Η επικείμενη υποβάθμιση, από τον διεθνή οίκο πιστοληπτικής αξιολόγησης Fitch Ratings, των ομολογιακών εκδόσεων των τραπεζών δημιουργεί το πολύ σοβαρό ενδεχόμενο συγκράτησης του “ρευστού” στην αγορά, γιατί οι τράπεζες θα εμφανιστούν απρόθυμες να “αιμοδοτήσουν” με κεφάλαια την πραγματική οικονομία από το πακέτο των 20 δισ. ευρώ, με τα οποία θα τις ενισχύσει το Υπουργείο Οικονομικών.
Ο βασικότερος λόγος ενός τέτοιου ενδεχομένου είναι ότι οι τράπεζες θα πρέπει να προσκομίσουν πρόσθετες εγγυήσεις, συνολικού ύψους περίπου 7 δισ. ευρώ, για τα δάνεια που ήδη έχουν λάβει (95 δισ. ευρώ). Επομένως, το συνολικό εγγυητικό ποσό θα φτάσει τα 145 δισ. ευρώ – από τα 138 δισ. ευρώ, σήμερα.
Αν συνυπολογισθούν και οι υποχρεώσεις αποπληρωμής παλαιότερων ομολογιακών εκδόσεων, αυτό που ουσιαστικά απομένει από τα 20 δισ. ευρώ της ενίσχυσης, που το Υπουργείο Οικονομικών διατρανώνει ότι δήθεν θα “ριχτούν” στην αγορά για την τόνωσή της, είναι κάτι λιγότερο από 13 δισ. ευρώ. Αλλά και αυτό είναι σαφές ότι δεν θα εισέλθει ολόκληρο στην πραγματική οικονομία, γιατί οι τράπεζες δεν δύνανται να αντλήσουν πάνω από 9 δισ. ευρώ (haircut) -δηλαδή κάτω από το μισό των 20 δισ. ευρώ της κρατικής εγγύησης.
Ο υπουργός Οικονομικών, κ. Παπακωνσταντίνου, πρόσφατα παραδέχθηκε το όλο πρόβλημα, αναφέροντας: “Ανάπτυξη σημαίνει χρηματοδότηση, χρηματοδότηση σημαίνει τράπεζες και οι τράπεζες και έχουν αδυναμία πρόσβασης στη διατραπεζική προς άντληση κεφαλαίων».
Αρκεί να σκεφτεί κανείς πως ακόμη και η πολυδιαφημισμένη πρόσβαση της ΕΤΕ στη διατραπεζική ουσιαστικά αποτελεί μυθολογία, αφού το κόστος δανεισμού είναι απαγορευτικό για μια χρηματοδότηση -όποτε και εάν αυτή κριθεί αναγκαία.