Αντίστροφη μέτρηση για την έναρξη της διαπραγμάτευσης με τους δανειστές
Ανοίγει ο δρόμος για την έναρξη της κρίσιμης διαπραγμάτευσης για τα εργασιακά, μετά την κατάθεση του σχετικού πορίσματος της Διεθνούς Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων, που αναμένεται να αποτελέσει τη βάση των συνομιλιών μεταξύ Αθήνας – δανειστών.
Ενόψει και της επιστροφής των εκπροσώπων των θεσμών στην Αθήνα, εντός Οκτωβρίου, για τις τελικές συνομιλίες επί των αλλαγών στα εργασιακά, ο αρμόδιος υπουργός Γιώργος Κατρούγκαλος παρουσίασε χθες το πόρισμα της επιτροπής εμπειρογνωμόνων, διαβεβαιώνοντας πως το ΔΝΤ έχει δεχθεί ότι το κείμενο θα είναι η βάση της διαπραγμάτευσης με τους θεσμούς.
Μάλιστα, ο κ. Κατρούγκαλος διευκρίνισε ότι το πόρισμα των εμπειρογνωμόνων δεν αποτελεί θέση της ελληνικής κυβέρνησης καθώς η Αθήνα επιμένει στο κοινό ανακοινωθέν των κοινωνικών εταίρων.
«Η επιστροφή των συλλογικών διαπραγματεύσεων στη χώρα μας είναι η αρχή για την αναστροφή της γενικευμένης απορρύθμισης που προκάλεσαν τα μνημόνια στην αγορά εργασίας», πρόσθεσε, επισημαίνοντας πως δεν υπάρχει μνημονιακός περιορισμός για την όποια αναστροφή των πολιτικών απορρύθμισης της αγοράς εργασίας.
Ο κ. Κατρούγκαλος δεσμεύθηκε πως η Ελλάδα θα σεβαστεί την απόφαση του ευρωπαϊκού δικαστηρίου για το ζήτημα των ομαδικών απολύσεων, αλλά ο τρόπος εισαγωγής και ενσωμάτωσης των δεσμεύσεων στην ελληνική νομοθεσία, εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια της ελληνικής κυβέρνησης.
Τα βασικά σημεία του πορίσματος της επιτροπής εμπειρογνωμόνων
1. Η ισχύουσα ελληνική νομοθεσία ρυθμίζει εκτενώς τις διαδικασίες για την κήρυξη απεργίας. Η Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων δεν βλέπει την ανάγκη για αυστηρότερους κανόνες σχετικά με την απεργία. Εναπόκειται στον Έλληνα νομοθέτη να καθορίσει τις προϋποθέσεις της νόμιμης απεργίας σεβόμενος το συνταγματικό πλαίσιο.
2. Η Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων δεν βλέπει κάποιον επείγοντα λόγο για άρση της απαγόρευσης της ανταπεργίας (lockout). Οι διατάξεις για τις εργατικές διαφορές στην Ελλάδα έχουν καθιερώσει μία ισορροπία δυνάμεων μεταξύ εργοδοτών και συνδικάτων – οι κανόνες τους είναι αποδεκτοί και από τα δύο μέρη. Ο Έλληνας νομοθέτης μπορεί να διευκρινίσει πως ο εργοδότης δικαιούται να μην πληρώσει τους μη απεργούς εργαζόμενους εφόσον δεν μπορούν να συνεχίσουν την εργασία τους, επειδή λαμβάνει χώρα απεργία στην επιχείρηση ή εκμετάλλευση.
3. Πριν την πραγματοποίηση της ομαδικής απόλυσης, οι εργοδότες οφείλουν να προχωρήσουν καλόπιστα σε διαβούλευση και διαπραγμάτευση με τους εκπροσώπους των εργαζομένων. Βάσει των οικονομικών δυνατοτήτων της επιχείρησης, θα πρέπει να σχεδιαστεί ένα κοινωνικό πλάνο που θα παρέχει αποζημίωση στους εργαζόμενους που ενδεχομένως θα μείνουν άνεργοι για ένα αβέβαιο χρονικό διάστημα. Θα πρέπει να παρέχεται επανεκπαίδευση στους εργαζόμενους που απολύονται προκειμένου να ενισχυθούν οι πιθανότητες εύρεσης εργασίας. Οι ομαδικές απολύσεις θα πρέπει να ρυθμίζονται λαμβάνοντας υπόψη τη σημασία τους ως ένα λειτουργικό εργαλείο για την προσαρμογή των επιχειρήσεων σε περιόδους κρίσης. Το ισχύον σύστημα της προληπτικής διοικητικής έγκρισης συζητείται ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μετά τη την έκδοση της απόφασης επί του προδικαστικού ερωτήματος, το ισχύον σύστημα θα μπορούσε να καταργηθεί ή να αντικατασταθεί από ένα άλλο σύστημα εκ των προτέρων έγκρισης του σχεδίου απολύσεων.
