Οι επιπτώσεις του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος της 23ης Ιουνίου θα μπορούσαν να αποδειχθούν σημαντικές για την Ελλάδα, προειδοποιεί η Eurobank, σε ειδική της μελέτη για την απόφαση των Βρετανών να αποχωρήσουν από την Ε.Ε.
Όπως αναφέρεται στην ανάλυση της τράπεζας, η Βρετανία αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους χρηματοδότες του κοινοτικού προϋπολογισμού. Συνεπώς – εξηγεί – η αποχώρησή της ενδεχομένως να έχει άμεση επίπτωση στο μέγεθος του προϋπολογισμού, με αρνητικές συνέπειες για τα συνολικά κεφάλαια που είναι σήμερα διαθέσιμα για την Ελλάδα (περί τα 35 δισ. μέχρι το 2020).
Σε δεύτερη φάση, προσθέτει η Eurobank, η παρατεταμένη αβεβαιότητα που σχετίζεται με τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων και τη νέα εμπορική σχέση, ενδέχεται να έχει αρνητικό αντίκτυπο στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, τόσο άμεσα μέσω του εμπορίου και του τουρισμού, όσο και έμμεσα μέσω της επιβράδυνσης της οικονομίας της Ευρωζώνης.
Μια τέτοιου είδους εξέλιξη – εκτιμά – ενδέχεται να οδηγήσει σε επιδείνωση του επενδυτικού κλίματος, δυσχεραίνοντας την προσπάθεια σταθεροποίησης της εγχώριας οικονομίας.
Παράλληλα, η ελληνική τράπεζα επισημαίνει ότι η ενδεχόμενη έξοδος της Βρετανίας από την Ε.Ε. δεν αποκλείεται να οδηγήσει στην προσθήκη ενός επιπλέον ασφάλιστρου κινδύνου (risk premium) στις αποδόσεις των κρατικών ομολόγων των χωρών της περιφέρειας και αυτών της Ελλάδας – ιδιαίτερα εάν ληφθεί υπ’ όψιν ότι η χώρα μας είναι η μόνη χώρα-μέλος της Ευρωζώνης που παραμένει σε πρόγραμμα προσαρμογής.
Ωστόσο, η Eurobank καθιστά σαφές ότι οι επιπτώσεις θα μπορούσαν να αμβλυνθούν σε σημαντικό βαθμό από την ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ. Όσον αφορά την πορεία των διαπραγματεύσεων για την εφαρμογή του υφιστάμενου προγράμματος, η τράπεζα αποφαίνεται ότι υπάρχουν διιστάμενες απόψεις. Σύμφωνα με την πρώτη άποψη, τα όποια περιθώρια ελαστικότητας των πιστωτών στις επερχόμενες διαπραγματεύσεις δεν αποκλείεται να αυξηθούν προκειμένου να αποφευχθεί μια νέα κρίση.
Σύμφωνα με την δεύτερη άποψη, η ψήφος της Βρετανίας υπέρ του Brexit ενδέχεται να περιορίσει σημαντικά τα περιθώρια διαπραγμάτευσης της κυβέρνησης για την εφαρμογή των προαπαιτούμενων δράσεων που συνδέονται με την καταβολή της 2ης υποδόσης των 2,3 δισ. τον Σεπτέμβριο και της 2η αξιολόγησης τον Οκτώβριο του 2016.
Αναφορικά με τους εμπορικούς δεσμούς μεταξύ Ελλάδας και Βρετανίας, οι δαπάνες της Βρετανίας, το 2014, για αγορές αγαθών και υπηρεσιών που παρήχθησαν στην Ελλάδα, ανήλθαν στο 3,4% του ΑΕΠ. Αξίζει να σημειωθεί μάλιστα, ότι η ελληνική οικονομία παρουσίασε εμπορικό πλεόνασμα 2,8 δισ. ευρώ ή 1,6% ως ποσοστό του ΑΕΠ, από συναλλαγές που πραγματοποίησε (για αγαθά και υπηρεσίες) με τη Βρετανία, κατά το ίδιο έτος.
