αποτελεσματικότητας στη χρήση των παραγωγικών συντελεστών (efficiency) καθιστά αναγκαία την αποτελεσματική εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων και την αύξηση των επενδύσεων. Οι δύο τελευταίες μεταβλητές αποτελούν βασικούς προσδιοριστικούς παράγοντες για την ανάκαμψη της παραγωγικότητας της εργασίας.
Σύμφωνα με την Eurobank, ο λόγος που δίδεται ιδιαίτερη έμφαση στην πορεία της παραγωγικότητας της εργασίας πηγάζει από το παρακάτω γεγονός: η συρρίκνωση της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας των τελευταίων ετών δεν ήταν αποτέλεσμα μόνο της μείωσης της απασχόλησης – είτε σε όρους ατόμων είτε σε όρους ωρών εργασίας – προήλθε και από τη μείωση της παραγωγικότητας της εργασίας. Για παράδειγμα, η τελευταία μεταβλητή αποτελεί τον βασικό ερμηνευτικό παράγοντα (σε όρους εθνικολογιστικής καταγραφής) της ύφεσης των ετών 2008 & 2009. Κατά τη διάρκεια της περιόδου 2010-2013 συνεχίστηκε η αρνητική της συνεισφορά ωστόσο δεν ήταν υψηλότερη από την αντίστοιχη της απασχόλησης.
Επιπρόσθετα, η τράπεζα σημειώνει ότι για το σύνολο της περιόδου 2007-2015 η σωρευτική πτώση της παραγωγικότητας της εργασίας – σε όρους ωρών απασχόλησης – προσεγγίζει τις -9,44 ποσοστιαίες μονάδες (ΠΜ). Αυτή είναι η χειρότερη επίδοση από όλες τις χώρες της ΕΕ-28. Στην 1η θέση βρίσκεται η Ρουμανία (+27,1 ΠΜ) και ακολουθούν η Πολωνία (+23,5), η Ιρλανδία (+22,4), η Βουλγαρία (+18,7), η Λιθουανία (+17,6), η Σλοβακία (+15,8), η Ουγγαρία (+12,6), η Λετονία (+12,4), η Ισπανία (+12,1), η Μάλτα (+12,1), η Εσθονία (+10,4), η Πορτογαλία (+6,3), η Τσεχία (+5,3), η Κύπρος (+4,7), η Αυστρία (+4,5), η Γαλλία (+4,4), η Γερμανία (+4,2), η Σουηδία (+3,9), η Ολλανδία (+2,5), η Δανία (+1,7), το Ηνωμένο Βασίλειο (+1,5), το Βέλγιο (+1,4), η Σλοβενία (+1,3), η Ιταλία (-0,1), η Φιλανδία (-1,4) και το Λουξεμβούργο (-1,6).
Μεταξύ άλλων, η Eurobank επισημαίνει ότι η ανάκαμψη της παραγωγικότητας της εργασίας αποτελεί έναν βασικό παράγοντα για την ενίσχυση του πραγματικού ΑΕΠ και την αύξηση της απασχόλησης. Κλειδί για την επίτευξη αυτού του στόχου είναι η προώθηση και η εφαρμογή με αποτελεσματικό τρόπο των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων του 3ου προγράμματος οικονομικής προσαρμογής και η ενίσχυση των επενδύσεων. Η αύξηση του κεφαλαιουχικού εξοπλισμού προϋποθέτει την ύπαρξη σταθερότητας και αξιοπιστίας στην άσκηση οικονομικής πολιτικής. Η υψηλή φορολογία αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα για τις επενδυτικές δαπάνες των επιχειρήσεων ωστόσο εξίσου σημαντικό στοιχείο είναι ο βαθμός μεταβλητότητας της ασκούμενης φορολογικής πολιτικής (π.χ. εκπλήξεις).