4. Σε περιπτώσεις προσωρινής οικονομικής δυσχέρειας, η εργασία μειωμένου ωραρίου μπορεί να αποτρέψει τις ομαδικές απολύσεις. Η εργασία μειωμένου ωραρίου πρέπει να είναι ευέλικτη βάσει των υπαρχουσών αναγκών της επιχείρησης. Ο εργαζόμενος θα πρέπει να λαμβάνει επίδομα ανεργίας από το δημόσιο ή το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης για τις ώρες που δεν μπόρεσε να εργαστεί. Μετά την πάροδο της κρίσης, ο εργοδότης θα μπορεί να προχωρήσει στην επανέναρξη της πλήρους δραστηριότητάς του με τη βοήθεια ενός έμπειρου εργατικού δυναμικού.
5. Θα πρέπει να υπάρχει ένας νόμιμος κατώτατος μισθός που θα λαμβάνει υπόψη την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και τις προοπτικές σχετικά με την ανάπτυξη, τις τιμές, την ανταγωνιστικότητα, την απασχόληση, την ανεργία, τα εισοδήματα και τους μισθούς. Υπάρχει διαφωνία στην Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων ως προς την αρμοδιότητα καθορισμού του ύψους και των αυξήσεων του κατώτατου μισθού. Ένα μέρος της Επιτροπής προτείνει τον καθορισμό του κατώτατου μισθού, κατόπιν διαβουλεύσεων με ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες, μέσω εθνικής γενικής συλλογικής σύμβασης εργασίας με καθολική εφαρμογή. Ένα άλλο μέρος της Επιτροπής προτείνει τον καθορισμό του κατώτατου μισθού από την κυβέρνηση, κατόπιν διαβουλεύσεων με τους κοινωνικούς εταίρους και ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες.
6. Υπάρχει διαφωνία στην Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων ως προς τη λειτουργία του κατώτατου μισθού των νέων. Ένα μέρος της Επιτροπής προτείνει την αντικατάσταση του κατώτατου μισθού των νέων από ένα μειωμένο κατώτατο μισθό βάσει εργασιακής εμπειρίας με ανώτατη διάρκεια τα δύο έτη. Το ως άνω σύστημα μειωμένου κατώτατου μισθού θα πρέπει να αξιολογηθεί μετά την πάροδο των δύο ετών. Ένα άλλο μέρος της Επιτροπής προτείνει τη διατήρηση του κατώτατου μισθού των νέων με τα ισχύοντα ηλικιακά όρια.
7. Οι αντιπροσωπευτικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας θα μπορούν να επεκτείνονται από το κράτος κατόπιν αίτησης ενός από τα διαπραγματευόμενα μέρη σε κλαδικό ή ομοιοεπαγγελματικό επίπεδο. Οι συλλογικές συμβάσεις θεωρούνται αντιπροσωπευτικές εφόσον καλύπτουν το 50% των εργαζομένων της διαπραγματευτικής μονάδας του κλάδου/επαγγέλματος. Η απόφαση για την επέκταση της συλλογικής σύμβασης λαμβάνεται από τον Υπουργό Εργασίας μετά από διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους. Η κυβέρνηση και οι κοινωνικοί εταίροι θα θεσμοθετήσουν ένα διοικητικό σύστημα που θα επιτρέπει τον αξιόπιστο έλεγχο του ποσοστού των εργαζομένων που αντιπροσωπεύεται στη διαπραγματευτική μονάδα. Ένα μέρος της Επιτροπής προτείνει, επίσης, τη δυνατότητα επέκτασης, σε περιπτώσεις σοβαρών προβλημάτων στην αντίστοιχη αγορά εργασίας (υψηλός κύκλος εργασιών, υψηλό ποσοστό χαμηλόμισθων, στρέβλωση ανταγωνισμού), καθώς και σε περιπτώσεις δημοσίου συμφέροντος (π.χ. εισαγωγή συστήματος μαθητείας. Ένα άλλο μέρος της Επιτροπής θεωρεί πως η επέκταση πρέπει να είναι δυνατή μόνο σε περίπτωση που καλύπτεται το όριο του 50%.