Στο μεσοπρόθεσμο χρονικό διάστημα, οι αρνητικές συνέπειες του Brexit εστιάζουν σε μια πιθανή μείωση των ελληνικών εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών, λόγω της υποτίμησης της στερλίνας έναντι του ευρώ. Επιπλέον, το γεγονός ότι σήμερα η ελληνική οικονομία είναι περισσότερο «ανοικτή» (trade openness) σε σχέση με το παρελθόν (π.χ. πριν από την κρίση) την καθιστά περισσότερο ευάλωτη σε πιθανές αρνητικές διαταραχές των διεθνών εμπορικών της σχέσεων.
Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα στοιχεία, μια μείωση των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών κατά 1,0% θα οδηγούσε σε μείωση του ρυθμού οικονομικής μεγέθυνσης κατά 0,03 ποσοστιαίες μονάδες. Επιπρόσθετα, μια μείωση των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών προς το σύνολο της Ε.Ε. εκτός της Βρετανίας, κατά 1% θα οδηγούσε σε μείωση του ρυθμού οικονομικής μεγέθυνσης έως και 0,2 ποσοστιαίες μονάδες.
Ιδιαίτερη μνεία γίνεται για τις αναμενόμενες επιπτώσεις του Brexit στην ελληνική ναυτιλία και τον τουρισμό. Σύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα στοιχεία της UNCTAD (2015), με βάσει τη χωρητικότητα (dead weight tons) ανά χώρα προέλευσης του κύριου μετόχου, ο ελληνικός εμπορικός στόλος κατατάσσεται στην 1η θέση μεταξύ 165 χωρών, ενώ μόλις το 0,03% του ελληνικού στόλου είναι υπό την εθνική σημαία του Ηνωμένου Βασιλείου.
Συνεπώς οποιαδήποτε αλλαγή στις εμπορικές σχέσεις Βρετανίας – Ε.Ε θα έχει περιορισμένες επιπτώσεις στην ελληνική ναυτιλία. Από την άλλη μεριά, μεγάλο μέρος της διαχείρισης του ελληνικού εμπορικού στόλου γίνεται αυτή την στιγμή από το Λονδίνο – συνεπώς έξοδος από την Ε.Ε θα μπορούσε να επιβαρύνει κάποιες από τις ελληνικές ναυτιλιακές εταιρείες με κόστος μετεγκατάστασης.
Αν και δε μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο μετεγκατάστασης μέρους των συγκεκριμένων εταιρειών στην Ελλάδα, οι σχετικές προσδοκίες είναι συγκρατημένες δεδομένου ότι η εγχώρια αγορά υστερεί σημαντικά ως προς τις δυνατότητες προσέλκυσης τέτοιου είδους επιχειρήσεων (φορολογικά κίνητρα, πρόσβαση σε διεθνείς τράπεζες, περιβάλλον φιλικό προς τις επενδύσεις, εγκαταστάσεις κτλ).
Τέλος, οι όποιες αρνητικές επιπτώσεις στη ναυτιλία λόγω πιθανής εξόδου της Βρετανίας από την Ε.Ε., θα επιβαρύνουν περαιτέρω τις προοπτικές του κλάδου που ήδη υφίσταται σημαντικές πιέσεις από παράγοντες όπως η υπερβάλλουσα μεταφορική ικανότητα του παγκόσμιου εμπορικού στόλου, η επιβράδυνση του παγκόσμιου ρυθμού ανάπτυξης και οι ανησυχίες για τις προοπτικές της οικονομίας της Κίνας.
Όσον αφορά τον ελληνικό τουρισμό, το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος αναμένεται να έχει αρνητική επίδραση τόσο σε βραχυπρόθεσμο όσο και σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Σύμφωνα με πρόσφατη εμπειρική μελέτη του Τομέα Οικονομικής Ανάλυσης της Eurobank η αποδυνάμωση της στερλίνας έναντι του ευρώ αλλά και η πιθανή μείωση του κατά κεφαλήν εισοδήματος στο Ην. Βασίλειο θα επηρεάσουν αρνητικά τόσο τις τουριστικές εισπράξεις ανά ταξιδιώτη, όσο και τις συνολικές εισπράξεις από Βρετανούς τουρίστες.