Για την ανάγκη ευρύτατης πολιτικής συναίνεσης γύρω από μία ηγεσία με ισχυρές πεποιθήσεις και άποψη για το μέλλον που θα πλαισιώνεται από ισχυρή τεχνοκρατική ομάδα έκανε λόγο ο πρόεδρος της Eurobank Νικόλαος Καραμούζης αναφερόμενος στους λόγους που θα πρέπει να συντρέξουν για την επιτυχία των στόχων και του εγχειρήματος της οριστικής εξόδου της χώρας από την κρίση, της επιστροφής στην ανάπτυξη και της απαλλαγής της επιτροπείας των ξένων.
Μιλώντας στην εκδήλωση της «διαΝΕΟσις» ανέφερε ότι «χρειαζόμαστε την κοινωνία μαζί μας, να πείσουμε τη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία ότι, η οικονομία της αγοράς, οι μεταρρυθμίσεις, η ανάπτυξη, οι ανοικτές αγορές και οι επενδύσεις, δημιουργούν θέσεις εργασίας, εισοδήματα και πλούτο, διευρύνουν τις δυνατότητες κοινωνικής πολιτικής, προσφέρουν ελπίδα και προοπτική, σταθεροποιούν ή βελτιώνουν τις μακροοικονομικές ανισορροπίες και απομειώνουν την υπερχρέωση δημοσίου και ιδιωτών».
«Χρειάζεται να διαμορφώσουμε μία ευρύτατη πολιτική και κοινωνική συμμαχία όλων των κοινωνικών στρωμάτων που έχουν να επωφεληθούν από τις μεταρρυθμίσεις και τους γρήγορους ρυθμούς ανάπτυξης, π.χ. τους ιδιωτικούς υπαλλήλους, τα στελέχη επιχειρήσεων, τους έντιμους και συνεπείς φορολογούμενους, ιδιώτες και επιχειρήσεις, τους ανέργους, τις δυναμικές ιδιωτικές επιχειρήσεις, τους έντιμους και εργατικούς δημοσίους υπαλλήλους, τους μικρομεσαίους επιχειρηματίες που δημιούργησαν ανταγωνιστικές επιχειρήσεις, χωρίς κρατικά δεκανίκια και προστασίες και φοροδιαφυγή» ανέφερε.
Επισήμανε επίσης, ότι δεν ωφελούν όλους οι μεταρρυθμίσεις και το άνοιγμα των αγορών στον ανταγωνισμό. Ωφελούν τους πολλούς, που έχουν συμφέρον να συμπράξουν σε μια κοινωνική και πολιτική συμμαχία, στο να γίνει κοινωνικά αποδεκτή η αναπτυξιακή και μεταρρυθμιστική στρατηγική. Θα πρέπει αυτή η μεταρρυθμιστική ατζέντα και η ανάπτυξη να αφορά τους πολλούς, να κατανέμει τα οφέλη, τις ευκαιρίες και το κόστος δίκαια, να μειώνει τις ανισότητες, την ανεργία και τη φτώχεια.
Αναφέρθηκε στην ανάγκη να ενεργοποιηθεί η ελληνική επιχειρηματική κοινότητα σε ένα κάλεσμα ευθύνης, επενδύσεων, προφοράς και κοινωνικής αλληλεγγύης.
Κάνοντας μια ιστορική αναδρομή είπε μεταξύ άλλων ότι «τη δεκαετία 1996 – 2007, αρχικά χτίσθηκε και μετά χάθηκε μία μεγάλη ευκαιρία. Στην χώρα εισέρρευσαν από τις διεθνείς αγορές, από άλλες πηγές και από τους επίσημους φορείς σημαντικοί χρηματοπιστωτικοί πόροι εκτιμώ ύψους 400 -500 δισ. ευρώ (ευρώ 80 δισ. αντλήθηκαν από αυξήσεις κεφαλαίου στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, 200 δισ. ευρώ δανείστηκε το Ελληνικό Δημόσιο, 73 δισ. ευρώ οι ελληνικές τράπεζες, 20 δισ. ευρώ οι ελληνικές επιχειρήσεις, 20 δισ. ευρώ οι χρηματοδοτήσεις από τους επίσημους φορείς, 60 δισ. οι καθαρές εισροές από τα κοινοτικά και διαρθρωτικά ταμεία, αύξηση καταθέσεων 100 δισ. ευρώ).
Επίσης, το κόστος δανεισμού του ελληνικού δημοσίου ήταν εντυπωσιακά χαμηλό, με ελάχιστη διαφορά από το κόστος δανεισμού του γερμανικού δημοσίου (π.χ. έκδοση 30χρόνου ομολόγου με τιμολόγηση Euribor + 0,30bps). «Οι σημαντικοί όμως χρηματοδοτικοί πόροι και το εξαιρετικά χαμηλό κόστος δανεισμού δεν αξιοποιήθηκαν για τη συνολική παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, για τη δημιουργία μιας σύγχρονης, ανταγωνιστικής οικονομίας» τόνισε.
«Δύο μη οικονομικοί παράγοντες διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο για την δραματική αύξηση του οικονομικού και κοινωνικού κόστους προσαρμογής και εν μέρει εξηγούν, γιατί είμαστε ακόμα εδώ με μνημόνια, περιορισμούς στην κίνηση κεφαλαίου, υψηλά επιτόκια και ύφεση, είπε ο Νικόλαος Καραμούζης.
Ειδικότερα όπως είπε ο πρόεδρος της Eurobank:
– Δεν αναλάβαμε ποτέ την ιδιοκτησία των προγραμμάτων προσαρμογής που υπογράψαμε, αλλά ούτε και διαμορφώσαμε δική μας αξιόπιστη πρόταση εφ’ όσον διαφωνούσαμε.
– Οι Ευρωπαίοι εταίροι μας, αρκετές φορές, έχοντας χάσει την εμπιστοσύνη τους στις ελληνικές κυβερνήσεις και στην δέσμευσή τους να υλοποιήσουν με συνέπεια το πρόγραμμα, αποσταθεροποίησαν τις προσδοκίες των αγορών, χρησιμοποιώντας τον κίνδυνο του Grexit ως διαπραγματευτικό μέσο, με συνεχείς δηλώσεις τους και αθετώντας την τήρηση αποφάσεων ή υποσχέσεων, όπως εκείνη του φθινοπώρου του 2012, όπου με απόφαση του Συμβουλίου Κορυφής προβλέπονταν η βιώσιμη ρύθμιση του δημοσίου χρέους σε περίπτωση δημιουργίας πρωτογενών πλεονασμάτων.