Τη δική τους ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους έκαναν οι οικονομολόγοι της JP Morgan, καταλήγοντας σε ένα σχέδιο για την ελάφρυνση του χρέους που σύμφωνα με την άποψή τους μπορεί να γίνει αποδεκτό σαν ένας συμβιβασμός ανάμεσα στους Ευρωπαίους και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Σε κάθε περίπτωση, ο αμερικανικός επενδυτικός οίκος δεν πιστεύει ότι η αναδιάρθρωση του χρέους μπορεί να υλοποιηθεί πριν από τις γερμανικές εκλογές, το Φθινόπωρο του 2017.
Σύμφωνα με τη JP Morgan, η βάση πάνω στην οποία θα μπορούσε να στηριχθεί μία συμφωνία για το ελληνικό χρέος είναι ένας συμβιβασμός για μείωση του στόχου για τα πρωτογενή πλεονάσματα στο 2,5% από το 2018 και μετά.
Τα δάνεια διάσωσης του EFSF
Με αυτή τη βάση και με μέτρα ελάφρυνσης που θα αποτελούνται από τη 12ετή επιμήκυνση και την 12ετή περίοδο χάριτος για τα δάνεια διάσωσης του EFSF και του ESM, το ελληνικό χρέος μπορεί να μπει σε μια αξιόπιστα βιώσιμη τροχιά, εκτιμούν οι αναλυτές. Με αυτό τον τρόπο, οι δαπάνες για τόκους πέφτουν κάτω από το 4% του ΑΕΠ και οι μεικτές χρηματοδοτικές ανάγκες κάτω από το 15% του ΑΕΠ για τα επόμενα 40 χρόνια. Επιπλέον, στο σενάριο αυτό, το κόστος δανεισμού της Ελλάδας από τις αγορές ομολόγων θα πέσει στο 5,25%, υπολογίζει η JP Morgan.
«Πιστεύουμε ότι αυτή η έκταση της ελάφρυνσης χρέους βρίσκεται κοντά στο ανώτερο όριο του εύρους αυτών που θα ήταν έτοιμοι να παραχωρήσουν οι Ευρωπαίοι, με δεδομένους τους υπάρχοντες πολιτικούς περιορισμούς», σημειώνουν οι αναλυτές. Αναγνωρίζουν, βέβαια, ότι στην περίπτωση που υπάρξουν αρνητικά σοκ στον τομέα της ανάπτυξης, θα απαιτηθούν και άλλα μέτρα για το χρέος, αλλά εκτιμούν ότι σε εκείνη τη φάση, η παροχή πρόσθετης ελάφρυνσης θα είναι πολιτικά ευκολότερη για τους Ευρωπαίους.
Το timing
Σε ό,τι αφορά το timing των αποφάσεων για το χρέος, η JP Morgan εκτιμά ότι για τώρα, είναι δυνατός ένας συμβιβασμός που θα προσφέρει κάποια περιορισμένη αναδιάρθρωση και θα ανοίγει το δρόμο για τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα (σε πρώτη φάση μόνο με συμβουλευτικό ρόλο), με τις πιο ουσιαστικές αποφάσεις να αναμένονται μετά τις γερμανικές εκλογές.
Όσο για τους ισχυρισμούς ότι η ελληνική οικονομία δεν μπορεί να επιστρέψει στην ανάπτυξη έως ότου διευθετηθεί το ζήτημα του χρέους, οι αναλυτές δείχνουν να διαφωνούν, υπενθυμίζοντας ότι η Ελλάδα κατάφερε και να αναπτυχθεί αλλά και να βγει στις αγορές, το 2014. Αντ΄ αυτού, πιστεύουν ότι το τέλος της λιτότητας θα προκαλέσει μία τουλάχιστον βραχυπρόθεσμη ανοδική αντίδραση του ΑΕΠ, με δεδομένη τη μεγάλη συρρίκνωση της οικονομίας που έχει προηγηθεί. «Μάλιστα, με δεδομένη την πρόβλεψη για πρωτογενές πλεόνασμα 0,7% το 2016 και ανάπτυξη κοντά στο 2,5% το 2017, ένα πρωτογενές πλεόνασμα κοντά στο 2% είναι πιθανό», χωρίς την ενεργοποίηση του «κόφτη», σημειώνεται.
Η δεύτερη αξιολόγηση
Με δεδομένη την άνοδο της Νέας Δημοκρατίας στις δημοσκοπήσεις, η κυβέρνηση έχει συμφέρον να επιταχύνει τη διαδικασία της δεύτερης αξιολόγησης και να επιτύχει όσο περισσότερα μπορεί έως τα τέλη του έτους, σύμφωνα με τη JP Morgan. «Κατά την άποψή μας, η κυβερνητική πλειοψηφία θα κρατήσει, ακόμα και μπροστά στις δυσάρεστες επιλογές, με δεδομένο ότι μια νέα προσφυγή στις κάλπες θα κατέληγε στη σημαντική μείωση της κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης του ΣΥΡΙΖΑ», σημειώνουν οι αναλυτές.
Πάντως, με δεδομένη και την εμπειρία του παρελθόντος, η JP Morgan δεν αποκλείει το ενδεχόμενο καθυστερήσεων και συγκρούσεων με τους πιστωτές, εκτιμώντας ότι σε μια τέτοια περίπτωση, οι διαπραγματεύσεις μπορεί να συνεχιστούν έως και τον Ιούλιο του 2017, όταν οι προγραμματισμένες αποπληρωμές θα αποτελέσουν καταλύτη για συμφωνία. «Σε αυτή την περίπτωση, εξακολουθούμε να πιστεύουμε ότι η κυβέρνηση θα οργανωθεί και θα επιβιώσει, αλλά ο κίνδυνος ατυχημάτων που θα οδηγούσαν σε πολιτική κρίση θα είναι υψηλότερος», αναφέρεται.