Στα περισσότερα νοσοκομεία δεν πραγματοποιούνται οι διαγωνισμοί, με συνέπεια να αγοράζονται, με διαδικασίες εξπρές, υλικά σε πολύ υψηλότερες τιμές (ακόμη και 20 φορές) από αυτές που θα μπορούσαν να εξασφαλισθούν μέσω των διαγωνισμών.
Το φαινόμενο της σπατάλης είναι γνωστό στον υπουργό Υγείας Ανδρέα Λοβέρδο, ο οποίος δεσμεύεται να το εξαλείψει εντός του 2011. Οπως δηλώνει στην «Κ.Ε.» «υπάρχουν περιπτώσεις όπου για λόγους κακοδιοίκησης και ανεπαρκειών στα νοσοκομεία ή και σε υγειονομικές περιφέρειες συνεχίζεται το παλαιό καθεστώς των εξωσυμβατικών προμηθειών, το οποίο διαστρέφει την αγορά και σε ορισμένες περιπτώσεις διατηρεί τιμές υψηλότερες από αυτές που έχουμε ορίσει στο “Παρατηρητήριο τιμών”. Προσπαθούμε να εξαλείψουμε αυτήν την πρακτική και μέσα στο 2011 θα τα καταφέρουμε».
Το ζήτημα είναι όμως ότι δεν έχουν καλά καλά ολοκληρωθεί ούτε οι μεγάλοι διαγωνισμοί για την αγορά των ακριβών προϊόντων όπως είναι τα καρδιολογικά υλικά και τα ορθοπεδικά. Από τις επτά κατηγορίες των ακριβών υλικών οι τρεις έχουν μπλοκαριστεί έπειτα από ενστάσεις εταιρειών στο ΣτΕ, ενώ αυτός που αφορά ορθοπεδικό υλικό επαναπροκηρύχθηκε. Οπως επισημαίνει η επικεφαλής της Επιτροπής Προμηθειών Υγείας (ΕΠΥ) Κατερίνα Καστανιώτη «στις αρχές της επόμενης εβδομάδας θα στείλουμε τις παραγγελίες στις εταιρείες για 3 είδη: συστήματα περιτοναϊκής κάθαρσης (αιμοκάθαρση), βελόνες τεχνητού νεφρού και στεντ, με βάση και τις ανάγκες που έχουν τα νοσοκομεία. Σε άλλες τρεις κατηγορίες υλικών περιμένουμε την τελική απόφαση του ΣτΕ, ενώ στα ορθοπεδικά υλικά ανοίγουν τώρα οι προσφορές, καθότι τροποποιήθηκαν οι όροι του διαγωνισμού μετά από ενστάσεις που έγιναν». Η πρόεδρος της ΕΠΥ παραδέχεται πάντως ότι «συνεχίζονται οι απ’ ευθείας αναθέσεις και παρατάσεις των συμβάσεων στα νοσοκομεία αλλά πλέον με διαφορετικές τιμές».
Την ίδια στιγμή η ανεξάρτητη ομάδα εργασίας ειδικών εμπειρογνωμόνων στον τομέα της υγείας με επικεφαλής τον καθηγητή του LSE Ηλία Μόσιαλο κρούει τον κώδωνα του κινδύνου στην ηγεσία του υπουργείου Υγείας για τις σπατάλες στις προμήθειες, καθώς, όπως επισημαίνει στην έκθεσή της: «Δεν επετεύχθη μείωση δαπάνης στις υπηρεσίες που ανατίθενται σε τρίτους (outsourcing) και τις υπόλοιπες κατηγορίες… κυρίως λόγω αδυναμίας άμεσης διενέργειας διαγωνισμών και μεταφοράς υποχρεώσεων… Συνεπώς, η αιτία για αυτή την εξέλιξη οφείλεται στο μεγάλο αριθμό αναθέσεων και παρατάσεων συμβάσεων που έγιναν το 2010».
Μεγάλο πρόβλημα υπάρχει και στις υγειονομικές μονάδες του ΙΚΑ, καθώς η ομάδα των εμπειρογνωμόνων τονίζει πως το ποσοστό των απευθείας αναθέσεων για την προμήθεια υλικών είναι και εκεί διπλάσιο σε σχέση με τις υπόλοιπες συμβάσεις.
Οπως δηλώνει στην «Κ.Ε.» ο κ. Μόσιαλος, «είμαστε σε πιο οργανωμένη πορεία σε σχέση με το παρελθόν αλλά δεν θα πρέπει να υποτιμά κανείς τις δυσκαμψίες και τις δυσλειτουργίες της ελληνικής δημόσιας διοίκησης στο να διεκπεραιώνει μεγάλους διαγωνισμούς και προμήθειες.
Η αύξηση της διαφάνειας και της αποτελεσματικότητας στον τομέα των προμηθειών είναι εκ των ων ουκ άνευ για τη μείωση της δαπάνης, χωρίς να επηρεαστεί το επίπεδο υγείας των ασθενών. Εκτός αυτού πρέπει να υπάρξει σύστημα αποτύπωσης των αποτελεσμάτων όλων των διαγωνισμών των νοσοκομείων στο Διαδίκτυο».
Μια ακόμη πιο δαπανηρή και σπάταλη διάσταση αγοράς των υλικών στα νοσοκομεία δίνει ο αναπληρωτής καθηγητής του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών στο ΑΠΘ Δημήτρης Μάρδας. Επειτα από έρευνα διαπίστωσε ότι ακόμη και οι επίσημες ανώτατες τιμές των υλικών των νοσοκομείων που ορίζονται από το υπουργείο Υγείας μέσω του λεγόμενου «Παρατηρητηρίου τιμών» είναι συχνά 20 φορές υψηλότερες από τις ισχύουσες στην αγορά!
Οπως λέει χαρακτηριστικά, «οι σημαντικότατες αποκλίσεις των τιμών μεταξύ του “Παρατηρητηρίου” του υπουργείου Υγείας και της αγοράς εντυπωσιάζουν, θέτοντας εύλογα αναπάντητα ερωτήματα για τον τρόπο λειτουργίας του “Παρατηρητηρίου” όπως και τους χειριστές του! Αναλυτικότερα, σε απευθείας αναθέσεις -μια συνηθέστατη πρακτική, λόγω υπολειτουργίας της ΕΠΥ- με ποιες τιμές αγοράζουν τα νοσοκομεία; Μπούσουλας των αποφάσεών τους είναι φυσικά το εν λόγω “Παρατηρητήριο”. Οπότε, εφόσον αγοράζουν στις ανώτατες τιμές του “Παρατηρητηρίου”, αυτές εξακολουθούν να είναι δύο, τρεις ή ακόμη δέκα έως είκοσι (!!!) φορές μεγαλύτερες της αγοράς»!