Η «παγίδα» της παραγραφής «μπλοκάρει» τους οφειλέτες με ληξιπρόθεσμα χρέη στα δίχτυα των εφοριών από 3 έως και 20 χρόνια, καθώς μόνο με την παρέλευση των συγκεκριμένων προθεσμιών, ανάλογα με το είδος της οφειλής, παραγράφεται η απαίτηση του Δημοσίου έναντι των φορολογουμένων.
Για την ουσιαστικότερη μάλιστα διασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου, ειδικά από τους επιτήδειους και όχι από όσους αντικειμενικά αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες και δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους, η παραγραφή με βάση τις ισχύουσες διατάξεις διακόπτεται μόνο στην περίπτωση που το Δημόσιο κοινοποιεί ειδοποιητήριο προς τον φορολογούμενο για την τακτοποίηση των οφειλών του ή προχωρεί στη λήψη μέτρων αναγκαστικής είσπραξης.
Από την άλλη πλευρά η παραγραφή αναστέλλεται μόνο στις περιπτώσεις υπαγωγής του οφειλέτη σε ρύθμιση τμηματικής καταβολής του χρέους του η εάν ασκηθεί ποινική δίωξη σε βάρος οφειλέτη με ληξιπρόθεσμα χρέη άνω των 100.000 ευρώ. Κινήσεις που κρίνονται αναγκαίες από το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης για τη διασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου, καθώς ήδη τα ληξιπρόθεσμα χρέη υπερβαίνουν τα 91,5 δισ. ευρώ και αναμένεται να αυξηθούν περαιτέρω λόγω της υπερφορολόγησης των εισοδημάτων.
Προς την κατεύθυνση άλλωστε αυτή και η Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων τις προηγούμενες ημέρες αποφάσισε να προχωρά στη δέσμευση του 100% των καταθέσεων, λογαριασμών και παρακαταθηκών, αλλά και των θυρίδων σε τράπεζες, μέσω της χρήσης ηλεκτρονικών μέσων και διασταυρώσεων, για τον εντοπισμό περιουσιακών στοιχείων οφειλετών του Δημοσίου, προκειμένου να λαμβάνονται εγκαίρως όλα τα μέτρα αναγκαστικής είσπραξης εις βάρους τους για να αποφευχθεί ο χαρακτηρισμός των χρεών ως ανεπίδεκτων είσπραξης. Θα πρέπει να αναφερθεί πάντως πως ό,τι καταβλήθηκε μέχρι σήμερα χωρίς γνώση της παραγραφής δεν αναζητείται, σύμφωνα και με εγκύκλιο (ΠΟΛ.1154/ 12.10.2016) του γενικού γραμματέα Δημοσίων Εσόδων Γ. Πιτσιλή, στην οποία καταγράφονται συστηματικά όλες οι διατάξεις περί παραγραφής των απαιτήσεων του δημοσίου των Ν. 4270/2014, Ν.4174/2013, Ν. 2362/1995, Ν.Δ. 321/1969 και άλλων νομοθετημάτων.
Ειδικότερα, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στην εν λόγω εγκύκλιο, παραγραφή απαίτησης είναι το χρονικό διάστημα μετά τη συμπλήρωση του οποίου ο δανειστής δεν δύναται να επιδιώξει την είσπραξη αυτής και ο οφειλέτης έχει δικαίωμα να αρνηθεί την παροχή.
Εάν παρέλθει βέβαια άπρακτος ο χρόνος παραγραφής, παραλύει το εναγώγιμο της αξίωσης, παραμένει όμως φυσική ή ατελής ενοχή.
Όσον αφορά δε την αναστολή παραγραφής θεωρείται ο μη υπολογισμός στον χρόνο της παραγραφής ορισμένου χρονικού διαστήματος κατά το οποίο διαρκεί ο λόγος της αναστολής και φυσικά η παραγραφή συνεχίζεται μετά την παύση της αναστολής.
Η δε διακοπή παραγραφής είναι η ματαίωση του χρόνου της παραγραφής που διανύθηκε πριν λάβει χώρα ο λόγος της διακοπής, ενώ από την περάτωση της διακοπής αρχίζει νέος χρόνος παραγραφής.
