Τις αρχικές επιφυλάξεις της ΓΣΕΒΕΕ σχετικά με τη δυνατότητα της ελληνικής οικονομίας να εισέλθει σε ένα βιώσιμο και στέρεο διάδρομο ανάπτυξης, ενόσω η ασκούμενη οικονομική πολιτική παραμένει υφεσιακή, επιβεβαιώνει ο προϋπολογισμός του 2017 που κατατέθηκε στο Ελληνικό Κοινοβούλιο, εν μέσω συνέχισης της διαπραγμάτευσης για τη δεύτερη αξιολόγηση, όπως σημειώνει η Συνομοσπονδία σε ανακοίνωσή της.
Όπως είχε σημειωθεί στην ανάλυση του προσχεδίου του προϋπολογισμού, «Πρόκειται για ένα σχέδιο προϋπολογισμού χωρίς ισχυρή ταυτότητα, που αναπαράγει το παρελθόν, ενώ στηρίζεται σε ορισμένες πολύ ισχυρές υποθέσεις, τις οποίες η οικονομική πραγματικότητα έχει διαψεύσει διαδοχικά σε αντίστοιχα σχέδια προϋπολογισμών τα προηγούμενα χρόνια.», σημειώνει η ΓΣΕΒΕΕ.
Ο προϋπολογισμός του 2017 ακολουθεί χωρίς αποκλίσεις τα συμφωνηθέντα όλων των προγραμμάτων προσαρμογής των προηγούμενων ετών και προοιωνίζεται ακόμη ένα έτος επίπονων προσπαθειών από τις ελληνικές επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Η ελληνική οικονομία ενώ έχει καταφέρει από το 2014 και μετά, έπειτα από θυσίες της τάξεως των 30 δις σε δαπάνες από το 2010 έως 2016 και αύξηση 9 ποσοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ σε φόρους, να επιτυγχάνει συστηματικά όλους τους δημοσιονομικούς στόχους, βρίσκεται πλέον σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι αποφάσεων. Η μονοδιάστατη έμφαση στην επίτευξη υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων τείνει να γίνει από μοχλός εξυγίανσης της οικονομίας σε ανασταλτικό παράγοντα για τις επενδύσεις και την ανάπτυξη. Είναι χαρακτηριστικό ότι από τις χώρες που εφάρμοσαν προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής, η Ελλάδα υπέστη τη μεγαλύτερη περικοπή δαπανών, το διαθέσιμο εισόδημα κατέρρευσε κατά 1/3 μεοσταθμικά, οι επιχειρήσεις αποψιλώθηκαν κατά 25%. Αυτή η εμμονή στην αέναη καθοδική δημοσιονομική προσαρμογή, με τη συνακόλουθη φορολογική επιδρομή και καταβαράθρωση της δημόσιας δαπάνης προκαλεί πλέον τα αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που οι εισηγητές της διακηρύττουν. Μειώνουν τη δυνητική κατανάλωση, αναστέλλουν τις επενδυτικές πρωτοβουλίες και υπονομεύουν την προσπάθεια της ελληνικής οικονομίας να βρεθεί σε βιώσιμη τροχιά ανάπτυξης.
Σύμφωνα πάντα με την ΓΣΕΒΕΕ, ενώ η επταετής υφεσιακή πορεία της χώρας φαίνεται να αντιστρέφεται τη νέα χρονιά, αμφίβολες παραμένουν δυνατότητες διάχυσης του πλεονάσματος ευημερίας στο σύνολο της οικονομίας και τις ελληνικές επιχειρήσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι η προβλεπόμενη και ευκταία βελτίωση των όρων μεγέθυνσης (αύξηση ΑΕΠ κατά 2,7%) και δημοσιονομικής εξυγίανσης (πρωτογενές πλεόνασμα 1,8% του ΑΕΠ) συσχετίζεται με ένα υψηλό προσδοκώμενο ποσοστό αύξησης επενδύσεων (9,1%), ιδιωτικής κατανάλωσης εν μέσω φοροκαταιγίδας (1,8%) και μείωσης της ανεργίας (23,5%), επιδόσεις οι οποίες δε θα εξασφαλιστούν αν δεν υπάρξει ένα σταθερά ευνοϊκό μακροοικονομικό και επενδυτικό κλίμα στη χώρα. Παράλληλα, οι διεθνείς κίνδυνοι εντείνονται (Brexit, οικονομικές σχέσεις ΕΕ με Ρωσία, μεταστροφή αμερικανικής πολιτικής, πόλεμος Συρίας και ένταση προσφυγικού), γεγονός που αποτρέπει την εξ αρχής υιοθέτηση ενός αισιόδοξου σεναρίου εξωγενούς πρόκλησης θετικών εξελίξεων.
