Τρία πιθανά σενάρια για τα επόμενα βήματα της ποσοτικής χαλάρωσης (QE) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) παραθέτει το Τμήμα Οικονομικών Μελετών της Eurobank.
Σημειώνεται, ότι, όπως έχει ανακοινώσει ο ίδιος ο πρόεδρος της ΕΚΤ, η Ελλάδα δεν μετέχει στο συγκεκριμένο πρόγραμμα, ενώ η σχετική απόφαση για τη συμμετοχή της θα εξαρτηθεί από την Έκθεση Βιωσιμότητας του Δημοσίου Χρέους.
Μία ημέρα πριν ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Μάριο Ντράγκι, ανοίξει τα χαρτιά του αναφορικά με τα επόμενα βήματα που θα ακολουθήσει με τη λεγόμενη πολιτική της ποσοτικής χαλάρωσης και τη χρονική επέκτασή της, μετά τον Μάρτιο του 2017, η Eurobank εκτιμά ότι τρία είναι τα πιθανά ενδεχόμενα.
α. Το πρώτο ενδεχόμενο αφορά την αύξηση του πλαφόν του 33% που έχει θέσει η ΕΚΤ για κάθε έκδοση. Η ΕΚΤ, σύμφωνα με τα ισχύοντα, δεν μπορεί να διακρατά στο χαρτοφυλάκιό της πάνω από το 33% κάθε μίας έκδοσης ομολόγων.
Ήδη, στο πρόσφατο παρελθόν, η Η ΕΚΤ έχει αυξήσει αυτό το όριο δύο φορές, δηλαδή από 25% σε 33% για τα περιουσιακά στοιχεία χωρίς ρήτρες συλλογικής ευθύνης τον Σεπτέμβριο του 2015 και από 33% σε 50% για ομόλογα που έχουν εκδώσει υπερεθνικά θεσμικά όργανα της ΕΕ τον Ιούνιο του 2016. Η ΕΚΤ θα μπορούσε να αυξήσει το όριο για τα ομόλογα χωρίς ρήτρες συλλογικής ευθύνης, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των αναλυτών της τράπεζας, από 33% σε 40-50%, προκειμένου να αυξηθεί το φάσμα των επιλέξιμων ομολόγων, χωρίς μία τέτοια εξέλιξη να προκαλέσει πολιτικές ανησυχίες.
Δεδομένου ότι η συνολική αξία της αγοράς ευρωπαϊκών ομολόγων διάρκειας 2 έως 31 ετών είναι σήμερα περίπου 6 τρισ. ευρώ και περίπου 61% από αυτά δεν έχουν ρήτρες συλλογικής ευθύνης (CAC), μία αύξηση του ανώτατου ορίου από 33% έως 50%, θα προσθέσει περίπου ένα επιπλέον απόθεμα ομολόγων 620 δισ. ευρώ στη λίστα των επιλέξιμων τίτλων. Μία τέτοια εξέλιξη θα οδηγούσε σε περαιτέρω αποκλιμάκωση των αποδόσεων αυτών των τίτλων.
β. Απόσυρση της ελάχιστης αποδεκτής απόδοσης για τα ομόλογα που εντάσσονται στο πρόγραμμα.
Σύμφωνα με τα ισχύοντα, σήμερα, για να εντάξει η ΕΚΤ κάποια ομόλογα, (τα οποία πληρούν όλες τις άλλες προϋποθέσεις), θα πρέπει η απόδοση τους να μην είναι χαμηλότερη από το -0,4%. (Αυτό το ποσοστό αφορά το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων από την ΕΚΤ). Μία τέτοια εξέλιξη εκτιμάται ότι θα συμβάλει στη μείωση των αποδόσεων των πιο μακροπρόθεσμων ομολόγων.
γ. Κατανομή των ομολόγων που αγοράζει η ΕΚΤ ανάλογα με το χρέος και της κάθε χώρας και όχι το μέγεθος της Εθνικής Κεντρικής Τράπεζας.
Σήμερα, η κατανομή των ομολόγων που αγοράζει η ΕΚΤ μεταξύ των εθνικών κεντρικών τραπεζών γίνεται σύμφωνα με το «κλειδί» που διαθέτει η κάθε μία.
Στην πράξη, όσο περισσότερα κεφάλαια διαθέτει η εθνική κεντρική τράπεζα, τόσο περισσότερα ομόλογα από τη συγκεκριμένη χώρα μπορεί να απορροφήσει η ΕΚΤ. Αυτά τα κλειδιά αναπροσαρμόζονται κάθε πέντε χρόνια. Η στροφή από το κριτήριο της κεντρικής τράπεζας στο μέγεθος του Δημοσίου Χρέους θα ευνοούσε, όπως είναι αναμενόμενο, τις πιο υπερχρεωμένες χώρες, όπως η Ελλάδα. Ωστόσο, αυτή η εκδοχή έχει τύχει σφοδρότατης κριτικής από το μέλος της ΕΚΤ, Jens Weidman.