Τι προτείνει ο Διοικητής της ΤτΕ για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που κληροδότησε η κρίση
Τις σκέψεις του για τα μέτρα πολιτικής που θα ήταν σκόπιμο να λάβουν η Ελλάδα και η ζώνη του ευρώ για να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα που κληροδότησε η κρίση και να διασφαλίσουν τη μακροπρόθεσμη ευημερία των πολιτών, παρέθεσε ο Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, σε ομιλία του σε εκδήλωση της Young Presidents’ Organization.
Κατά τον κ. Στουρνάρα, «η κρίση στη ζώνη του ευρώ μπορεί να θεωρηθεί ως μια κρίση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Μέχρι το 2008, οι ροές κεφαλαίων από τις χώρες του πυρήνα της ζώνης του ευρώ κατευθύνονταν σε επενδύσεις στους τομείς των μη εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών (δημόσια κατανάλωση και οικιστικά ακίνητα) στις χώρες της περιφέρειας. Η αύξηση της εγχώριας κατανάλωσης, δημόσιας και ιδιωτικής, ασκούσε ανοδικές πιέσεις στους μισθούς και τις τιμές, υπονομεύοντας την ανταγωνιστικότητα και τις εξαγωγικές επιδόσεις και επιδεινώνοντας το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών των χωρών της περιφέρειας. Με την πάροδο του χρόνου, συσσωρεύονταν ανισορροπίες όσον αφορά το χρέος, καθώς ο δημόσιος ή και ο ιδιωτικός τομέας των χωρών της περιφέρειας αποκτούσε υπερβολική μόχλευση. Αποτέλεσμα της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008 ήταν η ξαφνική διακοπή των εισροών κεφαλαίων στις χώρες της περιφέρειας, η οποία προκάλεσε κρίση δημόσιου χρέους στην Ελλάδα και τραπεζικές κρίσεις στην Ισπανία και την Ιρλανδία, όπου οι αγορές ακινήτων κατέρρευσαν».
Στην Ελλάδα, όπως είπε ο Διοικητής της ΤτΕ, η κρίση δημόσιου χρέους έπληξε την ευρωστία των τραπεζών, καθιστώντας πιο ευάλωτο το χρηματοπιστωτικό τομέα και οδηγώντας σε τραπεζική κρίση. Στην Ιρλανδία και, σε μικρότερο βαθμό, στην Ισπανία, η τραπεζική κρίση εξασθένισε το Δημόσιο.
«Καθώς οι τράπεζες και οι κυβερνήσεις έπαψαν να έχουν πρόσβαση στις αγορές, τα κεφάλαια του ιδιωτικού τομέα αντικαταστάθηκαν από χρηματοδότηση από τον επίσημο τομέα, η οποία συνοδευόταν από αυστηρά προγράμματα προσαρμογής για τη διόρθωση των ανισορροπιών των ροών – δηλ. των ελλειμμάτων του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και των δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Για την Ελλάδα τουλάχιστον, οι επιπτώσεις ήταν σοβαρές – μείωση του ΑΕΠ άνω του 25% και μεγάλη αύξηση της ανεργίας. Αυτή η επιδείνωση του μακροοικονομικού περιβάλλοντος προκάλεσε προβλήματα στην εξυπηρέτηση του χρέους νοικοκυριών και επιχειρήσεων, με αποτέλεσμα την άνοδο των μη εξυπηρετούμενων δανείων, η οποία έπληξε την ποιότητα του ενεργητικού των τραπεζών. Παρόμοιες επιπτώσεις, αν και λιγότερο σοβαρές, παρατηρήθηκαν και στις υπόλοιπες χώρες της περιφέρειας», συνέχισε ο διοικητής της ΤτΕ.
