Παρουσιάζεται από τον Γιώργο Κατρούγκαλο
Το σήμα για την εκκίνηση της διαπραγμάτευσης στα εργασιακά αναμένεται να δώσει το πόρισμα της διεθνούς επιτροπής εμπειρογνωμόνων, το οποίο παρουσιάζεται στις 11 το πρωί από τον αρμόδιο υπουργό Γιώργο Κατρούγκαλο.
Για τον κατώτατο μισθό, σύμφωνα με τις πληροφορίες, η πλειοψηφία των μελών της Επιτροπής δέχεται να επιστρέψει ο καθορισμός του, στους κοινωνικούς εταίρους. Ειδικά όμως για τη διάκριση του κατώτατου μισθού για όσους είναι μικρότεροι των 25 ετών (510 ευρώ μικτά) και όσοι είναι πάνω από αυτό το ηλικιακό όριο (586 ευρώ μικτά), η Επιτροπή εκφράζει την άποψη, κατά πλειοψηφία, ότι ο μειωμένος κατώτατος μισθός για τους νέους, δεν πρέπει να διαρκεί πάνω από δύο έτη.
Σε σχέση με τις ομαδικές απολύσεις, η Επιτροπή περιορίζεται στο σκέλος της επιβολής μειωμένης εργασίας ή ακόμα και μηδενικού ωραρίου για περιπτώσεις επιχειρήσεων όπου αντιμετωπίζουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα. Επισημαίνει ωστόσο ότι όλα θα κριθούν από την οριστική απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για το θέμα, αν και προεξοφλεί ότι θα είναι αρνητική για την Ελλάδα, αφού καταλήγει ότι τελικά θα χρειαστούν αναπροσαρμογές στο ισχύον νομοθετικό πλαίσιο.
Όπως εκτιμούν παράγοντες της αγοράς εργασίας, το πόρισμα ενισχύει τη θέση της ελληνικής πλευράς έναντι των δανειστών προκειμένου να μην αξιώσουν ανατροπές στην ήδη απορρυθμισμένη αγορά.
Πολύ πιθανόν είναι πάντως, οι θεσμοί και ιδίως το ΔΝΤ να μη λάβουν υπόψη τους το πόρισμα, και να εμμείνουν στις θέσεις τους.
Τα βασικότερα σημεία του πορίσματος, σύμφωνα με την Ημερησία, προβλέπουν:
-Κατώτατος μισθός: Η πλειοψηφούσα άποψη είναι να καθορίζεται από το 2018 στο πλαίσιο ελεύθερων διαπραγματεύσεων από τους κοινωνικούς εταίρους. Ωστόσο προτείνεται η διαδικασία να εποπτεύει συμβουλευτική επιτροπή η οποία θα καθορίζει σε ποιο εύρος τιμών θα κινείται η διαβούλευση ανάλογα με την κατάσταση της οικονομίας, την ανεργία και την ανταγωνιστικότητα. Στόχος είναι να μην βγαίνουν εκτός ορίων τα αιτήματα των συνδικάτων. Η μειοψηφούσα άποψη προτείνει να εξακολουθήσει να καθορίζεται ο κατώτατος μισθός από το κράτος ύστερα, όμως, από διαβούλευση με τις εργοδοτικές οργανώσεις και τη ΓΣΕΕ.
-Επαναφορά της αρχής της ευνοϊκότερης (για τον εργαζόμενο) ρύθμισης: Η πλειοψηφία υποστηρίζει ότι οι μισθολογικές συμφωνίες δεν μπορεί να προβλέπουν χαμηλότερες αποδοχές από το υψηλότερο επίπεδο εθνικών/κλαδικών συμβάσεων, εκτός αν οι κοινωνικοί εταίροι συμφωνήσουν να υπάρχουν ρήτρες που θα επιτρέπουν προσωρινές παρεκκλίσεις σε περίπτωση έκτακτης οικονομικής ή οικονομικών – χρηματοδοτικών αναγκών των επιχειρήσεων. Δίνεται χώρος δηλαδή για την υπογραφή επιχειρησιακών συμβάσεων σε περίπτωση οικονομικής δυσπραγίας. Ωστόσο κάποια μέλη πρότειναν να διευρυνθεί η δυνατότητα ευελιξίας των μισθών και να υπερισχύουν οι επιχειρησιακές συμβάσεις.
