Μνημονιακές πολιτικές και όχι η οικονομική κρίση ο υπαίτιος της εσωτερικής υποτίμησης της Ελλάδας
Σε πρωτόγνωρα για την Ελλάδα επίπεδα έχει εκτοξευτεί η ανεργία ατόμων ηλικίας 45-64 ετών, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, που αφορούν στο πρώτο τρίμηνο του 2016.
Συγκεκριμένα, από τους 1.195.100 ανέργους, στην εν λόγω ηλικιακή κατηγορία μακροχρόνια ανέργων υπάγονται 297.100 άτομα. Αυτό, από μόνο του, αποτελεί ένα από τα κυριότερα χαρακτηριστικά της οικονομικής κρίσης που γνώρισε η χώρα μας από το 2010 και εντεύθεν, καθώς ο αριθμός αντιστοιχεί περίπου στο 25% του συνόλου του άνεργου πληθυσμού.
Ωστόσο, πιο ανησυχητικό όλων είναι το ότι ο αριθμός των μακροχρόνια ανέργων άνω των 45 ετών έχει σταθερή αυξητική τάση, παρά τις επιμέρους εποχικές διακυμάνσεις που παρουσιάζει σε διάφορες χρονικές περιόδους.
Από τους 58.200 μακροχρόνια ανέργους στις ηλικίες άνω των 45 ετών που κατέγραψε η ΕΛΣΤΑΤ στο 1ο τρίμηνο του 2010, φέτος, έπειτα από 6 χρόνια, ο αριθμός αυτών των ανέργων σχεδόν εξαπλασιάστηκε και ανήλθε στα 297.100 άτομα. Αυτή η τάση επιβεβαιώνεται και στο τελευταίο χρονικό διάστημα της περιόδου 2015 – 2016, στο οποίο είχαμε μια μικρή αλλά σταθερή μείωση των ποσοστών ανεργίας.
Κατά το α’ τρίμηνο του 2016, ο αριθμός των απασχολούμενων ανήλθε σε 3.606.344 άτομα και των ανέργων σε 1.195.084. Το ποσοστό ανεργίας ήταν 24,9%, έναντι 24,4% του προηγούμενου τριμήνου, και 26,6% του αντίστοιχου τριμήνου 2015. Σημειώνεται ότι το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας καταγράφηκε στο πρώτο τρίμηνο του 2014 και ήταν 27,8%, όταν ο συνολικός αριθμός των ανέργων ανήλθε στο 1.342.300 άτομα και ο αριθμός των μακροχρόνια ανέργων άνω των 45 ετών ήταν 278.400 άτομα.
Επομένως, ακόμη και κατά την περίοδο που η ανεργία είχε σπάσει κάθε προηγούμενο ρεκόρ, ο αριθμός των μακροχρόνια ανέργων ήταν μικρότερος από αυτόν που καταγράφηκε στο πρώτο τρίμηνο του 2016, όπου το συνολικό ποσοστό της ανεργίας είναι μικρότερο κατά 2,9 ποσοστιαίες μονάδες.
Ένα ακόμη χαρακτηριστικό της περιόδου από το 2010 και μετά είναι οι μεταβολές που συντελέστηκαν στις κατηγορίες των μακροχρόνια ανέργων, καθώς και των ανέργων που έχουν εργαστεί στο παρελθόν.
Στις κατηγορίες αυτές αναλογούν 7 έως 8 μακροχρόνια άνεργοι κάθε ηλικίας για κάθε 10 ανέργους. Είναι χαρακτηριστικό ότι, μέχρι το 2011 οι μακροχρόνια άνεργοι αναλογούσαν μόλις στο 43,0% των ανέργων, ενώ πάνω από το μισό των ανέργων είχαν διάρκεια ανεργίας από 1 μέχρι 11 μήνες.
Σήμερα, 7 στους 10 ανέργους είναι μακροχρόνια άνεργοι, ενώ μόλις το 26% των ανέργων έχει διάρκεια ανεργίας από 1 μέχρι 11 μήνες.
Οι δυσμενείς οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις της πολιτικής της εσωτερικής υποτίμησης στην Ελλάδα και σε άλλα κράτη – μέλη της ευρωζώνης αποδεικνύουν ότι η ύφεση (-25%) και η ανεργία στην Ελλάδα δεν αποτελούν παράπλευρες απώλειες της οικονομικής κρίσης.
Αντίθετα, αποτέλεσαν αναμενόμενα αρνητικά αποτελέσματα των ασκούμενων μνημονιακών πολιτικών, οι οποίες ουσιαστικά μεταφέρουν τους πόρους της οικονομίας στο έλλειμμα και το χρέος. Οι επιλογές αυτές στέρησαν την ελληνική οικονομία από πόρους για επενδύσεις, ανάπτυξη και απασχόληση.
Έτσι, είναι σαφές ότι η κατάσταση αυτή, μεταξύ των άλλων, οφείλεται στην ανεργία, την αποεπένδυση και τη δημοσιονομική «αβεβαιότητα».