Το περιβάλλον άσκησης της επιχειρηματικής δραστηριότητας, δεν είναι σήμερα βιώσιμο. Δεν είναι βιώσιμο ειδικά για τη Μικρομεσαία Επιχείρηση, η οποία είναι η πλέον ευάλωτη στις εξωτερικές πιέσεις, ανέφερε, μεταξύ άλλων, στην ομιλία του ο πρόεδρος του ΚΕΕ & ΕΒΕΑ, Κωνσταντίνος Μίχαλος, στην εκδήλωση που διοργανώνεται στο ΕΒΕΑ με τίτλο «Μνημονιακή και εγχώρια ανάπτυξη – Κοινωνικός Διάλογος φορέων».
Αναλυτικά η ομιλία Μίχαλου:
«Η φετινή χρονιά ήταν, θα λέγαμε, μια χρονιά σταθεροποίησης της ελληνικής οικονομίας. Σύμφωνα με τις πρόσφατες, φθινοπωρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το 2016 θα κλείσει με ύφεση της τάξης του 0,3%, ενώ για το 2017 αναμένεται ανάπτυξη με ρυθμό 2,7%.
Οι εκτιμήσεις αυτές θα έλεγα ότι είναι αρκετά – έως και υπέρ – αισιόδοξες, σε σχέση με την πραγματική εικόνα στην αγορά και στην κοινωνία. Σε σχέση με την πραγματικότητα που βιώνουν καθημερινά πολίτες και επιχειρήσεις.
Οι διαγραφές επιχειρήσεων από το ΓΕΜΗ το εννεάμηνο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2016 αυξήθηκαν κατά 33,5% σε σχέση με πέρυσι. Συνολικά σχεδόν 25.000 έβαλαν λουκέτο, δηλαδή 6.000 περισσότερες επιχειρήσεις έκλεισαν σε σχέση με το 2015. Αντίστοιχα μειώθηκαν κατά 10,4% και οι νέες εγγραφές.
Οι αριθμοί αυτοί κρύβουν πίσω τους καθημερινές τραγωδίες και καταγράφουν τις μαύρες μέρες που διανύει η ελληνική οικονομία. Κάθε λουκέτο που μπαίνει στην αγορά στερεί εισόδημα από οικογένειες και χρήματα από την αγορά.
Το χειρότερο είναι ότι αυτή τη στιγμή, παρά τις αισιόδοξες προβλέψεις, κανείς δεν βλέπει ελπίδα βελτίωσης.
Η εικόνα που προκύπτει από την πρόσφατη έρευνα του ΕΒΕΑ, το Οικονομικό Βαρόμετρο, είναι χαρακτηριστική. Περισσότεροι από οκτώ στους δέκα συμμετέχοντες δήλωσαν απαισιόδοξοι για την πορεία της ελληνικής οικονομίας, με ποσοστό που είναι ένα από τα χαμηλότερα διαχρονικά. Ακόμα περισσότεροι, το 83%, δήλωσαν απαισιόδοξοι όσον αφορά την πορεία των προσωπικών τους οικονομικών.
Στην αγορά αυτή τη στιγμή επικρατεί ασφυξία, εξαιτίας της υπερφορολόγησης και της έλλειψης ρευστότητας.
Ο επιχειρηματίας καλείται σήμερα να πληρώσει πάνω από το 50% των εσόδων του σε φόρους και εισφορές.
Και από τον Ιανουάριο τίθενται σε ισχύ μια σειρά από νέα μέτρα, που ψηφίστηκαν το περασμένο καλοκαίρι. Η επίτευξη του δημοσιονομικού στόχου που έχει τεθεί για το 2017 βασίζεται κατά 80% στην αύξηση των εσόδων και μόνο κατά 20% στη συγκράτηση των δαπανών.
Με τους νέους φόρους κινδυνεύει να αφανιστεί, ουσιαστικά, μια ολόκληρη τάξη αυτοαπασχολούμενων και επαγγελματιών.
Και όλα αυτά συμβαίνουν, ενώ οι πόρτες των τραπεζών παραμένουν κλειστές.
Περιμένουμε, εδώ και πολύ καιρό, να εφαρμοστεί ένα σχέδιο για τη διαχείριση κόκκινων δανείων. Για να εξυγιανθούν τα χαρτοφυλάκια των τραπεζών, για να απελευθερωθούν κεφάλαια και να υπάρξουν νέες χρηματοδοτήσεις στην αγορά, με κόστος βιώσιμο.