-Επέκταση συμβάσεων: Στις διαπραγματεύσεις με τους δανειστές η ελληνική πλευρά θα ζητήσει να επανέλθει η αρχή της επεκτασιμότητας των συμβάσεων που είχε καταργηθεί. Το 2ο Μνημόνιο επέβαλε οι όροι των συμβάσεων εργασίας να δεσμεύουν μόνο τα μέλη των εργοδοτικών ενώσεων. Δηλαδή ο εργοδότης που αποχωρεί από την ένωσή του δεν είναι υποχρεωμένος να τηρήσει τη συμφωνία.
Το πόρισμα υποστηρίζει ότι οι αντιπροσωπευτικές συλλογικές συμβάσεις που «καλύπτουν» το 50% των εργαζομένων μπορούν να επεκτείνονται με απόφαση του υπουργού Εργασίας, μετά από διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους.
Αρκεί να αποδεικνύεται με αξιόπιστη παρακολούθηση ότι οι συνδικαλιστικές οργανώσεις που υπογράφουν τις συμβάσεις έχουν ως μέλη τους το 50% των απασχολουμένων, ανά κλάδο ή επάγγελμα).
Επιπλέον, η επιτροπή προτείνει να επεκτείνονται οι συμβάσεις σε περίπτωση στρέβλωσης του ανταγωνισμού, αίτημα που έχει διατυπώσει και ο ΣΕΒ και στην περίπτωση δημόσιου συμφέροντος.
-Ομαδικές απολύσεις: Η επιτροπή εκτιμά ότι σημαντικό ρόλο θα παίξει η απόφαση του ευρωπαϊκού δικαστηρίου για την υπόθεση της Lafarge – ΑΓΕΤ ΗΡΑΚΛΗΣ και τονίζει ότι οι ομαδικές απολύσεις θα πρέπει να ρυθμίζονται με τέτοιο τρόπο ώστε να αποτελούν ένα εργαλείο προσαρμογής των επιχειρήσεων σε περιόδους οικονομικής κρίσης. Προτείνεται ωστόσο και εναλλακτική λύση που δεν είναι άλλη από τη διεύρυνση των μορφών ελαστικής εργασίας και το μειωμένο ωράριο προκειμένου να αποφευχθούν οι ομαδικές απολύσεις.
Η επιτροπή θέτει προθεσμία δύο ετών για «να δοκιμαστεί στην πράξη» η μονομερής προσφυγή στη διαιτησία την οποία δέχεται «ως έσχατο μέτρο» ενώ υποστηρίζει ότι η μετενέργεια των συμβάσεων που λήγουν θα πρέπει να είναι για επιπλέον έξι μήνες, αν οι κοινωνικοί εταίροι δεν καθορίσουν οι ίδιοι το χρονικό διάστημα ισχύος των όρων της σύμβασης που εκπνέει.
Το πόρισμα συμπεραίνει επίσης ότι: δεν χρειάζονται αλλαγές στους κανόνες προκήρυξης της απεργίας ούτε υπάρχει ανάγκη να αρθεί η απαγόρευση της ανταπεργίας (lock out).
Σύμφωνα με τους εμπειρογνώμονες, ο Έλληνας νομοθέτης μπορεί να διευκρινίσει πως ο εργοδότης, κάνοντας χρήση του άρθρου 656 του Α.Κ., έχει τη δυνατότητα να μην πληρώσει τους μη απεργούς εργαζόμενους εφόσον δεν μπορούν να συνεχίσουν την εργασία τους επειδή λαμβάνει χώρα απεργία στην επιχείρηση ή εκμετάλλευση (υπάρχουν ανάλογες αποφάσεις δικαστηρίων).