Σύμφωνα με δημοσίευμα της Ναυτεμπορικής, με βάση το ισχύον καθεστώς ο χρόνος παραγραφής των χρεών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων που αφορούν την παραγραφή (Ν. 321/1969, Ν.2362/1995 και Ν. 4270/2014) αρχίζει από τη λήξη του οικονομικού έτους εντός του οποίου βεβαιώθηκαν εν στενή εννοία και κατέστησαν ληξιπρόθεσμα.
Ο χρόνος όμως παραγραφής των φόρων και λοιπών εσόδων του Δημοσίου, των οποίων ο εκτελεστός τίτλος αποκτήθηκε από 1-1-2014, αρχίζει από τη λήξη του έτους, εντός του οποίου αποκτήθηκε ο νόμιμος τίτλος εκτέλεσης.
Προθεσμία παραγραφής
Έως 31-12-1995
Ο χρόνος παραγραφής των απαιτήσεων που γεννήθηκαν μέχρι και 31-12-1995 καθορίζεται ως εξής:
1. Σε πενταετή παραγραφή υπόκεινται:
i. Κάθε χρέος προς το Δημόσιο, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά, που αρχίζει από τη λήξη του οικονομικού έτους εντός του οποίου βεβαιώθηκε στο Δημόσιο Ταμείο με τη στενή έννοια. Εάν η βεβαίωση έγινε πριν το χρέος καταστεί ληξιπρόθεσμο, μερικά ή ολικά, η παραγραφή αρχίζει από τη λήξη του οικονομικού έτους κατά το οποίο το χρέος κατέστη ληξιπρόθεσμο και για το ποσό αυτό.
ii. Χρέη προς το Δημόσιο προερχόμενα από απαιτήσεις που περιήλθαν σ’ αυτό από οποιονδήποτε λόγο, οι οποίες δεν έχουν παραγραφεί στο πρόσωπο του δικαιοπαρόχου μέχρι τη μεταβίβασή των στο Δημόσιο.
iii. Χρέη από πρόστιμα, χρηματικές ποινές και συναφή δικαστικά έξοδα και τέλη.
2. Σε δεκαετή παραγραφή υπόκεινται:
i. Χρέη προς το Δημόσιο από παρακρατηθέντες ή για λογαριασμό του Δημοσίου εισπραχθέντες φόρους, τέλη και δικαιώματα.
ii. Χρέη προς το Δημόσιο από εισαγωγικούς δασμούς και τέλη εν γένει εισπραττόμενα στα Τελωνεία, η οποία αρχίζει από τη λήξη του οικονομικού έτους εντός του οποίου γεννήθηκε η προς είσπραξη αυτών απαίτηση του Δημοσίου.
Ως χρόνος γένεσης της αξίωσης προς είσπραξη εισαγωγικών δασμών και λοιπών τελών εμπορευμάτων υπό αποταμίευση λογίζεται για την παραγραφή η επομένη της λήξης της σύμφωνα με τους τελωνειακούς νόμους οριζόμενης προθεσμίας αποταμίευσης, σε περίπτωση δε διενέργειας ως προς αυτήν ελέγχου των αποθηκών, η ημέρα της σύνταξης έκθεσης περί διαπίστωσης ελλείμματος.
3. Σε εικοσαετή παραγραφή υπόκεινται χρέη προς το Δημόσιο που προέρχονται από:
i. Τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις, πλην χρεών από πρόστιμα, χρηματικές ποινές και συναφή δικαστικά έξοδα και τέλη
ii. Άπιστη διαχείριση
iii. Συμβάσεις και διατάξεις τελευταίας βουλήσεως, περιλαμβανόμενων και των περιοδικών παροχών και
iv. Καταλογισμούς που επιβλήθηκαν από οποιαδήποτε κατά νόμο αρμόδια Αρχή.
