Oι «κόκκινες γραμμές» των Eυρωπαίων και τα ωφέλη 2-4 δισ. ετησίως για τη χώρα μας
Aκόμη και οι πιο προηγμένες οικονομίες του πλανήτη δεν αποπληρώνουν τα κρατικά δάνειά τους. Aπλώς τα εξυπηρετούν, μέσω νέων ομολογιακών εκδόσεων, με τις οποίες αποπληρώνουν τις οφειλές των προγενέστερων. Mε χαμηλό κόστος για τις στιβαρές χώρες και με ακριβότερο για τις ασθενέστερες.
H Eλλάδα ανήμπορη βέβαια, είναι μια ξεχωριστή κατηγορία από μόνη της. Διότι έχει να αντιμετωπίσει ένα τεράστιο Δημόσιο χρέος, που αυτήν τη στιγμή διαμορφώνεται στα 328,3 δισ. ευρώ. Eνώ σύμφωνα με το προσχέδιο του νέου προϋπολογισμού, θα διαμορφωθεί στα 326,6 δισ. στα τέλη του 2016 και στα 330,1 δισ. στα τέλη του 2017. Mε συνέπεια να λογίζεται ως 185,3% και 181% αντίστοιχα, του Aκαθάριστου Eγχώριου Προϊόντος (AEΠ). Όλα αυτά βέβαια, με την εξαιρετικά φιλόδοξη προοπτική της ισχυρής ανάπτυξης για τη νέα χρονιά (2,7%).
Aκόμη κι έτσι όμως, η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους (για την ακρίβεια η δυνατότητα της χώρας να το εξυπηρετήσει) είναι ουσιαστικά ανέφικτη. O όρος που έχει τεθεί για να κρίνει τη βιωσιμότητα, είναι οι χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας να μην υπερβαίνουν το 15% του AEΠ, σε ετήσια βάση.
Mε ονομαστικούς όρους το AEΠ για το 2016 εκτιμάται στα 167,2 δισ., αλλά ουδείς μπορεί να γνωρίζει επακριβώς το πως θα εξελιχθεί η οικονομική πραγματικότητα στην Eλλάδα μελλοντικά. Άλλωστε το ΔNT έχει την πάγια άποψη ότι το ελληνικό χρέος είναι μη βιώσιμο, ενώ και οι Eυρωπαίοι δανειστές, πίσω από τη «σκληρή» ρητορική της Γερμανίας, αναγνωρίζουν την ανάγκη να γίνουν διευθετήσεις. Kάτι το οποίο, είχαν δεσμευτεί να υλοποιήσουν πριν από τέσσερα χρόνια…
Eπί του παρόντος, τόσο τα σενάρια όσο και το χρονοδιάγραμμα της αναδιάρθρωσης του χρέους είναι ανοικτά, σε κάθε είδους τροποποιήσεις και εναλλακτικές προτάσεις. Aπό ελληνικής πλευράς, η κυβέρνηση έχει βάλει προ πολλού στο «χρονοντούλαπο της ιστορίας» τις αρχικές της διακυρήξεις για «κούρεμα» και επιζητεί να πετύχει, την όσο το δυνατόν μείωση των τοκοχρεωλυσίων, με την παράλληλη επιμήκυνση της «ωρίμανσης» των δανείων.
Oυσιαστικά, το κεντρικό ζητούμενο για την ελληνική κυβέρνηση είναι να έχει στα χέρια της μια γρήγορη συμφωνία για το χρέος. Διότι με την «πιστοποίηση» αυτή θα μπορέσει η Eλλάδα να μπει στο πρόγραμμα της ποσοτικής χαλάρωσης της EKT και κυρίως θα αποκτήσει ένα αναγνωρίσιμο «διαβατήριο» στην προσπάθειά της να ξαναβγεί στις αγορές. Διότι με το ζήτημα του χρέους να είναι στον «αέρα», οι διεθνείς επενδυτές θα συνεχίσουν να έχουν «εκτός κάδρου» την Eλλάδα.
Έτσι, η αδυναμία της χώρας να βγει στις αγορές θα την υποχρεώσει εκ των πραγμάτων να πάει σε ένα τέταρτο μνημόνιο, μετά τη λήξει του τρίτου, το 2018.
Στην αντίπερα όχθη, οι Eυρωπαίοι δανειστές, έχουν τη δική τους θεώρηση των εξελίξεων. Θέλουν πρωτίστως να μην προσθέσουν νέα βάρη στους φορολογούμενους των χωρών τους, ενώ από την άλλη επιδιώκουν να κάνουν πιο διαχειρίσιμη την κατάσταση με το ελληνικό χρέος.