Συνεπώς, σύμφωνα πάντα με τον κ. Στουρνάρα, οι γενεσιουργές αιτίες της κρίσης στη ζώνη του ευρώ και οι καθυστερήσεις και ασυνέχειες στην ανάκαμψη αντανακλούν ανεπάρκειες ως προς τη μακροπροληπτική εποπτεία, όπως ονομάζεται σήμερα, αστοχίες των κυβερνήσεων, ιδίως στο δημοσιονομικό τομέα, και μια σειρά από διαρθρωτικές αδυναμίες σε επίπεδο επιμέρους κρατών-μελών, αλλά και στο σχεδιασμό της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ). Σύμφωνα με πολλούς αναλυτές, αν την περίοδο προ της κρίσης διαθέταμε τα εργαλεία μακροπροληπτικής εποπτείας που χρησιμοποιούμε σήμερα, η κρίση κατά πάσα πιθανότητα θα είχε αποφευχθεί. Οι διαρθρωτικές αδυναμίες περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, την υπερβολική εξάρτηση από την τραπεζική χρηματοδότηση στη ζώνη του ευρώ, η οποία, καθώς το τραπεζικό σύστημα είχε εξασθενήσει λόγω της κρίσης, καθυστέρησε την ανάκαμψη. Παράλληλα, οι δυσκαμψίες των αγορών εργασίας και προϊόντων στις χώρες της ζώνης του ευρώ, καθώς και οι αδυναμίες του θεσμικού πλαισίου για τη διαχείριση και διευθέτηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (π.χ. χρονοβόρες δικαστικές διαδικασίες, ανεπαρκής πτωχευτική νομοθεσία) καθυστέρησαν την τόσο αναγκαία προσαρμογή.
Ατέλειες υπήρχαν και στον αρχικό σχεδιασμό της νομισματικής ένωσης. Πρώτον, το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης δεν κατόρθωσε να αποτρέψει τη διόγκωση του δημόσιου χρέους στο διάστημα πριν από την κρίση. Δεύτερον, δεν υπήρχε παρακολούθηση και έλεγχος των μακροοικονομικών ανισορροπιών και της εξέλιξης του ιδιωτικού χρέους. Τέλος, όταν ξέσπασε η ελληνική κρίση το 2010, τα εργαλεία διαχείρισης και επίλυσης κρίσεων στη ζώνη του ευρώ ήταν από υποτυπώδη έως ανύπαρκτα λόγω των ανησυχιών για ηθικό κίνδυνο και λόγω της έλλειψης ενός κατάλληλου θεσμικού πλαισίου. Στη θεσμική συγκρότηση της ΟΝΕ δεν υπήρχε καμία πρόβλεψη για επιμερισμό των κινδύνων.
Μεταξύ άλλων, ο κ. Στουρνάρας ανέφερε ότι τα προγράμματα οικονομικής προσαρμογής που εφαρμόστηκαν στην Ελλάδα από το 2010 πέτυχαν την εξάλειψη των μεγάλων μακροοικονομικών και δημοσιονομικών ανισορροπιών, παρά τις όποιες καθυστερήσεις και αστοχίες.
Αναλυτικότερα:
• Το υψηλό πρωτογενές έλλειμμα, το οποίο το 2009 είχε υπερβεί το 10% του ΑΕΠ, μετατράπηκε σε πλεόνασμα.
• Αντιμετωπίστηκαν το έλλειμμα στο εξωτερικό ισοζύγιο, η απώλεια ανταγωνιστικότητας, καθώς και οι δυσκαμψίες και οι φραγμοί στην αγορά εργασίας, μέσω διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στις αγορές εργασίας και προϊόντων, καθώς και στη δημόσια διοίκηση.
Σημειώθηκε επίσης αναδιάρθρωση των κλάδων παραγωγής υπέρ των εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών. Επιπλέον, οι τράπεζες ανακεφαλαιοποιήθηκαν και επιτεύχθηκε σημαντική αναδιάταξη του τραπεζικού τομέα υπό δυσμενείς συνθήκες, ενώ ελήφθησαν διάφορα μέτρα πολιτικής για την αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, σημείωσε ο διοικητής της ΤτΕ.