Από την 1-1-1996
Αξίζει να σημειωθεί ότι όσον αφορά τις απαιτήσεις που γεννήθηκαν από την 1-1-1996 καμία χρηματική απαίτηση του Δημοσίου δεν υπόκειται σε παραγραφή πριν να βεβαιωθεί πράγματι προς είσπραξη ως δημόσιο έσοδο στην αρμόδια Φορολογική Αρχή ή Τελωνείο (βεβαίωση με τη στενή έννοια), και έτσι:
1. Σε τριετή παραγραφή υπόκεινται:
Οι απαιτήσεις του Δημοσίου από δασμούς, φόρους, τέλη και λοιπά δικαιώματα που εισπράττονται από τα Τελωνεία, εφόσον δεν έχουν βεβαιωθεί ταμειακά ή βεβαιώθηκαν ελλιπώς, η οποία αρχίζει από την ημερομηνία κατά την οποία κατέστη απαιτητή η οφειλή.
2. Σε πενταετή παραγραφή υπόκειται:
Χρηματική απαίτηση του Δημοσίου μαζί με τα πρόστιμα, τους τόκους και τις προσαυξήσεις που έχουν βεβαιωθεί, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στον ίδιο νόμο ή σε άλλη ειδική διάταξη που ρυθμίζει προθεσμία παραγραφής απαιτήσεων του Δημοσίου. Η προθεσμία παραγραφής αρχίζει από τη λήξη του οικονομικού έτους εντός του οποίου βεβαιώθηκε με τη στενή έννοια η απαίτηση και κατέστη αυτή ληξιπρόθεσμη (παρ. 2 άρθρου 86 Ν. 2362/1995 και άρθρου 136 Ν. 4270/2014).
3. Σε δεκαετή παραγραφή υπόκεινται:
i. Απαιτήσεις του Δημοσίου από δασμούς, φόρους, τέλη και λοιπά δικαιώματα που βεβαιώθηκαν στα τελωνεία, η οποία αρχίζει από τη λήξη του οικονομικού έτους εντός του οποίου βεβαιώθηκαν κατά τις ειδικότερες διατάξεις της τελωνειακής νομοθεσίας. Ως χρόνος γένεσης αξίωσης για είσπραξη δασμών, φόρων, τελών και λοιπών δικαιωμάτων επί εμπορευμάτων που βρίσκονται υπό τελωνειακή παρακολούθηση την οποία επιβάλλει η προσωρινή εναπόθεση των εμπορευμάτων αυτών ή η υπαγωγή τους σε τελωνειακό καθεστώς, το οποίο συνεπάγεται τελωνειακή παρακολούθηση, θεωρείται για την παραγραφή το χρονικό σημείο κατά το οποίο πραγματοποιείται η διαφυγή του εμπορεύματος από την τελωνειακή παρακολούθηση και όπου αυτό δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί, το χρονικό σημείο διαπίστωσης της διαφυγής.
ii. Απαιτήσεις του Δημοσίου ως εγγυητή που υποκαταστάθηκε πλήρως στα δικαιώματα του δανειστή ή πιστωτή κατά του οφειλέτη, κατά του εγγυητή και κατά των λοιπών συνυπόχρεων, οι οποίες βεβαιώνονται με τη στενή έννοια από 1/1/1996 (έναρξη ισχύος του Ν. 2362/1995) στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες. Η προθεσμία παραγραφής αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο μετά την εν στενή εννοία βεβαίωσή τους κατέστησαν ληξιπρόθεσμες.
Οι απαιτήσεις από την ίδια ως άνω αιτία που έχουν βεβαιωθεί στις ΔΟΥ και δεν έχουν υποπέσει σε παραγραφή (μέχρι την έναρξη ισχύος του Ν. 2362/1995) παραγράφονται μετά την παρέλευση δέκα (10) ετών από τη λήξη του έτους δημοσίευσης του ανωτέρω νόμου, δηλαδή από την 31η/12/1995.
Αντίστοιχα, απαιτήσεις από την ανωτέρω αιτία που έχουν βεβαιωθεί στις ΔΟΥ και δεν έχουν υποπέσει σε παραγραφή μέχρι την έναρξη ισχύος του Ν. 4270/2014 παραγράφονται μετά την παρέλευση δέκα (10) ετών από τη λήξη του έτους δημοσίευσης του νόμου αυτού, δηλαδή από την 31η/12/2014.
4. Σε εικοσαετή παραγραφή υπόκεινται απαιτήσεις του Δημοσίου που:
i. Απορρέουν από σύμβαση που αυτό έχει καταρτίσει, στην οποία περιλαμβάνεται και η σύμβαση που βασίζεται σε πρακτικό του ΝΣΚ με το οποίο καταρτίζεται εξωπτωχευτική ρύθμιση του τρόπου καταβολής πτωχευτικών χρεών, οφειλομένων στο Δημόσιο, η οποία εξομοιώνεται πλήρως με μεταπτωχευτική έννομη σχέση.
ii. Απορρέουν από τελεσίδικη απόφαση είτε αναγνωριστική είτε καταψηφιστική οποιουδήποτε δικαστηρίου.
iii. Γεννήθηκαν συνεπεία άπιστης διαχείρισης.
iv. Απορρέουν από διάταξη τελευταίας βούλησης.
v. Αφορούν σε περιοδικές παροχές.
vi. Γεννήθηκαν από καταλογισμό που έγινε από οποιαδήποτε αρμόδια δημόσια αρχή.
vii. Γεννήθηκαν από αυτοτελή πρόστιμα που επιβλήθηκαν από διοικητικές αρχές.
viii. Αφορούν σε απόδοση παρακρατηθέντων ή για λογαριασμό αυτού εισπραχθέντων φόρων, τελών και δικαιωμάτων και
ix. Απορρέουν από κατάπτωση εγγυήσεων τρίτων.
Χρηματική απαίτηση του Δημοσίου, που περιήλθε σε αυτό με οποιονδήποτε τρόπο και οποιαδήποτε αιτία, υπόκειται στην προβλεπόμενη από τις κείμενες διατάξεις παραγραφή, που δεν δύναται όμως σε κάθε περίπτωση να συμπληρωθεί στο πρόσωπο του Δημοσίου προ της παρόδου πέντε ετών από τη λήξη του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο έγινε η βεβαίωση αυτή με τη στενή έννοια.
Επισημαίνεται ότι η προθεσμία παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου για την είσπραξη των φόρων και λοιπών εσόδων του που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του Ν. 4174/2013, για τα οποία η Φορολογική Διοίκηση αποκτά εκτελεστό τίτλο από 1-1-2014 και εφεξής, ορίζεται πενταετής (5 έτη), που αρχίζει από τη λήξη του έτους, εντός του οποίου αποκτήθηκε ο νόμιμος τίτλος εκτέλεσης.
Αναστολή παραγραφής
Οι λόγοι αναστολής παραγραφής των απαιτήσεων του Δημοσίου που προβλέπονταν αρχικά στις διατάξεις του άρθρου 87 του Ν.2362/1995 και μετά την κατάργηση αυτού στις σχεδόν ομοίου περιεχομένου διατάξεις του άρθρου 137 του Ν. 4270/2014, έχουν εφαρμογή, επί απαιτήσεων που γεννήθηκαν από 1-1-1996 καθώς και επί προγενέστερων απαιτήσεων, εφόσον δεν είχαν υποπέσει σε παραγραφή κατά την ως άνω ημερομηνία (χρόνος έναρξης ισχύος του νόμου Ν. 2362/1995), πλην εκείνων για τις οποίες εφαρμόζονται οι διατάξεις του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (άρθρο 51 Ν. 4174/2013), για τις οποίες αποκτήθηκε εκτελεστός τίτλος από 1-1-2014.
Ειδικότερα:
Η παραγραφή των απαιτήσεων του Δημοσίου αναστέλλεται:
α) Για τους λόγους που προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία (παρ. 1 άρθρου 87 Ν. 2362/1995 και άρθρου 137 Ν. 4270/2014).
β) Για χρονικό διάστημα ίσο με το χρόνο για τον οποίο είχε χορηγηθεί στον υπόχρεο ή σε συνυπόχρεο κατά την τελευταία διετία της παραγραφής αναστολή πληρωμής του χρέους του ή διευκόλυνση τμηματικής καταβολής είτε με νόμο είτε με δικαστική απόφαση είτε με πράξη της αρμόδιας Αρχής, που εκδίδεται ύστερα από αίτηση του υπόχρεου, ανεξάρτητα αν ο υπόχρεος έχει συμμορφωθεί ή όχι, εν όλω ή εν μέρει.
