Τις βασικές προκλήσεις που θα αντιμετωπίσει τα επόμενα χρόνια η χάραξη της δημοσιονομικής πολιτικής και ο σχεδιασμός της φορολογικής διοίκησης παραθέτει η Alpha Bank, στο εβδομαδιαίο οικονομικό της δελτίο.
Η χάραξη της δημοσιονομικής πολιτικής και ο σχεδιασμός της φορολογικής διοίκησης στα επόμενα χρόνια θα πρέπει να αντιμετωπίσει τρεις βασικές προκλήσεις έτσι ώστε να διαμορφωθούν οι συνθήκες ενίσχυσης της αναπτυξιακής πορείας της χώρας και μόνιμου περιορισμού των χρηματοδοτικών αναγκών της, εκτιμούν οι οικονομικοί αναλυτές της Alpha Bank.
Αναλυτικότερα οι τρεις βασικές προκλήσεις σύμφωνα με τους αναλυτές της τράπεζας είναι:
– Η διακοπή της συνεχούς ανοδικής πορείας του λόγου έμμεσων προς άμεσων φόρων. Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μία σταθερά ανοδική πορεία του λόγου των έμμεσων προς τους άμεσους φόρους. Ο λόγος αυτός έχει αυξηθεί από 1,15 το 2014 σε 1,21 το 2016 ενώ αναμένεται να ενισχυθεί περαιτέρω το 2017 σύμφωνα με τα στοιχεία του Προϋπολογισμού, εγείροντας ένα ζήτημα δίκαιης κατανομής φορολογικών βαρών καθώς πρόκειται για ένα αναλογικό και όχι προοδευτικό προς το εισόδημα φόρο. Συνεπώς, η συμμετοχή των έμμεσων φόρων στο σύνολο των φορολογικών εσόδων θα αυξηθεί στο 51,8% το 2017, έναντι 49,5% το 2014.
Οι έμμεσοι φόροι αναμένεται να αυξηθούν κατά 5,6% το 2016 και 5,3% το 2017, ενώ οι άμεσοι φόροι αναμένεται να αυξηθούν κατά 3,9% το 2016 και να μειωθούν ελαφρώς το 2017, παρά την προβλεπόμενη αύξηση των εσόδων από τον φόρο εισοδήματος. Πιο συγκεκριμένα, το 2017 προβλέπεται αύξηση τόσο των φόρων επί των συναλλαγών (ΦΠΑ και λοιποί φόροι) όσο και των φόρων κατανάλωσης. Τα έσοδα από ΦΠΑ το 2017 προβλέπεται να αυξηθούν κατά 17,9% ενώ τα έσοδα από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης των ενεργειακών προϊόντων κατά 9,3% και του καπνού κατά 9,7%.
– Η αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής (εισόδημα και ΦΠΑ).
Το έλλειμμα ΦΠΑ (VAT gap) είναι η απόλυτη τιμή της διαφοράς μεταξύ των εισπραχθέντων φορολογικών εσόδων και των δυνητικών εσόδων από τον ΦΠΑ σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία. Το έλλειμμα ΦΠΑ ως ποσοστό των δυνητικών φορολογικών εσόδων από τον ΦΠΑ, ανερχόταν στην Ελλάδα στο 28% το 2014, έναντι μόλις 14% του μέσου όρου στην ΕΕ 27. Η ανωτέρω απόκλιση αντανακλά το μέγεθος του προβλήματος της φοροδιαφυγής στη χώρα μας. Το πρόβλημα αυτό δεν περιορίζεται μόνο στον φόρο προστιθέμενης αξίας αλλά και στο σκέλος του φόρου εισοδήματος εκτός των μισθωτών. Η διάρθρωση της ελληνικής οικονομίας με το σχετικά υψηλότερο ποσοστό αυτοαπασχολούμενων καθιστά πιο δύσκολο το έργο των ελεγκτικών αρχών, καθώς η τεκμηρίωση των πραγματικών εισοδημάτων αποτελεί μια περίπλοκη διαδικασία. Το έλλειμμα ΦΠΑ ακολούθησε ανοδική πορεία σε όλη την περίοδο πριν από την κρίση παρά τους ισχυρούς ρυθμούς οικονομικής αναπτύξεως που τότε επικρατούσαν. Αυτό σημαίνει ότι σε εκείνη τη χρονική περίοδο παρατηρείται ισχυροποίηση της φοροδιαφυγής και εξασθένιση της αποτελεσματικότητας του φοροελεγκτικού μηχανισμού. Η ύπαρξη πολλών νομοθετημάτων σχετικά με τη φορολογία και η συχνή τροποποίησή τους σε συνδυασμό με την ύπαρξη γραφειοκρατίας στον δημόσιο τομέα ως απόρροια των αλλεπάλληλων επανακαθορισμών αρμοδιοτήτων, απετέλεσε τον βασικό παράγοντα για την αναποτελεσματική λειτουργία της φορολογικής διοίκησης. Παράλληλα, η ανεπαρκής μηχανοργάνωση των φορολογικών υπηρεσιών και η ελλιπής ηλεκτρονική πληροφόρηση δυσχέραινε περαιτέρω την διεξαγωγή φορολογικών ελέγχων.