Προς το παρόν, όχι μόνο δεν έχει δοθεί λύση, αλλά το πρόβλημα διογκώνεται συνεχώς. Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια ανέρχονται σήμερα σε 108 δισ. Ευρώ
και αποτελούν το 45,1% του συνόλου, ποσοστό σχεδόν οκταπλάσιο του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Κι όσο η εκκρεμότητα παραμένει, όχι μόνο δεν θα καταστεί δυνατή η απαραίτητη πιστωτική επέκταση, αλλά οι κεφαλαιακές πιέσεις για το τραπεζικό σύστημα θα αυξηθούν. Και θα βρεθούμε ξανά μπροστά στον κίνδυνο της αποσταθεροποίησης.
Απέναντι σε αυτό το εκρηκτικό μείγμα, θα περίμενε κανείς να έχουν κινητοποιηθεί στο έπακρο όλοι οι αρμόδιοι φορείς και μηχανισμοί. Θα περίμενε κανείς όλο το σύστημα, από το ΤΧΣ και τα αρμόδια υπουργεία, μέχρι τις τράπεζες, να εργάζονται πυρετωδώς για να δοθεί λύση.
Παρ’ όλα αυτά, βλέπουμε εδώ και μήνες να αναλώνεται πολύτιμος χρόνος σε παιχνίδια ελέγχου και ισορροπιών.
Το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, το οποίο θα έπρεπε να λειτουργεί εντατικά στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του, για την προάσπιση του δημοσίου συμφέροντος, βρίσκεται ουσιαστικά ακέφαλο, αντιμετωπίζοντας σοβαρά προβλήματα στελέχωσης της Διοίκησής του. Αντίστοιχα, σοβαρή διοικητική κρίση έχουν αντιμετωπίσει και οι μεγάλες συστημικές τράπεζες.
Δώσαμε τη δυνατότητα στους δανειστές να ελέγχουν τις διοικήσεις, με το επιχείρημα ότι θα σταματήσουν οι κομματικές και πελατειακές σχέσεις. Ότι θα ενισχυθεί η διαφάνεια και η τεχνογνωσία. Πολύ καλά αυτά.
Στην πραγματικότητα, όμως, οι φορείς που θα έπρεπε τώρα να τρέχουν, παραμένουν ακέφαλοι. Και επιπλέον, κινδυνεύουμε να παραδώσουμε τον έλεγχο ενός μεγάλου μέρους της οικονομίας σε χέρια ξένων funds.
Δεν θα υπήρχε κανένα πρόβλημα, αν επρόκειτο για ξένους επενδυτές με μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Εδώ όμως μιλάμε για ευκαιριακά σχήματα, με βραχυπρόθεσμη και αμιγώς κερδοσκοπική επενδυτική παρουσία στη χώρα.
Πώς θα λυθεί, κάτω από αυτές τις συνθήκες, το πρόβλημα των κόκκινων δανείων; Πως θα διασφαλιστεί η σταθερότητα του συστήματος; Πως θα διασφαλιστεί, τελικά, το δημόσιο συμφέρον, το συμφέρον των ελλήνων φορολογουμένων, που πληρώνουν για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών;
Το περιβάλλον άσκησης της επιχειρηματικής δραστηριότητας, δεν είναι σήμερα βιώσιμο. Δεν είναι βιώσιμο ειδικά για τη Μικρομεσαία Επιχείρηση, η οποία είναι η πλέον ευάλωτη στις εξωτερικές πιέσεις.
Εάν δεν αλλάξει δραστικά η κατάσταση στους επόμενους μήνες, θα δούμε τα λουκέτα να αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο.
Οι προϋποθέσεις για να υπάρξει ουσιαστική βελτίωση είναι συγκεκριμένες και ξεκάθαρες. Και δεν θα πάψουμε να τις επισημαίνουμε.
Πρώτον: χρειάζεται αλλαγή της δημοσιονομικής πολιτικής, προς την κατεύθυνση της μείωσης της φορολογίας.
Τα Επιμελητήρια έχουν καταθέσει επανειλημμένα τις προτάσεις τους:
-Καθιέρωση ενιαίου flat rate συντελεστή για τις επιχειρήσεις, που δεν θα ξεπερνά το 20%
-Σταδιακή μείωση των συντελεστών ΦΠΑ
-Καθιέρωση δύο μόνο συντελεστών φορολογίας εισοδήματος, 22% και 33%, για όλα τα είδη εισοδημάτων
-Κατάργηση του συμπληρωματικού ΕΝΦΙΑ και απόδοση του κύριου στην Τοπική Αυτοδιοίκηση
-Κατάργηση φοροαπαλλαγών και εκπτώσεων
-Κίνητρα για τη χρήση του πλαστικού χρήματος και της ηλεκτρονικής είσπραξης ΦΠΑ
-Σύσταση Ειδικού Σώματος Δίωξης για την καταπολέμηση του παραεμπορίου.
