Η αποτελεσματικότερη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων αποτελεί αναμφισβήτητα την σημαντικότερη πρόκληση που καλείται σήμερα να αντιμετωπίσει το εγχώριο τραπεζικό σύστημα, επισήμανε ο υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ) Θεόδωρος Μητράκος, μιλώντας στο συνέδριο της Prodexpo.
«Μια απλή αναφορά καθιστά φανερό το μέγεθος του προβλήματος. Τον Ιούνιο του 2016, το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων στην Ελλάδα ανήλθε σε 45,1% (από 4,5% το 2007), περίπου οκταπλάσιο του ευρωπαϊκού μέσου όρου (5,7% το Μάρτιο του 2016). Ιδιαίτερα υψηλό είναι το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων στα δάνεια προς πολύ μικρές επιχειρήσεις και επαγγελματίες (67,2%), στα δάνεια προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις (59,9%) και στα καταναλωτικά δάνεια (55,3%). Στα στεγαστικά δάνεια ανέρχεται στο 44,7% (κοντά στο μέσο όρο), ενώ χαμηλότερο ποσοστό παρατηρείται στα δάνεια προς μεγάλες επιχειρήσεις (29,1%).
Όσον αφορά στους επιμέρους κλάδους οικονομικής δραστηριότητας, υψηλό ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων παρατηρείται στην εστίαση (79,5%), στην κλωστοϋφαντουργεία (75,9%), στον κλάδο ξυλείας, χάρτου και επίπλων (71,7%) αλλά και στη γεωργία (62,7%). Αντίθετα, πολύ μικρό ποσοστό παρατηρείται στον κλάδο ενέργειας και πετρελαιοειδών (4,5%) και σχετικά μικρό στις χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις (27,5%)», ανέφερε ο Θεόδωρος Μητράκος.
Ο υποδιοικητής της ΤτΕ αναφέρθηκε και στην εικόνα των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων στον κατασκευαστικό κλάδο και τις εταιρίες διαχείρισης ακίνητης περιουσίας, δύο κλάδους που απορροφούν περίπου το 16% της συνολικής τραπεζικής χρηματοδότησης προς τις επιχειρήσεις.
Σύμφωνα με στοιχεία Ιουνίου 2016, από ανοίγματα (δηλαδή δάνεια, εγγυητικές επιστολές κ.λπ.) ύψους 23,5 δισ. ευρώ που έχουν χορηγηθεί προς επιχειρήσεις των δύο προαναφερθέντων κλάδων, περισσότερα από τα μισά (12,9 δισ. ευρώ, 54,9%) καταγράφονται ως μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα. Τα 2/3 από αυτά αφορούν δάνεια που βρίσκονται σε καθυστέρηση μεγαλύτερη των 90 ημερών και καταγγελμένα δάνεια, ενώ το υπόλοιπο 1/3 αν και προς το παρόν εξυπηρετείται κανονικά κρίνεται ότι είναι αβέβαιης είσπραξης (δηλ. υπάρχουν αυξημένες πιθανότητες να εμφανίσει πρόβλημα στο μέλλον).
Οι τράπεζες και οι επιχειρήσεις του κλάδου έχουν ήδη συνομολογήσει ρυθμίσεις για δάνεια ύψους 4,5 δισ. ευρώ, εκ των οποίων ένα σχετικά μεγάλο ποσοστό εμφανίζει εκ νέου πρόβλημα. Συνέπεια των ανωτέρω είναι ότι η ποιότητα του χαρτοφυλακίου των κλάδων κατασκευών και διαχείρισης ακίνητης περιουσίας εμφανίζεται χειρότερη σε σύγκριση με το μέσο όρο των επιχειρηματικών δανείων (ποσοστό μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων 44,7%). Σημειώνεται πάντως, ότι για τους εν λόγω κλάδους οι τράπεζες έχουν σχηματίσει συσσωρευμένες προβλέψεις ύψους 6,4 δισ. ευρώ.
Ο Θόδωρος Μητράκος αναφέρθηκε εκτενώς στις πρωτοβουλίες της ΤτΕ και της πολιτείας και μίλησε για τα επόμενα βήματα. Όπως είπε οι τράπεζες πρέπει:
– να ενθαρρύνουν και να στηρίξουν έμπρακτα επενδύσεις σε νέες καινοτόμες δραστηριότητες και στρατηγικούς κλάδους της οικονομίας με εξαγωγικό προσανατολισμό, συμβάλλοντας στην αλλαγή του παραγωγικού προτύπου,
– να δώσουν έμφαση σε ρυθμίσεις μακροπρόθεσμου χαρακτήρα, καθώς η μέχρι πρόσφατα ακολουθούμενη πρακτική παροχής βραχυπρόθεσμων ρυθμίσεων παρατείνει μόνο το πρόβλημα δεσμεύοντας πολύτιμους παραγωγικούς πόρους,
– να προβούν σε συντονισμένη αντιμετώπιση των κοινών πιστούχων, συνθήκη αναγκαία για την εξεύρεση βιώσιμων λύσεων και την ταχεία εφαρμογή τους,
– να συνεισφέρουν τεχνογνωσία στην αναδιάρθρωση βιώσιμων επιχειρήσεων, με αλλαγές στη δομή, στον επιχειρηματικό σχεδιασμό και, όπου είναι αναγκαίο, στην διοίκηση των επιχειρήσεων,
– να ενισχύσουν τις διαδικασίες εσωτερικού ελέγχου τους, ώστε να διασφαλίζουν την ίση μεταχείριση και τη διαφάνεια στην αντιμετώπιση των δανειοληπτών.
Από την πλευρά της η πολιτεία πρέπει να επιταχύνει την υλοποίηση πρόσθετων δράσεων για να διασφαλιστεί ότι θα αρθούν και τα τελευταία μικρά θεσμικά και διοικητικά εμπόδια. Ειδικότερα, απαιτούνται:
– Αναμόρφωση του πλαισίου εξωδικαστικού διακανονισμού χρέους, ώστε να υπάρξουν δυνατότητες ταχείας, αποτελεσματικής και διαφανούς ρύθμισης χρεών προς ιδιωτικούς φορείς (τράπεζες και προμηθευτές) και φορείς του Ελληνικού Δημοσίου (π.χ. φορολογικές αρχές, ασφαλιστικά ταμεία).
– Βελτίωση των υποδομών και της εξειδικευμένης τεχνογνωσίας του δικαστικού συστήματος και ενίσχυση των ανθρώπινων πόρων του.
– Παροχή χρηματοοικονομικής εκπαίδευσης και συμβουλευτικής υποστήριξης σε (υπερχρεωμένα) νοικοκυριά και ελεύθερους επαγγελματίες.
– Επίλυση χρόνιων ζητημάτων που σχετίζονται με τη φορολογική μεταχείριση διαγραφών και σχηματισμού προβλέψεων για τους δανειστές.
– Εισαγωγή διατάξεων που θα διασφαλίζουν τη συνεργασία των μετόχων στις προσπάθειες των τραπεζών για εξυγίανση επιχειρήσεων και θα παρέχουν νομική προστασία των στελεχών των τραπεζών και των εκπροσώπων του Δημοσίου όταν προβαίνουν σε διαγραφή οφειλών με καλή πίστη και στόχο την προστασία των συμφερόντων των πιστωτών και του Δημοσίου.
– Επιτάχυνση στην έκδοση των αναγκαίων κανονιστικών πράξεων και στην δημιουργία των διοικητικών υποδομών που επιτρέπουν την απρόσκοπτη εφαρμογή των ήδη νομοθετημένων μεταρρυθμίσεων.