8. Υπάρχει διαφωνία στην Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων σχετικά με την αρχή της εύνοιας. Ένα μέρος της Επιτροπή υποστηρίζει πως συλλογικές συμβάσεις εργασίας χαμηλότερου επιπέδου δεν μπορούν να αποκλίνουν επί τα χείρω εθνικών/κλαδικών συλλογικών συμβάσεων, εκτός κι αν οι κοινωνικοί εταίροι προβλέπουν ρήτρες για συγκεκριμένα ζητήματα, οι οποίες επιτρέπουν προσωρινές αποκλίσεις σε περιπτώσεις επειγουσών οικονομικών/χρηματοοικονομικών αναγκών των επιχειρήσεων. Ένα άλλο μέρος της Επιτροπής θεωρεί πως η μισθολογική ευελιξία στο μικρο-επίπεδο είναι σημαντική. Συνεπώς, η ιεραρχία των συλλογικών διαπραγματεύσεων πρέπει να διέπεται από την αρχή της επικουρικότητας, όπου συμβάσεις που συνάπτονται σε επιχειρησιακό επίπεδο, εγγύτερα των εμπλεκόμενων εργαζομένων και επιχειρήσεων, υπερισχύουν συμβάσεων που συνάπτονται σε κλαδικό/ομοιοεπαγγελματικό/εθνικό επίπεδο.
9. Η χρονική επέκταση, η μετενέργεια και η διάρκεια των συλλογικών συμβάσεων εργασίας αποφασίζονται από τους κοινωνικούς εταίρους. Αν δεν λάβουν σχετική απόφαση για το πρώτο ζήτημα, η χρονική επέκταση πρέπει να διαρκεί έξι μήνες. Αν το δεύτερο ζήτημα δεν ρυθμιστεί στη συλλογική σύμβαση, η μετενέργεια πρέπει να καλύπτει όλους τους συμφωνηθέντες όρους εργασίας. Αν το τρίτο ζήτημα δεν ρυθμιστεί στη συλλογική σύμβαση, η συλλογική σύμβαση θα μπορεί να καταγγέλλεται με προειδοποίηση τριών μηνών.
10. Αν δεν μπορεί να επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ των κοινωνικών εταίρων οι όροι της συλλογικής σύμβασης μπορούν να καθορίζονται μέσω διαιτησίας, κατά προτίμηση εφόσον και τα δύο μέρη συμφωνούν. Η μονομερής προσφυγή στη διαιτησία θα πρέπει να θεωρείται έσχατο μέσο, αφού καταδεικνύει έλλειψη εμπιστοσύνης. Το σύστημα διαιτησίας τροποποιήθηκε πρόσφατα και θα πρέπει να αξιολογηθεί μέχρι το 2018 προκειμένου να εκτιμηθεί ο ρόλος της διαιτησίας στις συλλογικές διαπραγματεύσεις.
11. Οι κοινωνικοί εταίροι πρέπει να διαπραγματεύονται για τις μισθολογικές ωριμάνσεις, την ίση μεταχείριση υπαλλήλων και εργατοτεχνιτών, τη δια βίου μάθηση, την παραγωγικότητα, την καινοτομία και την ενσωμάτωση των νέων, λαμβάνοντας υπόψη τα κριτικά σχόλια που περιλαμβάνονται στην παρούσα έκθεση. Με δεδομένο πως ορισμένα από τα ως άνω ζητήματα συνδέονται στενά με στρατηγικές του κράτους για τον εκσυγχρονισμό της ελληνικής οικονομίας και τη βελτίωση και του συστήματος επαγγελματικής επιμόρφωσης, η ενδυνάμωση ενός ουσιαστικού τριμερούς κοινωνικού διαλόγου είναι απαραίτητη. Σε αυτό το πλαίσιο μία συζήτηση για τα προβλήματα του συνδικαλιστικού νόμου θα ήταν χρήσιμη. Ωστόσο, σε αυτό το πεδίο, δεν βλέπουμε κάποια αντίθεση με την ευρωπαϊκή νομοθεσία και τις ευρωπαϊκές πρακτικές.
12. Ο ΟΑΕΔ πρέπει να εξετάσει την ανάπτυξη πρωτοβουλιών για τη αποτελεσματικότερη επανένταξη των ανέργων και την προσέλκυση θέσεων εργασίας σε επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένων καλά σχεδιασμένων επιδοτήσεων πρόσληψης με την υποστήριξη του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου.