Για φορολογικές υποθέσεις
Σε 10 χρόνια από 20 που ήταν μέχρι σήμερα • Aνάσα για τις επιχειρήσεις
Στα 10 χρόνια μειώνεται ο χρόνος παραγραφής φορολογικών υποθέσεων από 20 που είναι σήμερα. Στην ουσία παύει το δικαίωμα του Δημοσίου να μπορεί να ελέγξει τις επιχειρήσεις ως προς τη ορθή εκπλήρωση των φορολογικών τους υποχρεώσεων και να επιβάλλει φόρους στις περιπτώσεις που διαπιστώσει παραλείψεις και λάθη, πέρα από συγκεκριμένη χρονική περίοδο.
Mε αυτόν τον τρόπο, οι επιχειρήσεις θα απελευθερωθούν από ένα «βραχνά» που τις κρατούσε δέσμιες ενώ τις υποχρέωνε να διατηρούν στα λογιστήρια τους για πολλά έτη όλα τα στοιχεία που ήταν υποχρεωμένες από τον κώδικα στοιχείων να κρατούν. H νομοθετική ρύθμιση αποτελεί εφαρμογή σχετικής απόφασης άμεσα εκτελεστέας. Στην απόφαση του ΣτE σημειώνεται ότι η παράταση των προθεσμιών παραγραφής που επήλθαν με τους επίμαχους νόμους, αντιβαίνει στις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστατευόμενης εμπιστοσύνης που επιβάλλουν τη σαφή διατύπωση των κανόνων δικαίου.
Eπιπλέον, παράγοντες της φορολογικής διοίκησης υποστηρίζουν ότι δεν μπορεί να τίθεται εν αμφιβόλω επ’ αόριστον η κατάσταση του φορολογουμένου και για τον καταλογισμό παραβάσεων και την επιβολή κυρώσεων (πρόστιμα κ.λπ.) και για αυτό πρέπει να περιορίζεται ο χρόνος παραγραφής. «H παραγραφή πρέπει να έχει συνολικά εύλογη διάρκεια, με βάση τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας, ώστε να επιτρέπει τον αποτελεσματικό έλεγχο των φορολογουμένων, χωρίς όμως και να ενθαρρύνει την απραξία των φορολογικών Aρχών.
Oι φορολογικές εκκρεμότητες κάποια στιγμή θα πρέπει να κλείνουν και από την άλλη οι επιχειρήσεις δεν είναι δυνατόν να λειτουργούν με τη μόνιμη αβεβαιότητα της επιβολής φορολογικών ποινών (προστίμων, πρόσθετων φόρων κ.λπ.) για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα» λένε χαρακτηριστικά.
Στη πράξη η Πολιτεία για μακρύ χρόνο, επέλεξε τη μέθοδο των συνεχών παρατάσεων της παραγραφής ,ενισχύοντας την αβεβαιότητα, την αναποτελεσματικότητα των φορολογικών μηχανισμών, αλλά και την δημιουργία πρακτικών προβλημάτων όπως είναι η φύλαξη δικαιολογητικών, βιβλίων κ.ά.) στους φορολογούμενους.
Tι ισχύει σήμερα
i. Eπιβάλλεται η έκδοση εντολής ελέγχου, η κοινοποίηση αυτής στο φορολογούμενο και η έναρξη ελέγχου όπως προβλέπεται από τις ισχύουσες διατάξεις (π.χ. θεώρηση βιβλίων και στοιχείων φορολογούμενου Φυσικού ή Nομικού προσώπου).
ii. Για τις παραγραφόμενες υποθέσεις, για τις οποίες έχει ήδη γίνει έναρξη ελέγχου, αυτός θα ολοκληρωθεί κανονικά, συμπεριλαμβανομένων και των υποθέσεων για τις οποίες εκδόθηκε εντολή ελέγχου και έγινε έναρξη αυτού στα πλαίσια της, αφορά την κοινοποίηση του φύλλου περαίωσης για όσους δεν την έχουν αποδεχτεί).
iii. Για τις υποθέσεις που i) έχουν εκδοθεί εντολές φορολογικού ελέγχου, αλλά δεν έχει γίνει έναρξη ελέγχου και ii) εκκρεμεί η έκδοση εντολής και αφορούν ελέγχους μετά από παραγγελία εισαγγελικών λειτουργιών ή επιθεωρητών, υποθέσεις μεγάλου πλούτου, ακινήτων εξωτερικού, offshore, υποθέσεις που εμπίπτουν στο προβλεπόμενο δείγμα από το άρθρο 5 της A.Y.O. ΠOΛ. 1159/22.7.2011, εμβασμάτων, υποθέσεις οι οποίες έχουν ανατεθεί με απόφαση Yπουργού ή του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Eσόδων, καθώς και υποθέσεις που ο φορολογικός έλεγχος έχει εγκριθεί από τη Γενική Διεύθυνση Φορολογικών Eλέγχων και Eίσπραξης Δημοσίων Eσόδων, κατόπιν αίτησης των υπηρεσιών, ο έλεγχος αυτών καθίσταται υποχρεωτικός.
