Νέες ρουκέτες για τα εργασιακά, ρίχνει ο ΣΕΒ στον εβδομαδιαίο δελτίο του. Οπως υποστηρίζει ο Σύνδεσμος δεν θα αρθούν τα αδιέξοδα της ελληνικής οικονομίας επειδή ο κατώτατος μισθός θα ορίζεται από συλλογικές συμβάσεις, ούτε επειδή θα αναβιώσει η υποχρεωτική εργασία.
Ο ΣΕΒ παίρνει σαφώς θέση στη συζήτηση που γίνεται για τις αλλαγές στις εργασιακές θέσεις, εκφράζοντας αντίθετες απόψεις από αυτές των κοινωνικών εταίρων και προκαλώντας ρήγμα στο μέτωπο που είχε συμφωνηθεί.
Αναλυτικά στο δελτίο αναφέρεται:
Στη σημερινή σκληρή πραγματικότητα της ύφεσης και της υποχρεωτικής αναδιάρθρωσης και ιδιωτικοποίησης επιχειρήσεων είναι σημαντικό να καταλάβουμε ότι ακόμη και το τελειότερο σύστημα εργασιακών ρυθμίσεων δεν θα μπορούσε από μόνο του να μας βγάλει από τα αδιέξοδα που βιώνει η ελληνική οικονομία.
Αυτά δεν πρόκειται να εξαλειφθούν μόνο και μόνο επειδή ο κατώτατος μισθός θα ορίζεται από συλλογικές διαπραγματεύσεις, ή επειδή αναβίωσε η υποχρεωτική διαιτησία, ή επειδή θα έχουμε γενικότερη επιστροφή σε πιο περιοριστικές ρυθμίσεις στα εργασιακά, όπως πολλοί ευαγγελίζονται.
Το αντίθετο. Το εργασιακό χάος της απλήρωτης και αδήλωτης εργασίας όπως και της διαρθρωτικής ανεργίας, επικρατούσε και όσο ήταν σε ισχύ αυτές οι ρυθμίσεις. Αυτά τα φαινόμενα παραβατικότητας είναι μεμπτά και κατακριτέα και σίγουρα δεν ανήκουν στη σφαίρα ενός ευρωπαϊκού ευνομούμενου κράτους… και δεν πρόκειται να διορθωθούν μόνο με μεγαλύτερη αστυνόμευση και με μέτρα πάταξης της φοροδιαφυγής και εισφοροδιαφυγής, καθώς κατάντησαν θέμα επιβίωσης για πολλές επιχειρήσεις.
Στη συζήτηση που διεξάγεται συνεπώς γύρω από τις εργασιακές μεταρρυθμίσεις είναι κρίσιμο να έχουμε κατά νου δύο πράγματα: την ανάγκη η Ελλάδα να αναπτυχθεί σε υγιείς βάσεις προσελκύοντας μεγάλες και σοβαρές επενδύσεις και ταυτόχρονα να αρθούν οι διαρθρωτικές αδυναμίες που οδήγησαν την ελληνική οικονομία στην κατάρρευσή της το 2009.
Μια παλινδρόμηση στο καθεστώς των εργασιακών σχέσεων που ίσχυαν μέχρι τότε δεν είναι σε καμία περίπτωση το ζητούμενο για την οικονομία, τους εργαζόμενους και τις επιχειρήσεις το 2016. Αν θέλουμε να οικοδομήσουμε ένα νέο πλαίσιο εργασιακών σχέσεων, οδηγός μας πρέπει να είναι το μέλλον μιας διεθνώς ανταγωνιστικής οικονομίας και όχι το παρελθόν μιας κρατικοδίαιτης και αντιπαραγωγικής κοινωνίας.
-Η καλή πορεία των εσόδων και η συγκράτηση των ταμειακών δαπανών του προϋπολογισμού, παρά την αύξηση επιχορηγήσεων σε ασφαλιστικούς φορείς και νοσοκομεία και πριν την έναρξη του προγράμματος αποπληρωμής ληξιπροθέσμων οφειλών του κράτους, συμβάλλουν στη διατήρηση του πρωτογενούς πλεονάσματος του τακτικού προϋπολογισμού σε επίπεδο καλύτερο του προϋπολογισθέντος.
Ταυτόχρονα, μείωση καταγράφεται στο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, λόγω κυρίως αύξησης φόρων και εισφορών στο α’ τρίμηνο του 2016, καθώς και ακόμη μεγαλύτερη μείωση στην ιδιωτική κατανάλωση. Καθώς το ποσοστό αρνητικής αποταμίευσης φαίνεται να ανακάμπτει, αυτό σηματοδοτεί την προϊούσα αδυναμία στήριξης της κατανάλωσης από τα απομειούμενα αποθεματικά των νοικοκυριών (προϊόν απόσυρσης καταθέσεων μέχρι τον Ιούνιο 2015). Τον Ιούνιο 2016, σημειώθηκε, τέλος, ανάκαμψη των καταθέσεων των νοικοκυριών.
Παρά την αύξηση των αφίξεων, οι εισπράξεις από τουρισμό δείχνουν μια αποδυνάμωση, όπως και, προσφάτως και σε πολύ μικρότερο βαθμό, οι εξαγωγές.
-Νέα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για τις συμβολαιογραφικές πράξεις και τις πτωχεύσεις επιχειρήσεων καταγράφουν την κατάρρευση της αγοράς ακινήτων και την πλήρη απαξία του ακινήτου, όχι μόνο στην αγορά αλλά και στη συνείδηση της Ελληνικής οικογένειας, και τη μετάταξή του από «αγαθό» σε «άγος».
Το αποτέλεσμα είναι, από τη μία πλευρά, η ραγδαία πτώση και των γονικών παροχών και, από την άλλη, η εκτίναξη των αποποιήσεων κληρονομιάς, καθώς πανικόβλητοι κληρονόμοι προσπαθούν να αποφύγουν τα γνωστά και άγνωστα βάρη που πλέον κουβαλά μια κληρονομιά. Την ώρα που η περιουσία απαξιώνεται, στερώντας από το κράτος υγιή έσοδα, η οικονομία που δημιουργεί εισοδήματα ανεβαίνει το δικό της Γολγοθά.
Η βραδύτητα της πτωχευτικής διαδικασίας, και τα συχνά διοικητικά αδιέξοδα που προκύπτουν, και που συνήθως διαιωνίζονται για γενεές όπως αποκαλύπτει και ο κατάλογος των μεγαλοφειλετών του δημοσίου, τείνουν παρά την κρίση να μειώνουν τον αριθμό των πτωχεύσεων. Αδυνατούν, όμως, να συγκρατήσουν τη διόγκωση του αριθμού των εργαζομένων που εγείρουν αξιώσεις απέναντι στις πτωχευμένες εταιρείες καθώς και το ύψος του παθητικού την ώρα του θανάτου αυτών των επιχειρήσεων.