γ) Για χρονικό διάστημα ίσο με το χρόνο κατά τον οποίο είχε εμποδιστεί το Δημόσιο να επιδιώξει την είσπραξη του χρέους με αναγκαστικά μέτρα, λόγω αναστολής εκτέλεσης που έχει χορηγηθεί με διάταξη νόμου.
Στις παραπάνω περιπτώσεις η παραγραφή συνεχίζεται μετά τη λήξη της αναστολής της και σε καμία περίπτωση δεν συμπληρώνεται πριν παρέλθει ένα έτος από τη λήξη είτε της αναστολής πληρωμής, είτε της παραβίασης της υποχρέωσης τμηματικής καταβολής, είτε της αναστολής λήψης των αναγκαστικών μέτρων αντίστοιχα.
Επισημαίνεται ότι η παραγραφή των απαιτήσεων του Δημοσίου ανεστάλη για όλο το χρονικό διάστημα ισχύος της αναστολής διενέργειας πράξεων της αναγκαστικής εκτέλεσης, που ίσχυσε από 28-6-2015 έως 31-10-2015, λόγω της τραπεζικής αργίας και της επιβολής περιορισμών στις αναλήψεις μετρητών και στην κίνηση κεφαλαίων και η οποία δεν συμπληρώνεται πριν την πάροδο ενός έτους από την λήξη της αναστολής εκτέλεσης.
δ) Κατά τη διάρκεια ανηλικότητας του οφειλέτη ή και δύο έτη μετά την ενηλικίωση αυτού, αν η κληρονομιά στερείται ενεργητικού, ανεξαρτήτως της ύπαρξης ή μη κηδεμόνα ή επιτρόπου του ανηλίκου.
ε) Στην περίπτωση που ο οφειλέτης κατά την τελευταία διετία της παραγραφής διέμενε στο εξωτερικό για χρόνο μεγαλύτερο του μηνός συνεχόμενα ή μη, ο χρόνος παραγραφής κάθε απαίτησης του Δημοσίου παρατείνεται για δύο έτη.
στ) Σε περίπτωση δικαστικής αμφισβήτησης από οποιονδήποτε, είτε του νόμιμου τίτλου γενικά της απαίτησης του Δημοσίου, είτε της νομιμότητας της βεβαίωσης εν στενή εννοία, είτε της για οποιονδήποτε λόγο εγκυρότητας πράξης της αναγκαστικής (διοικητικής) εκτέλεσης προς είσπραξη απαίτησης του Δημοσίου, η προβλεπόμενη παραγραφή της απαίτησης του Δημοσίου προς βεβαίωση (εν ευρεία εννοία) ή προς είσπραξη της βεβαιωμένης απαίτησής του, αναστέλλεται μέχρι την έκδοση επί της δικαστικής αυτής διένεξης τελεσίδικης δικαστικής απόφασης και δεν συμπληρώνεται αυτή σε κάθε περίπτωση πριν από την πάροδο ενός έτους από την κοινοποίηση, με επιμέλεια των αντιδίκων του Δημοσίου και με δικαστικό επιμελητή, της τελεσίδικης δικαστικής απόφασης στον προϊστάμενο της αρμόδιας ΔΟΥ ή του Τελωνείου και στον υπουργό των Οικονομικών.
Σε περίπτωση ακύρωσης της κατάσχεσης ή άλλης πράξης της διοικητικής εκτέλεσης και επανάληψης της ίδιας ή άλλης πράξης αναγκαστικής (διοικητικής) εκτέλεσης εντός της ανωτέρω προθεσμίας του ενός έτους, επί του ιδίου ή άλλου περιουσιακού στοιχείου του οφειλέτη ή άλλου προσώπου κατά νόμο ευθυνόμενου, η διακοπή της παραγραφής της απαίτησης που επήλθε με την ακυρωθείσα πράξη, λογίζεται ως μηδέποτε εξαλειφθείσα.