Σχετικά με τους στόχους του Προϋπολογισμού, η ΓΣΕΒΕΕ επισημαίνει ότι η προσδοκώμενη βελτίωση των εσόδων θα στηριχτεί κυρίως στην υπερφορολόγηση συγκεκριμένων οικονομικών δραστηριοτήτων, η οποία δεν αναμένεται να υπεραποδώσει:
α) Η αύξηση συντελεστών φορολογίας εισοδήματος και εισφοράς αλληλεγγύης προσδοκάται να αποδώσει 1,484 δις, ενώ κι η αναμόρφωση των τελών κυκλοφορίας θα αυξήσει το λογαριασμό για τα νοικοκυριά πάνω από 12εκ.
β) Η πλήρη εφαρμογή ΦΠΑ 24% αναμένεται να αποδώσει 218,4 εκ.
γ) 91 εκατ. ευρώ θα προκύψουν από αύξηση φόρου εισοδήματος επιχειρήσεων και 19,3 εκατ. ευρώ από την αναμόρφωση της φορολογίας στα επενδυτικά σχήματα
δ) Η αύξηση φόρου κατανάλωσης στα τσιγάρα & στα ηλεκτρονικά τσιγάρα εκτιμάται να φέρει στα ταμεία 142εκ.
ε) Η αύξηση των ΕΦΚ σε καύσιμα και πετρέλαιο θέρμανσης προσδοκάται ότι θα αποδώσει άλλα 493 εκ.
στ) Η επιβολή φόρου στη μπύρα και τον καφέ θα αφαιρέσει από την αγορά επιπλέον 87,8 εκ., ενώ η επιβολή τελών στις τηλεπικοινωνίες θα αφαιρέσει άλλα 66,8 εκ.
Στο σκέλος των δημοσίων δαπανών, το 2017 αναμένεται να σηματοδοτήσει την «έμμεση» και άμεση μείωση των υποχρεώσεων του κράτους για πληρωμή συντάξεων, αφού αυτές μεταφέρονται στον ΕΦΚΑ και τον κοινωνικό προϋπολογισμό, και ουσιαστικά συντελεί στην καθαρή μείωση του συνολικού ποσού για πληρωμές συντάξεων κατά 78εκ.. Παράλληλα, προβλέπονται μειώσεις δαπανών από καταπτώσεις εγγυήσεων κατά 731εκ και για αμυντικούς εξοπλισμούς κατά 112εκ.
Στο σκέλος των δημοσίων επενδύσεων, η ΓΣΕΒΕΕ θεωρεί ότι εκτός από την οριακή αύξηση του ποσοστού συμμετοχής του δημοσίου και την εκκίνηση υλοποίησης του Αναπτυξιακού Νόμου, απαιτείται ένας συντεταγμένος οδικός χάρτης για τη βελτιστοποίηση και κατανομή των επενδυτικών εργαλείων και των πηγών χρηματοδότησης. Ιδιαίτερη έμφαση πρέπει να δοθεί στην ενίσχυση επιχειρηματικών σχημάτων και συνεργιών μικρών επιχειρήσεων, με αυξημένο τοπικό πολλαπλασιαστή. Το προβλεπόμενο ποσό των 6,75δις € δεν επαρκεί για να καλύψει το επενδυτικό κενό που υπάρχει στην ελληνική οικονομία. Η μόχλευση εργαλείων και έξυπνη εξειδίκευση μηχανισμών αναχρηματοδότησης αποτελεί κρίσιμη μεταβλητή.
Στο σκέλος αξιολόγησης της πορείας του δημόσιου χρέους, αποτελεί θετική εξέλιξη η αναγνώριση από διεθνείς φορείς και όλα τα ελληνικά πολιτικά κόμματα ότι απαιτείται να συμφωνηθεί ένα πλαίσιο βραχυπρόθεσμης και μεσοπρόθεσμης αναδιάρθρωσης του χρέους, που θα συνοδευτεί από τη χαλάρωση των στόχων των πρωτογενών πλεονασμάτων. Αυτή η διαδικασία δεν πρέπει να καθυστερήσει περισσότερο, διότι θέτει σοβαρά εμπόδια στην προσέλκυση επενδύσεων, την τραπεζική πίστη και την καταναλωτική εμπιστοσύνη.
Όλες οι μελέτες διεθνών και εγχώριων οικονομικών φορέων καταδεικνύουν ότι απαιτείται σήμερα ένας επιπρόσθετος «δημοσιονομικός χώρος» προκειμένου η ελληνική οικονομία να αξιοποιήσει τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της και να δώσει ώθηση στην εγχώρια παραγωγή και ανταγωνιστικότητα. Ακόμη, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φαίνεται να προτρέπει τις χώρες μέλη να αποφασίσουν για ένα διετές μορατόριουμ της πολιτικής λιτότητας, αναγνωρίζοντας το τέλμα στο οποίο έχει εισέλθει η ευρωπαϊκή οικονομία, και ιδιαίτερα η Ευρωζώνη και οι χώρες της περιφέρειας. Σε όλα τα όργανα της ΕΕ συζητείται ευρέως η ανάγκη χαλάρωσης των δημοσιονομικών στόχων, ενώ στην ελληνική περίπτωση ακόμη και οι πιο μετριοπαθείς αναλυτές θεωρούν αναγκαία τη λήψη μέτρων απομείωσης του δημόσιου χρέους, με σύγχρονα χρηματοοικονομικά εργαλεία.
Αρνητικό σημείο του σχεδίου προϋπολογισμού είναι η ελάχιστη αναφορά που γίνεται στην ανάγκη ελάφρυνσης ευρύτερων ομάδων του πληθυσμού που υφίστανται σήμερα υψηλά φορολογικά βάρη, η αοριστία ως προς την επέκταση των ηλεκτρονικών συναλλαγών και την καθιέρωση κινήτρων για τη φορολογική συμμόρφωση (πχ θεσμοθέτηση μοναδικού ακατάσχετου λογαριασμού για τις επιχειρήσεις). Ανησυχία προκαλεί επίσης το γεγονός ότι το Υπουργείο Οικονομικών αδυνατεί να προσδιορίσει ένα σημείο σταδιακής ελάφρυνσης των φορολογικών συντελεστών, αλλά αντίθετα διαφημίζει την «υπεραπόδοση κάποιων μέτρων». Επιπλέον, η διαπίστωση του υψηλού ποσοστού μακροχρόνιας ανεργίας δε συνοδεύεται από αντίστοιχες πολιτικές ενίσχυσης της απασχόλησης και της κοινωνικής συνοχής.
