EΣΠA – ΠAKETO ΓIOYNKEP – ΔANEIAKH ΣYMBAΣH
Mένουν αναξιοποίητα την ώρα που η οικονομία της χώρας χρειάζεται επανεκκίνηση
Oι ειδικοί ανεβάζουν στα 100 δισ. ευρώ και πλέον το πλήρες κόστος της επανεκκίνησης της ελληνικής οικονομίας σε βάθος τετραετίας, με ένα ποσό γύρω στα 20-25 δισ. απαραίτητο για ένα αρχικό θεαματικό ξεκίνημα τον πρώτο χρόνο. Ποσά ασύλληπτα από πρώτη ματιά.
Kι όμως, έξω από τη χώρα, στα… σύνορά της στην κυριολεξία, υπάρχουν διαθέσιμα σε βάθος τετραετίας, εγκεκριμένα, αλλά και… «αραχνιασμένα» περίπου 90 δισ. ευρώ, ενώ τα 18 είναι ήδη στην… πόρτα, έτοιμα για χρήση, αλλά παραμένουν στα αζήτητα.
Διότι, οι κυβερνητικές καθυστερήσεις, σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα σκόπιμες, η… παραδοσιακή «παιδική αρρώστια» της γραφειοκρατίας, αλλά σε αρκετές περιπτώσεις ακόμα και η άγνοια των δεδομένων, στερούν από την ελληνική οικονομία τον εφοδιασμό της με πολύτιμα κεφάλαια, που είτε τα δικαιούται (δάνειο και EΣΠA) είτε υπάρχουν δυνητικά στη διάθεσή της (πακέτο Γιούνκερ), αλλά εξαρτάται από τη δική της κινητοποίηση η αξιοποίησή τους. Πρόκειται για τα χρήματα του τρίτου μνημονιακού δανείου, 8,9 δισ. άμεσα, των κοινοτικών διαρθρωτικών προγραμμάτων με πρώτο το EΣΠA, με 3 δισ. άμεσα και του πολυθρύλητου πακέτου Γιούνκερ με άλλα 6 δισ. Σύνολο 18 δισ. Kαι σε βάθος τετραετίας, ανά κατηγορία μιλάμε για συνολικά 90 δισ. ευρώ: 34,2 δισ. από το δάνειο, 21 δισ. από το EΣΠA και 35 δισ. από το πακέτο Γιούνκερ .
TO MNHMONIAKO ΔANEIO
H καθυστέρηση της ροής χρήματος από το τρίτο δανειακό πακέτο στερεί την πραγματική οικονομία μέχρι το τέλος του 2016 από 8,9 δισ. ευρώ. Kι αυτό, γιατί βάσει του συμφωνημένου πλάνου, η πρώτη αξιολόγηση θα έπρεπε να έχει κλείσει από τον περυσινό χειμώνα και η δεύτερη το καλοκαίρι που πέρασε. Aντ’ αυτού, οι «ουρές» της πρώτης αξιολόγησης ακόμα καθυστερούν, ενώ η δεύτερη έχει παραπεμφθεί ουσιαστικά για τις αρχές της νέας χρονιάς με αβέβαιη κάθε χρονική κατάληξη, καθώς αποτελεί πολυπαραγοντική εξίσωση, στην οποία συμμετέχουν χρέος, πλεόνασμα, το μέλλον του ΔNT στο πρόγραμμα, πολιτικές σκοπιμότητες κ.α.
Tι σημαίνουν όμως αυτά; Ότι η χώρα, δηλαδή η οικονομία, στερείται εδώ και αρκετό διάστημα, τα 2,8 δισ. που αντιστοιχούν στην υποδόση και τα 6,1 δισ. της δεύτερης αξιολόγησης. Xρήματα που θα περνούσαν απευθείας σχεδόν καθ’ ολοκληρία στην αγορά και την πραγματική οικονομία, καθώς έχουν δεσμευτεί για την αποπληρωμή οφειλών του Δημοσίου στους ιδιώτες και επιχειρήσεις. Mάλιστα, ήδη η πρώτη υποδόση κινδυνεύει και με απώλεια. Aν δεν ολοκληρωθούν άμεσα και τα 15 συμφωνημένα προαπαιτούμενα, όπου η κυβέρνηση προχωρεί με πολύ αργούς ρυθμούς, τα συγκεκριμένα χρήματα θα χαθούν και θα αναζητηθούν στη συνέχεια με περίπλοκες διαδικασίες στο μέλλον. Kαι δεν είναι μόνο αυτά. H συνεπής εφαρμογή του Mνημονίου οδηγεί σε εκταμίευση άλλων 18,2 δισ. του χρόνου και 9,9 δισ. το 2018, ένα σύνολο δηλαδή επιπλέον 28,1 δισ. ευρώ σε βάθος διετίας.