Η παραγραφή του δικαιώματος του Δημοσίου για την είσπραξη των φόρων και λοιπών εσόδων του που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, για τα οποία αποκτάται εκτελεστός τίτλος από 1-1-2014 και εφεξής, αναστέλλεται για τους εξής λόγους:
α) Για όσο χρονικό διάστημα είχε χορηγηθεί ρύθμιση τμηματικής καταβολής.
β) Για όσο χρονικό διάστημα η Φορολογική Διοίκηση δεν μπορούσε να εισπράξει το χρέος λόγω αναστολής εκτέλεσης από οποιαδήποτε αιτία.
Στις δύο ανωτέρω περιπτώσεις βέβαια η παραγραφή δεν συμπληρώνεται πριν από την παρέλευση έτους από τη λήξη της αναστολής.
γ) Κατά τη διάρκεια της ανηλικότητας του φορολογούμενου.
δ) Κατά τη διάρκεια δικαστικής αμφισβήτησης του εκτελεστού τίτλου της απαίτησης ή της νομιμότητας της είσπραξης ή του κύρους της πράξης εκτέλεσης και μέχρι τη συμπλήρωση ενός έτους από την επίδοση στη Φορολογική Διοίκηση με δικαστικό επιμελητή αμετάκλητης δικαστικής απόφασης.
Αρχίζει η διαδικασία αυτεπάγγελτου συμψηφισμού
Ενεργοποιείται η διαδικασία αυτεπάγγελτου συμψηφισμού για επιστροφές φόρου εισοδήματος με βεβαιωμένες οφειλές εκτός ρύθμισης.
Για τον λόγο αυτό άλλωστε η Διεύθυνση Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων ανακοίνωσε ότι σήμερα δεν θα είναι διαθέσιμες υπηρεσίες του Taxis (υποβολή δηλώσεων ΦΠΑ, ανακεφαλαιωτικών πινάκων VIES, αιτήσεων ρύθμισης και της εφαρμογής Προσωποποιημένης Πληροφόρησης) μέχρι τη 1 το μεσημέρι λόγω της διαδικασίας του αυτόματου συμψηφισμού.
Επισημαίνεται ότι με βάση τον σχεδιασμό των αρμόδιων υπηρεσιών της ΓΓΔΕ, όπως έχει ήδη επισημάνει η «Ν», θα προηγηθεί η ενημέρωση όλων των φορολογουμένων στους οποίους θα προχωρήσει ο αυτεπάγγελτος συμψηφισμός με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου με το οποίο θα καλούνται να δουν στον προσωπικό τους λογαριασμό στο Taxis (προσωποποιημένη πληροφόρηση) τη νέα εικόνα των οφειλών τους.
Σε δεύτερο, εξάλλου, στάδιο μελετάται όπως δοθεί η δυνατότητα στους φορολογούμενους να μπορούν οι ίδιοι ηλεκτρονικά να προχωρούν σε συμψηφισμό των οφειλών τους με τυχόν επιστροφές φόρου.
Υπενθυμίζεται ότι ο αυτεπάγγελτος συμψηφισμός προβλέπεται ήδη από το 2011 και δίνει τη δυνατότητα για βέβαιη και εκκαθαρισμένη χρηματική απαίτηση του οφειλέτη κατά του Δημοσίου (π.χ. επιστροφή φόρου εισοδήματος), η οποία αποδεικνύεται με τελεσίδικη δικαστική απόφαση ή δημόσιο έγγραφο, να συμψηφίζεται με βεβαιωμένα χρέη αυτού προς το Δημόσιο, όπως για παράδειγμα ο ΕΝΦΙΑ.
Θα πρέπει δε να αναφερθεί ότι σε συμψηφισμό υπόκεινται, με βάση την ισχύουσα νομοθεσία, οι βεβαιωμένες οφειλές είτε είναι ληξιπρόθεσμες είτε όχι, οι βεβαιωμένες οφειλές που τελούν σε δικαστική ή διοικητική αναστολή, οι βεβαιωμένες οφειλές που για οποιονδήποτε λόγο καταβάλλονται τμηματικά καθώς και οι παραγεγραμμένες οφειλές, οι οποίες αντιτάσσονται σε συμψηφισμό για μία τριετία από τη συμπλήρωση της παραγραφής τους.