Σημαντική παράμετρος στη διαδικασία προσαρμογής και επίτευξης των οικονομικών στόχων του Προύπολογισμού διαδραματίζουν ασφαλώς οι περιώνυμες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Ωστόσο, οι προωθούμενες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που αποτελούν σημαία και αδιαπραγμάτευτη αξία των πιστωτών σχεδιάζονται και υλοποιούνται μέσα σε ένα αντιφατικό πλαίσιο με απροσδιόριστη ανάλυση επιπτώσεων, χωρίς εξειδίκευση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος της χώρας. Αντί να δημιουργήσουν νέο πλεόνασμα οικονομικής ευημερίας για το σύνολο της οικονομίας, απλά ανακατανέμουν τα οφέλη υπέρ συγκεκριμένων ομάδων συμφερόντων. Τούτο παρατηρείται τόσο στις αγορές προϊόντος και υπηρεσιών, όσο και στην αγορά εργασίας και τη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού. Όταν σε άλλες χώρες, απαιτήθηκαν δεκαετίες για τη μετάβαση σε ένα πιο σύγχρονο ασφαλιστικό σύστημα, στην Ελλάδα τείνει να εφαρμοστεί με βίαιο τρόπο η ενοποίηση των ασφαλιστικών ταμείων, με ένα ασφαλιστικό σχέδιο που θα συμπαρασύρει προς τα κάτω δημόσια έσοδα, παροχές και οικονομική δραστηριότητα. Παράλληλα, λιμνάζουν οι πραγματικά αναγκαίες μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται για τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, όπως είναι η ολοκλήρωση του κτηματολογίου, ο περιβαλλοντικός, θαλάσσιος και χωροταξικός σχεδιασμός, η εφαρμογή ενός σύγχρονου περιουσιολογίου- χωρίς κυνήγι μαγισσών και φορολογική ομηρία των υπόχρεων-, η ισότιμη πρόσβαση στην αγορά ενέργειας (σε εναλλακτικές πηγές και χαμηλές τιμολογήσεις), η μετάβαση στις ηλεκτρονικές συναλλαγές με κίνητρα για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, η ρύθμιση του ιδιωτικού χρέους με ρεαλισμό, η επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων, η ταχύτερη απονομή δικαιοσύνης, η ρύθμιση ανέλεγκτων αγορών (ηλεκτρονικό εμπόριο, πλατφόρμες διαμοιρασμού). Όλα τα παραπάνω θα πρέπει να πραγματοποιηθούν προφανώς πάνω στη βάση ότι υπάρχει και έχει συμφωνηθεί ένα ελάχιστο εθνικό πλάνο παραγωγικής ανασυγκρότησης και ότι προχωρούν οι αναγκαίες εσωτερικές διοικητικές μεταρρυθμίσεις μαζί με τις διαδικασίες για τη ρύθμιση του χρέους.
Όσοι σήμερα εντέχνως διακηρύττουν ότι η μερική αναδιάρθρωση του χρέους (υπό διάφορες εκδοχές, είτε με επιμήκυνση δόσεων, μείωση επιτοκίων και επαναγορά από ΕΚΤ) προκαλεί ζημιά στην προσπάθεια για την προώθηση των διαρθρωτικών αλλαγών, είναι προσδεδεμένοι ιδεοληπτικά στο άρμα της πλήρους απορρύθμισης των αγορών και εξυπηρετούν συμφέροντα ειδικών ομάδων. Δυστυχώς δεν υπηρετούν ούτε τους εθνικούς στόχους, ούτε το ευρωπαϊκό ιδεώδες αλλά παραβιάζουν και στοιχειώδεις αρχές της οικονομικής θεωρίας.
Εν κατακλείδι, το σχέδιο του προϋπολογισμού ακολουθεί την πεπατημένη των τελευταίων ετών, προσπαθώντας να ισορροπήσει ανάμεσα σε αντιφατικούς στόχους περικοπών δαπανών, αύξησης φόρων, μείωσης της ανεργίας, μεγέθυνσης της οικονομίας έχοντας στο βάθος του ορίζοντα την υποσχετική μείωσης του χρέους. Η κατάσταση αυτή δεν είναι διατηρήσιμη μεσοπρόθεσμα. Η σημερινή ομηρία της ελληνικής οικονομίας τείνει να γίνει πλήρης αιχμαλωσία της ευρωπαϊκής κοινωνίας. Το κλείσιμο της β’ αξιολόγησης και η υπερψήφιση του κρατικού Προϋπολογισμού 2017, θα πρέπει να συνοδευτεί από μια εσωτερική διεθνή μεταστροφή της οικονομικής πολιτικής υπέρ των επενδύσεων και της διεύρυνσης της οικονομικής ευημερίας.