Έρευνα των AirBnb και το Home Away
Η εκμίσθωση κατοικιών από ιδιώτες ή και επαγγελματίες, μέσω των διαδικτυακών υπηρεσιών φιλοξενίας ξένων επισκεπτών, όπως π.χ. το AirBnb και το Home Away, έχει τελευταία πάρει διαστάσεις «πυρετού», ξεσπιτώνοντας, εν μέσω θέρους, τους σημερινούς ενοικιαστές.
Οι ιδιοκτήτες πλέον επιθυμούν να διαθέσουν τα ακίνητά τους σε ξένους επισκέπτες που πληρώνουν με την ημέρα. Το δέλεαρ είναι εξαιρετικά σημαντικό, καθώς, αν διαθέτει κατοικία που βρίσκεται κοντά στη θάλασσα (π.χ. στο παράκτιο μέτωπο της Αττικής) ή διαθέτει καλές προσβάσεις και κυρίως είναι κοντά σε δημοφιλείς αρχαιολογικούς χώρους, μπορεί να εισπράξει ακόμα και 50-60 ευρώ ημερησίως, δηλαδή πολλαπλάσια χρήματα σε σχέση με μια κανονική μίσθωση.
Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία από το AirBnb (Μάρτιος 2016), στην Ελλάδα διατίθενται σχεδόν 30.000 κατοικίες προς ενοικίαση. Αν συνεκτιμηθούν και οι αντίστοιχοι αριθμοί των υπόλοιπων σχετικών υπηρεσιών, το μέγεθος εκτιμάται ότι ξεπερνά τις 50.000 ακίνητα πανελλαδικά. Στην περίπτωση δε του AirBnb, η αύξηση σε σχέση με τον προηγούμενο χρόνο είναι εντυπωσιακή, καθώς προσεγγίζει το 135%.
Μάλιστα, όπως όλα δείχνουν, δεν προκύπτει τάση επιβράδυνσης του ρυθμού ανάπτυξης της συγκεκριμένης αγοράς.
Οπως τονίζουν παράγοντες του κλάδου, «κλειδί» για την έκρηξη που καταγράφεται ήταν η νομοθετική ρύθμιση που ξεκίνησε να εφαρμόζεται τον προηγούμενο Νοέμβριο, με την οποία επιτράπηκε η ενοικίαση κατοικιών σε τρίτους χωρίς την ανάγκη ύπαρξης του Ειδικού Σήματος Λειτουργίας του ΕΟΤ και τις σχετικές πιστοποιήσεις, με την προϋπόθεση η μίσθωση να είναι μικρότερη των 30 ημερών. Η κίνηση αυτή εκτιμάται ότι άνοιξε τον δρόμο σε πολλούς ενδιαφερόμενους ιδιοκτήτες που είχαν μεν το σχετικό ακίνητο προς τουριστική εκμετάλλευση, αλλά όχι και την πρόθεση ή δυνατότητα να εκδώσουν τις απαιτούμενες άδειες.
Πλέον βέβαια, το ζητούμενο είναι να υπάρξει κάποια στοιχειώδης μέριμνα για την παροχή των ελάχιστων αποδεκτών υπηρεσιών από την πλευρά των ιδιοκτητών (ασφάλειας καθαριότητα κ.λπ.), ώστε να ενισχυθεί ακόμα περισσότερο το εγχώριο τουριστικό προϊόν. Για τον σκοπό αυτό, μάλιστα, ήδη έχουν αρχίσει να συστήνονται εξειδικευμένες εταιρείες διαχείρισης ακινήτων, οι οποίες λειτουργούν για λογαριασμό των ιδιοκτητών που επιθυμούν να εντάξουν το ακίνητό τους στις δημοφιλείς διαδικτυακές πλατφόρμες ενοικίασης κατοικιών σε ξένους επισκέπτες. Οι εν λόγω εταιρείες αναλαμβάνουν να «προετοιμάσουν» το εκάστοτε ακίνητο, ώστε να συμμορφώνεται με τις προδιαγραφές ποιότητας και επιπέδου που θέτουν οι ξένες εταιρείες.
Πάντως, θα πρέπει να σημειωθεί και η εκτεταμένη φοροδιαφυγή στον συγκεκριμένο κλάδο, καθώς μέχρι σήμερα η πολιτεία μοιάζει να παραβλέπει το εν λόγω φαινόμενο. Σύμφωνα με μεσίτες που παρακολουθούν τη συγκεκριμένη αγορά, μεγάλο ποσοστό των ιδιοκτητών που μισθώνουν τα ακίνητά τους σε ξένους, μέσω διαδικτυακών υπηρεσιών διαμοιρασμού ακινήτων, «ξεχνούν» να δηλώσουν τις σχετικές συμβάσεις.
Υπενθυμίζεται ότι κάθε μίσθωση πρέπει να καταχωρίζεται υποχρεωτικά στο Taxis. Οταν όμως ο μισθωτής είναι κάποιος ξένος υπήκοος, ο οποίος δεν πρόκειται να δηλώσει τη σχετική δαπάνη στην Ελλάδα ώστε να μπορέσει η εφορία να προβεί σε διασταυρώσεις, είναι πολύ ευκολότερο για τον ιδιοκτήτη να δηλώσει π.χ. μόνο μία – δύο μισθώσεις από τις 30 που μπορεί να πραγματοποιήσει σε ένα έτος.
Παράλληλα, συχνά οι ιδιοκτήτες δημιουργούν μια ομάδα τακτικών πελατών/επισκεπτών της Αθήνας, με τους οποίους συνεργάζονται σε ετήσια βάση και προχωρούν σε απευθείας συνεννοήσεις, εισπράττοντας τα σχετικά ενοίκια «χέρι με χέρι».
Είναι λοιπόν προφανές ότι απαιτείται στενότερη συνεργασία μεταξύ του ελληνικού Δημοσίου και των σχετικών διαδικτυακών πλατφορμών, που έχουν στη διάθεσή τους όλες τις συναλλαγές, δεδομένου ότι η πληρωμή τους γίνεται με τη μορφή προμήθειας για κάθε ενοικίαση που πραγματοποιείται.
Ήδη, όπως αναφέρει η Καθημερινή, σύμφωνα με στελέχη του κλάδου, δρομολογούνται αυστηρότεροι κανόνες προκειμένου να παταχθεί η φοροδιαφυγή, αν και μέχρι να αρχίσει να εφαρμόζεται κάποιος στοιχειώδης έλεγχος, τα διαφυγόντα έσοδα για το Δημόσιο εκτιμάται ότι θα ανέλθουν σε περίπου 700-800 εκατ. ετησίως.