Μακάρι να συμφωνηθεί με τους δανειστές αναπροσαρμογή των δημοσιονομικών στόχων, ώστε να μειωθεί αντίστοιχα και η φορολογία.
Δεν μπορούμε, ωστόσο, να βασιζόμαστε σε αυτό. Αν δεν αλλάξουν οι στόχοι, θα πρέπει να αλλάξει το μείγμα. Λιγότεροι φόροι, αποτελεσματικότερος έλεγχος της φοροδιαφυγής, αποτελεσματικότερος περιορισμός των λειτουργικών δαπανών του κράτους.
Δεν πάει άλλο με τους φόρους. Αν δεν το συνειδητοποιήσουν αυτό κυβέρνηση – και βεβαίως και οι δανειστές – η ανάπτυξη θα μείνει στα νούμερα και στις εκτιμήσεις.
Δεύτερη προϋπόθεση για να βελτιωθεί το επιχειρηματικό περιβάλλον, είναι η επαναφορά της κανονικότητας στη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος.
Πρέπει να σταματήσουν τα παιχνίδια. Και να προχωρήσουμε με Διοικήσεις, οι οποίες θα έχουν ως αποκλειστική προτεραιότητα τη σταθεροποίηση του τραπεζικού συστήματος.
Πρέπει να τρέξουν γρήγορα οι κινήσεις για τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Η Επιμελητηριακή Κοινότητα έχει προτείνει στο συγκεκριμένο ζήτημα να υπάρξει εξατομικευμένη αντιμετώπιση κάθε περίπτωσης.
Επιπλέον πιέζουμε για την αξιοποίηση του θεσμού της διαμεσολάβησης. Γιατί υπάρχουν επιχειρήσεις, οι οποίες διαθέτουν βιώσιμα επιχειρηματικά σχέδια. Και πολλές μπορούν να σωθούν, μέσα από τη διαδικασία αυτή. Τα Επιμελητήρια μπορούν να αναλάβουν αυτό το ρόλο.
Μπορούν, επίσης, να αξιοποιήσουν τη γνώση τους σε οικονομοτεχνικά θέματα, αναλαμβάνοντας ρόλο ανεξάρτητων συμβούλων, κατά τη διαδικασία αξιολόγησης των επιχειρήσεων με μη εξυπηρετούμενα δάνεια.
Αυτή ήταν και η θέση μας, σε σχέση με το νέο Πτωχευτικό Κώδικα. Θέλουμε ένα πλαίσιο σύγχρονο, το οποίο δεν θα στιγματίζει τον έντιμο επιχειρηματία που απέτυχε εξαιτίας της κρίσης. Αλλά, αντίθετα, θα του δίνει τη δυνατότητα να σταθεί το συντομότερο δυνατό στα πόδια του και να προσπαθήσει ξανά.
Σε κάθε περίπτωση, η αγορά στη φάση αυτή χρειάζεται ένα δίκαιο και αποτελεσματικό πλαίσιο για την εκκαθάριση των μη βιώσιμων επιχειρήσεων. Με
απλούστερες διαδικασίες, με εξατομικευμένη προσέγγιση, με έμφαση στην παροχή δεύτερης ευκαιρίας.
Αυτό είναι ένα δύσκολο, αλλά απαραίτητο βήμα για να απελευθερωθούν κεφάλαια στις τράπεζες, για να αποκατασταθούν ομαλές συνθήκες χρηματοδότησης προς τις βιώσιμες επιχειρήσεις.
Εμείς, ως Επιμελητηριακή Κοινότητα, είμαστε εδώ. Με αιτήματα, αλλά και με προτάσεις. Με έτοιμες δομές, με γνώση και εμπειρία. Και θα διεκδικήσουμε ενεργό ρόλο σε αυτή τη διαδικασία, ώστε να προστατέψουμε το συμφέρον των μελών μας.
Εξίσου σημαντική προϋπόθεση για τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος είναι η επιτάχυνση των διαρθρωτικών αλλαγών. Τα προηγούμενα χρόνια έγιναν αρκετά θετικά βήματα για την ενίσχυση του ανταγωνισμού στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών. Το ίδιο ισχύει και για τον εκσυγχρονισμό του πλαισίου στην αγορά εργασίας. Ωστόσο, δεν είναι αρκετά τα βήματα αυτά, για μια χώρα, για μια οικονομία που πρέπει να αλλάξει εκ βάθρων για να γίνει ξανά βιώσιμη.