Κατά τον κ. Στουρνάρα, οι τρέχουσες προβλέψεις δείχνουν σταδιακή ανάκαμψη τόσο στην Ελλάδα όσο και στη ζώνη του ευρώ. Ωστόσο, η ανάκαμψη αντιμετωπίζει διάφορες αντιξοότητες, που αφορούν πολιτικούς κινδύνους, συνδεόμενους με την άνοδο του λαϊκισμού και της αντιευρωπαϊκής ρητορικής, την προσφυγική κρίση, την έξοδο του Ηνωμένου Βασιλείου από τη ΕΕ (Brexit) και τα προβλήματα που κληροδότησε η κρίση, δηλ. την υψηλή ανεργία και το υψηλό δημόσιο και ιδιωτικό χρέος.
Σύμφωνα με τον διοικητή της ΤτΕ, εν όψει αυτών των κινδύνων και προκλήσεων, οι επόμενες κινήσεις θα πρέπει να περιλαμβάνουν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για να βελτιωθεί το αναπτυξιακό δυναμικό και για τη θωράκιση της Ελλάδος και της ζώνης του ευρώ απέναντι σε μελλοντικές διαταραχές, καθώς και αυξημένο συντονισμό των οικονομικών πολιτικών, σύγκλιση και επιμερισμό των κινδύνων εντός της ΟΝΕ.
Στην Ελλάδα, αναγκαία προϋπόθεση της οικονομικής ανάκαμψης είναι η απαρέγκλιτη εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που περιγράφονται στο νέο πρόγραμμα του ESM. Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις αναμένεται να ενθαρρύνουν την καινοτομία και την εισαγωγή νέων τεχνολογιών αυξάνοντας τον ανταγωνισμό σε διαφόρους τομείς και προσελκύοντας νέες επενδύσεις, εγχώριες και ξένες, σημείωσε ακόμη ο κ. Στουρνάρας.
Όπως είπε, αυτές οι εξελίξεις θα βελτιώσουν την ποιότητα των ελληνικών εξαγωγών, θα διευρύνουν την εξαγωγική βάση και θα ενισχύσουν τη συνολική ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Το γεγονός αυτό θα καταστήσει διατηρήσιμη την εξάλειψη του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών που επιτεύχθηκε την τελευταία εξαετία, ενώ παράλληλα θα αυξήσει το δυνητικό προϊόν σε μεσομακροπρόθεσμο ορίζοντα.
Επιπλέον, κατά τον διοικητή της ΤτΕ, η αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας και η ταχεία προώθηση των ιδιωτικοποιήσεων είναι τα ισχυρότερα μέσα όχι μόνο για την τόνωση της επενδυτικής δραστηριότητας και την επίτευξη διατηρήσιμων ρυθμών ανάπτυξης, αλλά και για την υποβοήθηση της δημοσιονομικής προσαρμογής, καθώς συμβάλλουν στην αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους. Το Ελληνικό Δημόσιο, για ιστορικούς λόγους, έχει στην κυριότητά του ακίνητα, η αξιοποίηση των οποίων μπορεί να προσελκύσει επενδύσεις και να μειώσει το δημόσιο χρέος. Είναι μια ευκαιρία που παραμένει ανεκμετάλλευτη, αλλά καθιστά αναγκαία τη θέσπιση κατάλληλης νομοθεσίας για τις χρήσεις γης.
Παράλληλα με τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, και προκειμένου να διευκολυνθεί η τρέχουσα ανάκαμψη στη ζώνη του ευρώ μέσω της επιτάχυνσης των χορηγήσεων, είναι επιτακτική η ανάγκη αντιμετώπισης του προβλήματος της υπερχρέωσης του ιδιωτικού τομέα. Το υψηλό ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων αφενός μειώνει την κερδοφορία των τραπεζών και έτσι δυσχεραίνει την προσφορά πιστώσεων, κάτι το οποίο πλήττει κατά κύριο λόγο τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες εξαρτώνται από τις τράπεζες για χρηματοδότηση, και αφετέρου καθυστερεί την αναδιάρθρωση των επιχειρήσεων και έτσι περιορίζει τη δυνατότητα των βιώσιμων επιχειρήσεων να χρηματοδοτήσουν νέα επενδυτικά προγράμματα, σημείωσε μεταξύ άλλων ο κ. Στουρνάρας.