Τι «ανάγκασε» τον Σόιμπλε να πατήσει φρένο
Είχε τελικά προγραμματιστεί, ματαιώθηκε ή απλά αναβλήθηκε η συνάντηση που επρόκειτο να γίνει αύριο με αντικείμενο τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα; Και ποιοι είναι οι λόγοι που οδήγησαν στην ακύρωσή της;
Μπορεί η μίνι Σύνοδος να μην γίνει τελικά αύριο, αφού το Βερολίνο διέψευσε χθες κατηγορηματικά τις σχετικές πληροφορίες. Εντούτοις, όπως γράφει η Deutsche Welle, η εφημερίδα Süddeutsche Zeitung που είχε αναφερθεί πρώτη στο θέμα επανέρχεται σήμερα, υποστηρίζοντας εμμέσως πλην σαφώς ότι δεν ισχύουν τα όσα διατείνεται το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών. Επιρρίπτει μάλιστα στον γερμανό υπουργό Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε μια «κατά το δοκούν διαχείριση των γεγονότων», όπως γράφει χαρακτηριστικά, κατηγορώντας τον δηλαδή ουσιαστικά ότι ψεύδεται και ότι η συνάντηση ήταν προγραμματισμένη να γίνει. Το ερώτημα βέβαια είναι γιατί δεν θα γίνει τελικά; Τι μεσολάβησε και εντέλει ματαιώθηκε;
Εικάζεται ότι αυτό που «ανάγκασε» τελικά τον γερμανό υπουργό Οικονομικών να πατήσει φρένο και να ακυρώσει μια προγραμματισμένη συνάντηση ήταν η διαρροή της είδησης, το γεγονός δηλαδή ότι γνωστοποιήθηκε από τα μέσα ενημέρωσης. Αυτός ακριβώς φέρεται να είναι και ο λόγος της ακύρωσης ή -κατά άλλους- αναβολής της αυριανής συνάντησης. Διότι δεν είναι λίγοι εκείνοι που εκτιμούν ότι η μίνι αυτή Σύνοδος για τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα και το ελληνικό χρέος πρέπει να γίνει και θα γίνει σε μεταγενέστερο χρόνο.
Γιατί όμως αναγκάστηκε να τραβήξει χειρόφρενο ο κ. Σόιμπλε μετά τη διαρροή; Για δυο λόγους, σύμφωνα με αναλυτές στο Βερολίνο: αφενός ήθελε να αποφύγει να καλλιεργηθούν υπερβολικές προσδοκίες από την ελληνική πλευρά και αφετέρου έπρεπε να διαψεύσει ότι διαπραγματεύεται το θέμα του χρέους τη δεδομένη στιγμή.
Εάν πραγματοποιούνταν η μίνι Σύνοδος, αυτό θα ισοδυναμούσε ουσιαστικά με δημόσια παραδοχή ότι βάζει στην ατζέντα το ζήτημα του χρέους, μια -κατά τον ίδιο- κόκκινη γραμμή που θα του κόστιζε πολιτικά και δη 10 περίπου μήνες πριν τις εκλογές. Ο ίδιος έχει πει επανειλημμένως ότι οποιαδήποτε συζήτηση, εφόσον κριθεί αναγκαίο, θα γίνει μετά την ολοκλήρωση του τρέχοντος προγράμματος, το 2018, μετά δηλαδή τις γερμανικές εκλογές.
Εντούτοις όλα δείχνουν ότι αυτή τη φορά ο κ. Σόιμπλε δεν έχει την πολυτέλεια του χρόνου. Το ΔΝΤ πιέζει, ως γνωστόν, για το θέμα του χρέους, αξιώνοντας την ελάφρυνσή του και ο γερμανός υπουργός Οικονομικών θα πρέπει να προχωρήσει σε εκπτώσεις εάν θέλει να διασφαλίσει τη συμμετοχή του Ταμείου, την οποία άλλωστε ο ίδιος υποσχέθηκε στους γερμανούς βουλευτές. Και είναι βέβαιο, όπως σημειώνουν αναλυτές, ότι οι όποιες παραχωρήσεις δεν μπορούν να γίνουν με τα φώτα της δημοσιότητας στραμμένα πάνω του.