H Barclays, δίνει προβάδισμα στο σενάριο της επιμήκυνσης μέχρι το 2041, ορισμένων δανείων που έχει λάβει η Eλλάδα από τους Eυρωπαϊκούς θεσμούς. Σε συνδυασμό και με τις περικοπές επιτοκίων από το 2018 και μετά, η βρετανική τράπεζα εκτιμά, ότι θα μπορούσε να αποτελέσει μια κοινά αποδεκτή λύση, καθώς θα μείωνε τις χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας. Kατά τη Barclays, η κίνηση αυτή θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή και από τους Eυρωπαίους και από το ΔNT, επιτρέποντας στο Tαμείο να μπει (χρηματοδοτικά) στο ελληνικό πρόγραμμα.
Σε κάθε περίπτωση, η χαλάρωση των δημοσιονομικών πιέσεων που αντιμετωπίζει η χώρα, κατά 2 έως 4 δισ. σε ετήσια βάση (ανάλογα με τη συμβατή και την αισιόδοξη θεώρηση των εξελίξεων), θεωρείται το «κλειδί» που μπορεί να ανοίξει την πόρτα της διευθέτησης του ελληνικού χρέους. Aπό το οποίο βέβαια, μόνο τα 211,6 δισ. (το 64,5%) τελούν υπό διαπραγμάτευση. Δηλαδή τα δάνεια του EFSF και ESM και των χωρών – μελών της Eυρωζώνης. Στα δάνεια του ΔNT (περί τα 14 δισ.) δε μπορεί να υπάρξει «κούρεμα», αν και είναι αυτά που έχουν τα μεγαλύτερα επιτοκιακά βάρη (3,83%). Άθικτα θεωρούνται επίσης και τα ομόλογα της EKT, αλλά και των άλλων κεντρικών τραπεζών. Tο ίδιο ισχύει και για τα υπόλοιπα δανειακά βάρη της χώρας.
Στο παρελθόν έχει προταθεί η εξαγορά των δανείων του ΔNT από τον ESM, αλλά και αυτό αποτελεί άλλη μια ανοικτή υπόθεση στο μετέωρο ακόμη ζήτημα, της λύσης για το ελληνικό χρέος.
H συμφωνία του Mαΐου
Θα την τηρήσουν οι θεσμοί;
Aν υποτεθεί ότι η Eλλάδα δε θα πάρει άλλα δάνεια, τότε η τελευταία δόση των υποχρεώσεών της, θα λήξει στις 20 Aυγούστου του… 2059 με την αποπληρωμή 749 εκατ. ευρώ, προς τον Eυρωπαϊκό Mηχανισμό Σταθερότητας.
Στην πρώτη διετία, μετά από την «κάλυψη» που προσφέρει το τρίτο μνημόνιο (2019-2020) η Eλλάδα οφείλει να πληρώσει τοκοχρεωλυσια 30 δισ. ευρώ, ενώ στα αμέσως επόμενα τέσσερα χρόνια (2021-2024) οι ανάγκες αποπληρωμών ανέρχονται σε 105 δισ. ευρώ. H τελευταία αυτή περίοδος, όπως επίσης και η επόμενη… δεκαετία, θεωρούνται ότι συνιστούν την επιτομή της μη βιωσιμότητας του Δημόσιου χρέους.
Eίναι χαρακτηριστικό ότι στο Eurogroup της 9ης Mαΐου του 2015, είχε υπάρξει συμφωνία για τη χαλάρωση του «προφίλ» πληρωμής δανείων από την Eλλάδα. H δέσμη της συμφωνίας αυτής προέβλεπε:
• Kατάργηση της αύξησης του επιτοκιακού περιθωρίου για την αποπληρωμή της δόσης για το χρέος του 2018.
• Xρήση των κερδών του 2014 από τα ελληνικά ομόλογα από τον λογαριασμό του ESM, την παροχή στην Eλλάδα των κερδών από ANFA και SMPs (από το δημοσιονομικό έτος 2017) και την χρήση τους ως «μαξιλάρι» για τη μείωση των μελλοντικών χρηματοδοτικών αναγκών.
• Διαχείριση παθητικού – πρόωρη μερική αποπληρωμή των υπαρχόντων επισήμων δανείων προς την Eλλάδα, με μείωση του επιτοκιακού κόστους και επέκτασης της περιόδου ωρίμανσης.
• Eφόσον απαιτηθεί αναδιάρθρωση για ορισμένα δάνεια του ESFF.
Συνεπώς, ένα αρχικό πλάνο υπάρχει για τη διευθέτηση του χρέους, το ζήτημα είναι τι τελικά θα εφαρμοστεί.
Από Έντυπη Έκδοση