Στην περίοδο της κρίσης το ύψος του ελλείμματος ΦΠΑ γίνεται πιο ευμετάβλητο. Ωστόσο, παρά τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες, δεν κατέστη δυνατή η ουσιαστική του κάμψη. . Οι συνεχείς αυξήσεις των, κανονικών και μειωμένων, φορολογικών συντελεστών του ΦΠΑ αντιστάθμιζαν την επίπτωση των μεταρρυθμιστικών ενεργειών. Όσο αυξάνεται το φορολογικό βάρος τόσο το όφελος από την απόκρυψη εσόδων διευρύνεται σε σχέση με τον αναλαμβανόμενο κίνδυνο. Παράλληλα, η φορολογική συνείδηση των πολιτών παραμένει ασθενής όσο δεν εδραιώνεται η πεποίθηση ότι το φορολογικό σύστημα είναι δίκαιο και τα φορολογικά έσοδα διατίθενται για υπηρεσίες υψηλής αξίας προς τους πολίτες. Κατά συνέπεια, η δημοσιονομική προσαρμογή στηρίχθηκε κυρίως στις φορολογικές επιβαρύνσεις που επωμίστηκαν οι συνεπείς φορολογούμενοι και προς τούτο κατέστη περισσότερο επώδυνη.
Η ουσιαστική μείωση της φοροδιαφυγής (φόρος εισοδήματος και ΦΠΑ) δεν μπορεί να γίνει χωρίς την μείωση των φορολογικών συντελεστών που πρέπει βεβαίως να συνδυαστεί με την εφαρμογή μέτρων συμμόρφωσης των φορολογουμένων. Τα μέτρα αυτά μπορεί να σημαίνουν, είτε εντατικοποίηση των φορολογικών ελέγχων, είτε επιβολή αυστηρών προστίμων που λειτουργούν αποτρεπτικά. Οι φορολογικοί έλεγχοι πρέπει να εστιάσουν την προσοχή σε κατηγορίες δραστηριοτήτων με υψηλή τάση προς φοροδιαφυγή και ταυτόχρονα να εντατικοποιηθούν οι προσπάθειες διάκρισης των περιπτώσεων φοροδιαφυγής και φορολογουμένων που ειλικρινώς αδυνατούν να καταβάλουν τους φόρους που τους αναλογούν.
Παράλληλα, απαιτείται η παροχή ισχυρών κινήτρων στη χρήση των ηλεκτρονικών συναλλαγών που ενισχύουν τη διαφάνεια και τα φορολογικά έσοδα, καθώς αφήνουν το φορολογικό αποτύπωμα της συναλλαγής. Στην Ελλάδα, το ύψος των ηλεκτρονικών συναλλαγών είναι συγκριτικά μικρό σε σχέση με τις λοιπές χώρες της ΕΕ, ωστόσο μετά την επιβολή του ορίου αναλήψεων στις καταθέσεις το ποσοστό των ηλεκτρονικών συναλλαγών έχει ενισχυθεί σημαντικά με ορατή την ενίσχυση στα έσοδα του ΦΠΑ. Σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα οι στόχοι της φορολογικής διοίκησης πρέπει να επικεντρωθούν στη συνεργασία των ΔΟΥ με τους ασφαλιστικούς φορείς, υποθηκοφυλακεία κλπ. ώστε να διευκολύνεται η διασταύρωση των δηλωθέντων εισοδημάτων και περιουσιακών στοιχείων.
– Η ανάγκη δημιουργίας δημοσιονομικού χώρου από το 2018 και μετά. Η άμεση λήψη των βραχυπρόθεσμων και η εξειδίκευση των μεσοπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους αμέσως μετά την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης είναι μεγάλης σημασίας για τη συμμετοχή της χώρας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης το 2017 και τη σταδιακή αποκλιμάκωση των επιτοκίων δανεισμού του Ελληνικού Δημοσίου, προκειμένου να καταστεί δυνατή η προσφυγή στις αγορές πριν την ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος, το 2018. Ακόμη πιο σημαντική είναι, ωστόσο, η αναθεώρηση προς τα κάτω των στόχων για το πλεόνασμα από το 2018 (από 3,5% σε 2% ή 1,5%) στο πλαίσιο της ελάφρυνσης του χρέους. Η διόρθωση αυτή είναι απαραίτητη για τη δημιουργία ενός δημοσιονομικού χώρου ώστε να μην προκληθεί ασφυξία στην οικονομική δραστηριότητα και υπονομευθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο η σταθεροποιητική πορεία του λόγου δημοσίου χρέους προς ΑΕΠ. Αξίζει να σημειωθεί ότι η παραμονή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στο πρόγραμμα είναι καθοριστικής σημασίας για την αναθεώρηση των στόχων για το πρωτογενές πλεόνασμα.