Αποτελεσματικότητα και όχι μείωση μισθολογικού κόστους
Το ενδιαφέρον πλέον θα πρέπει να μετακινηθεί από τη μείωση του μισθολογικού κόστους προς τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας στην αγορά εργασίας, την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και της παραγωγικότητας καθώς και τη δημιουργία του κατάλληλου πλέγματος για την αντιμετώπιση της φτώχειας και της εισοδηματικής ανισότητας.
Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγει ανάλυση της Eurobank, η οποία εστιάζει στα εργασιακά χαρακτηρίζοντας κομβικής σημασίας χαρακτηρίζει την β’ αξιολόγηση.
Όπως τονίζει η Eurobank επιτυχής ολοκλήρωση όχι μόνο θα επιτρέψει νέα χρηματοδότηση ύψους 6,1 δισ. ευρώ από τον επίσημο τομέα αλλά θα ανοίξει και το δρόμο για μια σειρά σημαντικών, θετικών εξελίξεων μέσω της συμμετοχής της Ελλάδας στο υφιστάμενο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (PSPP) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Η έκθεση σημειώνει ότι πιθανότατα σημείο τριβής στη 2η αξιολόγηση θα αποτελέσουν οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας. «Το 2012 εφαρμόστηκαν στην Ελλάδα μια σειρά από μεταρρυθμίσεις με σημαντικότερη την κατάργηση της Εθνικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας. Το Μνημόνιο που υπογράφηκε τον Αύγουστο του 2015 προβλέπει περαιτέρω μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας στο πλαίσιο της ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας και της ανάπτυξης. Προς τούτο συγκροτήθηκε ανεξάρτητη Επιτροπή Σοφών η οποία εξέδωσε πόρισμα με συστάσεις για τις μεταρρυθμίσεις που θα πρέπει η Ελλάδα να εφαρμόσει στο πλαίσιο του Μνημονίου και σε σύμπνοια με τις βέλτιστες ευρωπαϊκές πρακτικές».
«Οι συστάσεις της Επιτροπής Σοφών έχουν αμιγώς συμβουλευτικό και όχι δεσμευτικό χαρακτήρα, και θα αποτελέσουν το σημείο εκκίνησης στις επερχόμενες διαπραγματεύσεις. Στις διαπραγματεύσεις αυτές η ελληνική κυβέρνηση θα επιδιώξει κατά κύριο λόγο την επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο ενώ το ΔΝΤ αναμένεται να υποστηρίξει την ανάγκη μεγαλύτερης ευελιξίας και εναρμόνισης του πλαισίου που διέπει τις εργασιακές σχέσεις με τις βέλτιστες διεθνείς πρακτικές».
Η κρισιμότητα των αποφάσεων για τις μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας καταδεικνύεται και από τις εξελίξεις των τελευταίων ετών, τονίζει η Eurobank. Το ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα αυξήθηκε περισσότερο από 19 ποσοστιαίες μονάδες κατά τη διάρκεια της τρέχουσας κρίσης και παρόλη την μείωση από το μέγιστο επίπεδο του 27.9% το Σεπτέμβριο 2013 εξακολουθεί να παραμένει το υψηλότερο μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης (ήταν στο 23,2% τον Ιούλιο 2016).
Η συγκεκριμένη απώλεια θέσεων εργασίας μπορεί να αποδοθεί, μεταξύ άλλων: α) στην πρωτοφανή εγχώρια ύφεση της περιόδου 2008-2015, που οδήγησε σε σωρευτική απώλεια πραγματικού ΑΕΠ πλέον των 26 ποσοστιαίων μονάδων παρά τη σύντομη επιστροφή σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης το 2014 και β) στη δομική αναποτελεσματικότητα που ακόμη χαρακτηρίζει την εγχώρια αγορά αγαθών και εργασίας.
Η Ελλάδα, υπενθυμίζει η Eurobank, κατατάχθηκε μόλις 114η μεταξύ 138 χωρών σε ότι αφορά την αποτελεσματικότητα της εγχώριας αγοράς εργασίας στην κατάταξη ανταγωνιστικότητας του World Economic Forum για το 2016. Η αντίστοιχη μέση κατάταξη των χωρών της Ευρωζώνης ήταν στην 51η θέση (συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας και της Ιταλίας (119η στο συγκεκριμένο δείκτη)).
Οι μεταρρυθμίσεις του 2012 οδήγησαν στην φιλελευθεροποίηση της εγχώριας αγοράς εργασίας και συνέβαλλαν στην επιτάχυνση της διαδικασίας εσωτερικής υποτίμησης. Σύμφωνα με την Eurostat άλλωστε, η πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία σταθμισμένη ως προς το μοναδιαίο κόστος εργασίας για την Ελλάδα στο τέλος του 2015 ήταν περίπου 25,3 μονάδες χαμηλότερα σε σχέση με το μέγιστο του 2009 και περίπου 9,5 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερη της αντίστοιχης τρέχουσας τιμής της Ευρωζώνης.
Οι μεταρρυθμίσεις είχαν όμως και μια σειρά από ανεπιθύμητες συνέπειες κυρίως σε ότι αφορά την αύξηση της εισοδηματικής ανισότητας και του κινδύνου φτώχειας. Σύμφωνα με την Eurostat, η εισοδηματική ανισότητα στην Ελλάδα ακολούθησε αυξητική πορεία μετά το 2010, επιταχύνθηκε το 2012 και από εκεί και πέρα σταθεροποιήθηκε σε επίπεδα σημαντικά υψηλότερα του μέσου όρου της Ευρωζώνης.
Σε κάθε περίπτωση, οι παραπάνω αρνητικές εξελίξεις δεν θα πρέπει να αποδοθούν μόνο στις μεταρρυθμίσεις του 2012. Η άνιση (και σε πολλές περιπτώσεις με μεγάλες καθυστερήσεις) διαδικασία εφαρμογής των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που όμως ήταν απαραίτητες για τον εκσυγχρονισμό του δημοσίου τομέα και τη δημιουργία ενός περιβάλλοντος φιλικού προς τις επενδύσεις και η περιορισμένη ανάληψη της ευθύνης για την εφαρμογή του μεταρρυθμιστικού προγράμματος μπορούν επίσης να αποτελέσουν παράγοντες που εξηγούν την παρούσα κατάσταση στην εγχώρια αγορά εργασίας.
Η νέα δέσμη μέτρων ρύθμισης της αγοράς εργασίας που αναμένεται στα πλαίσια της 2ης αξιολόγησης του προγράμματος θα πρέπει να καταρτιστεί λαμβάνοντας υπόψη τις παραπάνω εξελίξεις.