Τεράστιες διαστάσεις λαμβάνει το πρόβλημα των υπερχρεωμένων επιχειρήσεων
Αποκαλυπτικά είναι τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), σχετικά με τους κλάδους της Οικονομίας που έχουν τα περισσότερα «κόκκινα δάνεια», τα οποία παρουσίασε ο υποδιοικητής της ΤτΕ Θ. Μητράκος.
Τα δυσοίωνα συμπεράσματα δεν προκύπτουν μόνον από το γεγονός ότι σχεδόν το σύνολο των εταιρειών που αδυνατούν να ανταποκριθούν στις δανειακές υποχρεώσεις τους δεν προβλέπεται στο εγγύς μέλλον να καταφέρουν να αντιστρέψουν την κατάσταση, αλλά και από την διαπίστωση ότι οι κλάδοι που είναι περισσότερο εκτεθειμένοι στον μη εξυπηρετούμενο δανεισμό κατέχουν μικρό μερίδιο στην παραγωγή του ΑΕΠ της χώρας.
Κατασκευαστικός κλάδος – Real estate
Πιο αναλυτικά, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ, το 16 % της συνολικής τραπεζικής χρηματοδότησης προς τις επιχειρήσεις αντιπροσωπεύουν οι κλάδοι των κατασκευών και της διαχείρισης ακίνητης περιουσίας (52,5%),του εμπορίου, στο οποίο ο σχετικός δείκτης βρίσκεται 48,5%, τα εμπορικά ακίνητα με 54,6% και η μεταποίηση με 51,7%.
Ενδεικτικό είναι ακόμα ότι η ποιότητα των εν λόγω κλάδων εμφανίζεται χειρότερη σε σύγκριση με τον μέσο όρο όλων των κλάδων. Πιο συγκεκριμένα, ο συνολικός δανεισμός των δύο κλάδων ανέρχεται σε 24 δισ. ευρώ και πάνω από τα μισά (ποσοστό 54%) καταγράφονται ως μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα, σύμφωνα με στοιχεία τέλους του 2015. Σημειώνεται ότι τα δάνεια αυτά επιμερίζονται περίπου ισόποσα.
Τα δάνεια για τα οποία οι τράπεζες και οι επιχειρήσεις του κλάδου έχουν ήδη συνομολογήσει ρυθμίσεις φτάνουν τα 4 δισ. ευρώ, ενώ οι τράπεζες έχουν σχηματίσει προβλέψεις ύψους περίπου 6 δισ. ευρώ.
Το 75% των περιπτώσεων στους συγκεκριμένους κλάδους αφορά δάνεια ύψους άνω του 1 εκατομμυρίου ευρώ για περίπου 4.000 επιχειρήσεις.
Όσον αφορά το σύνολο των προβληματικών δανείων, ο κ. Μητράκος τόνισε ότι τον Δεκέμβριο του 2015 το συνολικό ποσοστό των δανείων σε καθυστέρηση στην Ελλάδα ανήλθε σε περίπου 36 % (από 4,5% το 2007), που είναι το δεύτερο υψηλότερο στην ΕΕ (μετά από εκείνο της Κύπρου, περίπου 39%) και περίπου εξαπλάσιο του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Όσον αφορά τις τιμές των διαμερισμάτων, για το σύνολο του 2015 αυτές μειώθηκαν με μέσο ετήσιο ρυθμό 5,0%, έναντι μείωσης κατά 7,5 % το 2014.
Σχετικά με τον κλάδο των επαγγελματικών ακινήτων, από το 2010 έως το τέλος του 2015, που υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία, οι ονομαστικές αξίες των γραφειακών χώρων και των καταστημάτων υψηλών προδιαγραφών για το σύνολο της χώρας υποχώρησαν περίπου κατά 30%.
Στην κορυφή των μη εξυπηρετούμενων δανείων βρίσκεται και ο κλάδος της εστίασης, με ποσοστό 76%. Ωστόσο, το ευτύχημα σε αυτή την κατηγορία είναι ο μικρός αριθμός και συνεπώς το χαμηλό συνολικό ύψος των δανείων.
Την εστίαση, ακολουθεί ο κλάδος της κλωστοϋφαντουργίας όπου ο σχετικός δείκτης βρίσκεται στο 73% έπεται ο κλάδος της βιομηχανίας χάρτου, με 72% και ο κλάδος λοιπών μεταποιητικών δραστηριοτήτων με ποσοστό 60%. Στο 59% βρίσκεται ο δείκτης του κλάδου αγροτικών δραστηριοτήτων και αλιείας. Ομοίως οι τέσσερις προαναφερθέντες κλάδοι, έχουν χαμηλή συμμετοχή στο σύνολο των ανοιγμάτων.
Ψηλά ο τουρισμός
Υψηλό ωστόσο είναι το ύψος των μη εξυπηρετούμενων δανείων για τον κλάδο των καταλυμάτων (τουρισμός) όπου ο σχετικός δείκτης αγγίζει το 49%. Φαινομενικά πρόκειται για παράδοξο, καθώς ο τουρισμός καταγράφει κάθε χρόνο ρεκόρ αφίξεων και άρα εσόδων, παρ’ όλα αυτά, τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματά του, βρίσκονται ψηλά, όπως ψηλά είναι και το σύνολο των δανείων που έχει λάβει ο κλάδος (όγδοος συνολικά ως προς τις δανειοδοτήσεις).
ΜΜΕ, τηλεπικοινωνίες
Σε μια περίοδο όπου στη δημόσια συζήτηση κυριαρχεί το θέμα των δανειοδοτήσεων στα ΜΜΕ, στον ευρύτερο κλάδο των Τηλεπικοινωνιών, της Πληροφορικής και της Ενημέρωσης ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων διαμορφώνεται στο 59%, ενώ σε υψηλά μεσαία επίπεδα βρίσκεται και ο δείκτης στη ναυτιλία με ποσοστό 33%
Ενέργεια
Την καλύτερη επίδοση έχει ο κλάδος της ενέργειας και των πετρελαιοειδών, όπου ο δείκτης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων μόλις αγγίζει το 4%, σε ένα κλάδο, όπου το σύνολο των δανείων δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί αμελητέο. Στο ίδιο επίπεδο, δηλαδή 4% βρίσκεται ο δείκτης της δημόσιας διοίκησης με το σύνολο των ανοιγμάτων, να είναι πολύ χαμηλότερο από το αντίστοιχο της ενεργειακού τομέα.
Το σύνολο των ανοιγμάτων
Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδας, το σύνολο των ανοιγμάτων το 2015 ανήλθε στα 244,3 δισ. ευρώ, καταγράφοντας μείωση της τάξεως του 1,7% σε σχέση με το 2014. Εξ΄ αυτών, τα 148 δισ. ήταν το επιχειρηματικά και τα 96,3 δισ. δάνεια προς νοικοκυριά (στεγαστικά και καταναλωτικά). Στο συνολικό ποσό των 244,3 δισ. τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα ανήλθαν το 2015 στο 44%, παρουσιάζοντας αύξηση της τάξεως του 9% σε σχέση με το 2014.
Τα επιχειρηματικά
Εκ των 148 δισ. ευρώ επιχειρηματικών δανείων, το 43,8% κατατάχθηκε στην κατηγορία των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, παρουσιάζοντας άνοδο 7,8% έναντι του 2014. Επί των επιχειρηματικών δανείων, τις καλύτερες επιδόσεις ως προς την εξυπηρέτηση, καταγράφουν οι μεγάλες επιχειρήσεις, (σύνολο ανοιγμάτων 54,2 δις.) στις οποίες το σύνολο των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων διαμορφώνεται στο 28%, μειωμένο κατά 5,9% σε σχέση με το 2014.
Αντίθετη, ωστόσο είναι η εικόνα για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, όπου το σύνολο των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, ανέρχεται στο 60%, καταγράφοντας αύξηση 6,2%. Οι συνολικές χορηγήσεις προς αυτή την κατηγορία επιχειρήσεων ανέρχονται στα 39,7 δισ. ευρώ.
Ακόμη χειρότερη είναι η εικόνα των δανείων για τους ελεύθερους επαγγελματίες και τις πολύ μικρές επιχειρήσεις, τα οποία, επί συνόλου 24,5 δισ. ευρώ, το 66% κατατάσσεται στα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα, εμφανίζοντας αύξηση 15,5%.
Τέλος στις λοιπές επιχειρηματικές δραστηριότητες και επί συνόλου δανείων 29,6 δισ. ευρώ, τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα, καταλαμβάνουν το 1/3 (32%) καταγράφοντας άνοδο της τάξεως του 28%.
Τα νοικοκυριά
Όπως προαναφέρθηκε, το σύνολο των ανοιγμάτων στα νοικοκυριά ανήλθε στα 96,3 δισ. ευρώ, με το 45% των δανείων να κατατάσσονται στην κατηγορία των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων. Συγκεκριμένα, στα στεγαστικά, επί συνόλου 68,5 δισ. ανοιγμάτων, το 41% “ανήκει” στα μη εξυπηρετούμενα, παρουσιάζοντας αύξηση 12,8% σε σύγκριση με το 2014. Στα καταναλωτικά, επί συνόλου 27,8 δισ. ευρώ, τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα διαμορφώνονται στο 55%, παρουσιάζοντας αύξηση 7%.
Όπως εκτιμά η ΤτΕ, η δυνατότητα των τραπεζών να παρέχουν πιστοδοτήσεις μπορεί να αναλυθεί και στο γενικότερο πλαίσιο της προσφοράς και της ζήτησης τραπεζικών πιστώσεων. Σε ό,τι αφορά την προσφορά πιστώσεων προς τις επιχειρήσεις και κατ’ επέκταση στην πραγματική οικονομία, απαραίτητη προϋπόθεση παραμένει η αποκατάσταση των συνθηκών ρευστότητας. Η παρούσα συγκυρία όμως χαρακτηρίζεται από σημαντική μείωση της καταθετικής βάσης των τραπεζών καθώς και σημαντική εξάρτηση από το μηχανισμό έκτακτης ρευστότητας του Ευρωσυστήματος.
Ως προς τη ζήτηση τραπεζικών πιστώσεων από τις επιχειρήσεις, αυτή επηρεάζεται από τη συνεχιζόμενη ύφεση της οικονομίας, την αβεβαιότητα για τις προοπτικές της οικονομικής δραστηριότητας καθώς και από την υψηλή μόχλευση των εταιρειών.
Βεβαίως η ολοκλήρωση της αξιολόγησης του προγράμματος της ελληνικής οικονομίας αναμένεται να επιδράσει θετικά στη σταδιακή ανάκαμψη της οικονομίας από το β΄ εξάμηνο του 2016.