Πρέπει να γίνουν ακόμη πολλά, στις αγορές, στο κράτος, στη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης, στη διαδικασία απονομής της δικαιοσύνης.
Πρέπει, επίσης, η Μικρομεσαία και η καινοτόμος επιχειρηματικότητα να βρεθούν στο επίκεντρο των προτεραιοτήτων, κατά την αξιοποίηση των προγραμμάτων του ΕΣΠΑ.
Κυρίως, θα πρέπει να διευκολυνθεί, μέσω των προγραμμάτων, η πρόσβαση σε χρηματοδότηση, μέσα από σύγχρονα, ευέλικτα και αποτελεσματικά εργαλεία. Με την ενίσχυση μηχανισμών όπως τα κεφάλαια επιχειρηματικών συμμετοχών, οι επιχειρηματικοί άγγελοι, προγράμματα δανειοδότησης με ευνοϊκούς όρους, start-up funds σε τομείς όπως οι νέες τεχνολογίες, η αγροτική παραγωγή κτλ.
Τώρα, δεν έχουμε την πολυτέλεια για αστοχίες και λάθη. Δεν έχουμε την πολυτέλεια για αποσπασματικές δράσεις και χωρίς σχέδιο επιδοτήσεις, ούτε για την ατελείωτη γραφειοκρατία και την πολυπλοκότητα, που χαρακτήρισαν σε μεγάλο βαθμό τις προηγούμενες προγραμματικές περιόδους.
Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε – και να συμφωνήσουμε όλοι – ότι το νέο ΕΣΠΑ δεν μπορεί ούτε πρέπει να λειτουργήσει στη λογική του «μοιράζουμε χρήματα». Αυτό που καλούμαστε όλοι να κάνουμε, Πολιτεία, αυτοδιοίκηση, φορείς, επιχειρήσεις και κοινωνία, είναι να δούμε πως θα αξιοποιήσουμε αυτό το εργαλείο, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Πρέπει να γίνει κατανοητό από όλους ότι δεν μπορεί να υπάρξει έξοδος από την ύφεση, εάν δεν στηριχθεί η Μικρομεσαία Επιχείρηση.
Η Μικρομεσαία Επιχείρηση, η οποία σηκώνει διαχρονικά στις πλάτες της την οικονομία, την παραγωγή και την απασχόληση σε αυτή τη χώρα.
Τα Επιμελητήρια, ο θεσμός που βρίσκεται σε καθημερινή επαφή με τα προβλήματα, τις προσδοκίες, αλλά και τις δυνατότητες των επιχειρήσεων, σε κάθε γωνιά της Ελλάδας, εργάζονται συστηματικά για τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος.
Με ποιοτικές και χρήσιμες υπηρεσίες, όπως η διαχείριση του ΓΕΜΗ, η Υπηρεσία Μιας Στάσης για την αδειοδότηση επενδύσεων, η απομακρυσμένη ψηφιακή υπογραφή, οι δράσεις δικτύωσης και ενημέρωσης για τους εξαγωγείς, τα προγράμματα επιμόρφωσης για επιχειρηματίες και στελέχη. Και πολλές άλλες ακόμη υπηρεσίες.
Στηρίζουμε τις Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις, μέσα από τη δικτύωση και τη συνεργασία μας με ευρωπαϊκά επιμελητήρια.
Στηρίζουμε τις επιχειρήσεις, μέσα από την υπεύθυνη και εποικοδομητική συμμετοχή μας στο δημόσιο διάλογο. Με τεκμηριωμένες προτάσεις, θέσεις και διεκδικήσεις, σε κάθε ζήτημα που αφορά την αγορά.
Είμαστε υπερήφανοι γιατί εκπροσωπούμε το δυναμικό, το δημιουργικό, το ελπιδοφόρο κομμάτι της Ελλάδας. Τις 900.000 επιχειρήσεις που εξασφαλίζουν δουλειά και εισόδημα σε εκατομμύρια οικογένειες. Τις επιχειρήσεις που αγωνίζονται καθημερινά και στηρίζουν την οικονομία.
Αυτές οι επιχειρήσεις μπορούν και πρέπει να μπουν μπροστά. Και να οδηγήσουν την ελληνική οικονομία ξανά στην ανάπτυξη.
Εμείς θα συνεχίσουμε να δίνουμε μαζί τους τη μάχη. Θα συνεχίσουμε να είμαστε ο αξιόπιστος και σταθερός σύμμαχος της Μικρομεσαίας Επιχείρησης».