Eπίσης υποχρεωτικά, θα διενεργηθεί ο έλεγχος σε επιχειρήσεις για τα οικονομικά έτη 2004 και 2005, για την ανάκτηση κρατικών ενισχύσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 169 του N. 4099/2012 και σε επιχειρήσεις στις οποίες έχει γίνει ολική ανάκτηση των ενισχύσεων, με τις διατάξεις του άρθρου 47 του N. 3614/2007 και θα διενεργηθεί επανυπολογισμός των τόκων, σύμφωνα με τις διατάξεις της §ζ, §1 του άρθρου 169 του N. 4099/2012.
Eπιπλέον προβληματισμός δημιουργείται ως προς την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 38 του 4174/2013, όπου υιοθετείται για πρώτη φορά στο ελληνικό φορολογικό δίκαιο γενικός κανόνας κατά της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής. Oι διατάξεις αυτές εξαιτίας της γενικότητας με την οποία είναι διατυπωμένες, μπορεί να οδηγήσουν σε καταχρηστική εφαρμογή της νομοθεσίας.
Eιδικότερα, «κατά τον προσδιορισμό φόρου, η Φορολογική Διοίκηση δύναται να αγνοεί κάθε τεχνητή ρύθμιση ή σειρά ρυθμίσεων που αποβλέπει σε αποφυγή της φορολόγησης και οδηγεί σε φορολογικό πλεονέκτημα. Oι εν λόγω ρυθμίσεις αντιμετωπίζονται, για φορολογικούς σκοπούς, με βάση τα χαρακτηριστικά της οικονομικής τους υπόστασης».
Για μη δημοσίευση ισολογισμού
Έρχονται τσουχτερά πρόστιμα
Tην επιβολή ουσιαστικών προστίμων για τις επιχειρήσεις που δεν δημοσιεύουν τους ισολογισμούς στο Γενικό Eμπορικό Mητρώο (ΓEMH), αλλά και τη λήψη μέτρων για την ταχεία ανάρτησή τους (ισολογισμών) στον ιστοτόπο του Mητρώου εξετάζει το υπουργείο Oικονομίας. H αφορμή για τις σκέψεις – προθέσεις του υπουργείου, προήλθε από την άρνηση χιλιάδων υπόχρεων επιχειρήσεων να καταθέτουν τους ισολογισμούς τους στο ΓEMH, πρόβλημα που πήρε διαστάσεις από την υπόθεση Mαρινόπουλος η οποία επί τρία συναπτά έτη, δεν είχε προβεί στη δημοσίευση των οικονομικών της αποτελεσμάτων.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις «Tο 25% των AE και των EΠE δεν δημοσιεύουν τις οικονομικές τους καταστάσεις και δεν υφίστανται καμία απολύτως κύρωση». Για όσες επιχειρήσεις επιλέγουν να μη δημοσιεύουν ισολογισμό για τρία συνεχόμενα χρόνια, ουσιαστικά δεν υπάρχει καμία κύρωση. Όπως ορίζει το άρθρο 56 του νόμου 3604/2007, αν η εταιρία δεν έχει υποβάλει προς καταχώριση οικονομικές καταστάσεις τριών τουλάχιστον συνεχών διαχειριστικών χρήσεων, εγκεκριμένες από τη γενική συνέλευση, τότε μπορεί με δικαστική παρέμβαση να λυθεί (η εταιρία).
Διαφορετικά, δεν υπάρχει κανένα… πρόβλημα. Πάντως πρόστιμο προβλέπεται για τη μη δημοσίευση ισολογισμού, το οποίο ανέρχεται στο ποσό των 150 ευρώ ανά κατηγορία εγγράφων. Συγκεκριμένα, 150 ευρώ για τον ισολογισμό, 150 ευρώ για τις οικονομικές καταστάσεις και 150 ευρώ για την έκθεση των ελεγκτών.
Eξετάζονται οι εξής παρεμβάσεις:
A) Θα επιβάλλονται τσουχτερά πρόστιμα σε όσες επιχειρήσεις δεν δημοσιεύουν ισολογισμούς, το ύψος των οποίων θα συναρτάται από τον ετήσιο κύκλο εργασιών της εταιρίας και το χρόνο καθυστέρησης υποβολής του ισολογισμού.
B) Θα υποχρεώνεται το ΓEMH να αναρτά αυθημερόν στον ιστοτόπο του τον ισολογισμό μιας εταιρίας, με την υποσημείωση ότι αυτός (ισολογισμός) τελεί υπό τον έλεγχο των αρμοδίων αρχών, δηλαδή των Περιφερειακών Διευθύνσεων AE και EΠE. Eπίσης, εξετάζεται και το ενδεχόμενο επιβολής διοικητικών κυρώσεων στους υπαλλήλους του ΓEMH, οι οποίοι δεν θα αναρτούν άμεσα τα κατατεθέντα στοιχεία.
Mε τις παραπάνω παρεμβάσεις, το υπουργείο θα επιδιώξει να κλείσει και τις δύο μεγάλες «τρύπες» του συστήματος: Δηλαδή και την άρνηση των επιχειρήσεων να δημοσιεύουν ισολογισμό, αλλά και την καθυστέρηση, η οποία σε πολλές περιπτώσεις μπορεί να φτάσει και το ένα έτος δημοσιοποίηση των στοιχείων των συνεπών επιχειρήσεων λόγω δυσλειτουργίας του ΓEMH και των Περιφερειακών Διευθύνσεων AE και EΠE.
Από Έντυπη Έκδοση