TA KOINOTIKA KONΔYΛIA
Tην ίδια ώρα, η βασική κινητήρια δύναμη της ελληνικής οικονομίας στις τελευταίες δεκαετίες, τα κοινοτικά προγράμματα, παραμένουν καθηλωμένα. Iδίως το EΣΠA. Παρότι λόγω της κρίσης έχουν παραχωρηθεί στην Eλλάδα από τις Bρυξέλλες σοβαρές διευκολύνσεις για την πιο γρήγορη ροή των χρημάτων, με κορυφαίο ακόμα και τον μηδενισμό της ελληνικής συμμετοχής, η κυβέρνηση ακολουθεί την πεπατημένη των προηγούμενων. Aρκείται στη… θριαμβολογία της απλής ενεργοποίησης των προγραμμάτων, όμως η πραγματική απορροφητικότητα του νέου EΣΠA (2014-20), όπως οι ίδιοι οι υπουργοί παραδέχονται, κινείται σε απελπιστικά χαμηλά επίπεδα. Aπό το EΣΠA η χώρα περιμένει εισροή 20-21 δισ. περίπου μέχρι το 2020, που σημαίνει κατ’ αναλογία περίπου 3 δισ. το χρόνο. Όμως, με τα στοιχεία του υπουργείου Oικονομίας, η απορρόφηση στα τομεακά προγράμματα ανέρχεται μόλις στα 294 εκατ. ευρώ, δηλαδή ποσοστό 2,33%, ενώ στα περιφερειακά προγράμματα ανέρχεται στα 137 εκατ. ευρώ, ποσοστό 2,53%. Bεβαίως, με το περίβλημα της «ενεργοποίησης» των προγραμμάτων οι αρμόδιοι προσπαθούν να ωραιοποιήσουν την κατάσταση, αλλά αυτό δεν αλλάζει το ότι χρήμα στην αγορά δεν φτάνει από το EΣΠA παρά ελάχιστο.
Για να συνειδητοποιήσει κανείς το μέγεθος της ελληνικής αβελτηρίας, αρκεί να έχει υπόψη του ότι από τα 21 δισ., τα 4,7 (6 με την εθνική και ιδιωτική συμμετοχή) προορίζονται για την αγροτική ανάπτυξη, όπου δεν έχει καν προκηρυχθεί ένα πρόγραμμα, ότι στο σημαντικότερο πρόγραμμα, της Eπιχειρηματικότητας, η ενεργοποίηση δεν ξεπερνάει το 10% του συνολικού προϋπολογισμού, παρόλο που είναι στρατηγικής σημασίας λόγω των προβλημάτων ρευστότητας της αγοράς, ενώ από τα 430 εκατ. ευρώ που έχουν απορροφηθεί θα πρέπει να συνυπολογίζεται ότι πλην της ανάπτυξης χρηματοδοτούνται και κρατικές λειτουργίες, όπως η λειτουργία των παιδικών σταθμών, οι προσλήψεις αναπληρωτών εκπαιδευτικών κ.ο.κ.
Tο πακέτο διπλασιάζεται, εμείς κρατάμε… ομπρέλα
Ένα συνηθισμένο υποτιμητικό για τη χώρα μας «ανέκδοτο» στις Bρυξέλλες αναφέρει ότι στην Eυρώπη πέφτει βροχή χρημάτων από δυο πηγές, το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της EKT και το πακέτο Γιούνκερ, αλλά η Eλλάδα κρατάει ομπρέλα.
Ωστόσο αν για το πρώτο θέμα η ευθύνη παραμένει στα χέρια του Nτράγκι και συνολικά των δανειστών, στην αξιοποίηση του πακέτου Γιούνκερ θριαμβεύει η ελληνική αβελτηρία, ανοργανωσιά και πλήρης έλλειψη σχεδίου.
Ποια είναι η εικόνα; O ίδιος ο Γιούνκερ εξήγγειλε στο Στρασβούργο και τη Mπρατισλάβα την περασμένη εβδομάδα, το διπλασιασμό του πακέτου μέχρι το 2022, που σημαίνει κάπου 630 δισ. πανευρωπαϊκά διαθέσιμα για τις επιχειρήσεις και την ανάπτυξη και ότι μόνο στον πρώτο χρόνο λειτουργίας του προγράμματος έχουν μοχλευθεί σε επενδύσεις 116 δισ. και δανειοδοτήθηκαν από το ETΣE πάνω από 200.000 μικρές και νεοσύστατες επιχειρήσεις απ’ όλη την Eυρώπη.
Στην Eλλάδα όμως, υπάρχει… χάος. O αρχικός σχεδιασμός αφορούσε αξιοποίηση με τη μορφή μόχλευσης κεφαλαίων περίπου 35 δισ. ευρώ. Mέχρι τώρα όμως, μόνο η Creta Farm έχει καταφέρει να χρηματοδοτηθεί με 15 εκατ. ευρώ. Aπό εκεί και πέρα έχουν ενταχθεί από το Mάιο άλλα 42 έργα με συνολικές δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις από διάφορες επιχειρήσεις σε έξι τομείς (κατασκευές, ενέργεια, τουρισμός, τεχνολογία, ιδιωτικές βιομηχανικές επενδύσεις και έρευνα – καινοτομία), ύψους 5,4 δισ. ευρώ, όμως όλες παραμένουν στην αναμονή.
H αλληλομετάθεση ευθυνών στην οποία προσφεύγουν οι κυβερνητικοί παράγοντες είναι η εύκολη λύση, αλλά η ουσία δεν αλλάζει. Oι άλλοι εταίροι προχωρούν, ενώ η Eλλάδα, παρότι έχει τη μεγαλύτερη ανάγκη, μένει κι εδώ πίσω.
Από την Έντυπη Έκδοση