Την επισήμανση πως δεν γίνεται λόγος για τέτοιες λύσεις, σε ό,τι αφορά τη συζήτηση περί «κουρέματος» του ελληνικού χρέους και άλλων, «ακόμη πιο ακραίων επιλογών», έκανε σήμερα στη Βιέννη μετά το εβδομαδιαίο υπουργικό συμβούλιο, ο καγκελάριος της Αυστρίας και αρχηγός του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, Βέρνερ Φάιμαν.
Ο κ. Φάιμαν τόνισε παράλληλα πως δεν επιθυμεί τη διάλυση της Ευρωζώνης και τάχθηκε υπέρ μιας «διαδικασίας βήμα προς βήμα» ως προς το ελληνικό πρόβλημα.
Τόσο ο κ. Φάιμαν όσο και ο Αυστριακός αντικαγκελάριος, υπουργός Εξωτερικών και αρχηγός του συγκυβερνώντος με τους Σοσιαλδημοκράτες, συντηρητικού Λαϊκού Κόμματος, απαντώντας σε ερωτήσεις για τις οικονομικές εξελίξεις στην Ελλάδα, παρέπεμψαν στο Συμβούλιο των υπουργών Οικονομικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης την ερχόμενη εβδομάδα, επισημαίνοντας ότι «εκεί θα εξεταστεί εάν η Ελλάδα τηρεί τις δεσμεύσεις που η ίδια έχει καθορίσει».
Κατηγορηματικά απέκλεισε το ενδεχόμενο αναδιάρθρωσης στην Ελλάδα και η νέα αυστριακή υπουργός Οικονομικών, Μαρία Φέκτερ, προβάλλοντας ως επιχείρημα πως «αυτό δεν θα έχει κανένα αποτέλεσμα, διότι δεν θα υπάρχει για την Ελλάδα η πίεση των μεταρρυθμίσεων» και μάλιστα για συγκεκριμένες ιδιωτικοποιήσεις, ενώ ο τραπεζικός τομέας πρέπει να βοηθηθεί, προκειμένου να εξασφαλιστεί ρευστότητα για την τόνωση της οικονομίας.
Η ίδια, μάλιστα, πρόσθεσε ότι η διεθνής βοήθεια είναι σαφής όσον αφορά τις μεταρρυθμίσεις που πρέπει να γίνουν, παρατηρώντας πως «εάν υπάρξουν δυσκολίες με το χρονοδιάγραμμα, μπορεί να δοθεί κάποια παράταση, ή να εξετάσουμε τι μπορεί να γίνει με τα υψηλά επιτόκια».
Σε ό,τι αφορά τις φήμες περί εξόδου της Ελλάδας από την Ευρωζώνη, η υπουργός Οικονομικών τις χαρακτήρισε «πραγματική ανοησία», συμπληρώνοντας ότι κάτι τέτοιο θα ήταν πολύ δύσκολο και νομικά, καθώς η Ελλάδα θα έπρεπε πρώτα να εξέλθει από την ΕΕ, «πράγμα που ουδείς επιθυμεί».
Το ενδεχόμενο εξόδου της Ελλάδας από την Ευρωζώνη απέκλεισε και ο Αυστριακός υπουργός Οικονομίας, Ράινχολντ Μίτερλενερ, τονίζοντας ότι η ΕΕ πρέπει να αντιμετωπίζει τα προβλήματα που προκύπτουν.
Νωρίτερα, σε συνέντευξή του στη δημόσια Αυστριακή Ραδιοφωνία, ο διοικητής της αυστριακής Κεντρικής Τράπεζας και μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), Έβαλντ Νοβότνι, είχε ταχθεί κατά της ενδεχόμενης διαγραφής χρέους για την Ελλάδα, σημειώνοντας ότι κάτι τέτοιο έχει αποκλειστεί και από την ΕΕ και την ΕΚΤ, αλλά δεν είναι προς το συμφέρον ούτε της Ελλάδας, καθώς «ένα τέτοιο μέτρο θα επέτεινε την κρίση και θα είχε σοβαρές επιπτώσεις στο τραπεζικό σύστημα, όχι μόνο το ελληνικό».
Στη συνέντευξή του ο κ. Νοβότνι επισήμανε πως «η Ελλάδα ζούσε για πολύ καιρό πέρα των δυνατοτήτων της, για τον λόγο αυτό είναι σε εξέλιξη μία διαδικασία διαρθρωτικών αλλαγών, προκειμένου να διορθωθούν τα κακώς κείμενα». Πρόσθεσε ότι η τρόικα εξετάζει κατά πόσον το πρόγραμμα στην Ελλάδα εξελίσσεται ομαλά, αλλά «δυστυχώς, οι προοπτικές είναι μάλλον άσχημες».
Σε ό,τι αφορά τη διεθνή έκτακτη βοήθεια προς την Ελλάδα, ο κ. Νοβότνι ανέφερε πως «ο σχεδιασμός της είναι καταρχήν σωστός, ωστόσο υποτιμήθηκε η σοβαρότητα των προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας, κυρίως των διαρθρωτικών προβλημάτων, όπως για παράδειγμα η ελλιπής αποτελεσματικότητα στην είσπραξη των φόρων, πρόβλημα που δεν μπορεί να λυθεί από τη μία μέρα στην άλλη».
Ο ίδιος πρόσθεσε ότι πιθανόν το πρόγραμμα που έχει αναλάβει να εφαρμόσει η Ελλάδα «να μην ολοκληρωθεί στο συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα που έχει τεθεί και ενδεχομένως να χρειαστεί περισσότερος χρόνος», ενώ σε ερώτηση σχετικά με το αν η Ελλάδα θα χρειαστεί νέο δάνειο, υπογράμμισε ότι σε αυτό το ζήτημα το πρώτο βήμα πρέπει να γίνει από την Ελλάδα, διευκρινίζοντας χαρακτηριστικά πως «μόνον όταν υπάρξει σαφής εικόνα, θα πρέπει να εξετάσουμε αν χρειάζονται ενδεχομένως κάποιες συμπληρωματικές παρεμβάσεις στο υπάρχον πρόγραμμα», κάτι που, όπως σημείωσε, θα κριθεί την επόμενη εβδομάδα στο Συμβούλιο των υπουργών Οικονομικών.
Ακολούθως, ο διοικητής της αυστριακής Κεντρικής Τράπεζας επισήμανε ότι έως το επόμενο έτος η Ελλάδα πρέπει να αποπληρώσει δάνειο ύψους 25-30 δισεκατομμυρίων ευρώ, ενώ όσον αφορά τη σχεδιαζόμενη επιστροφή της χώρας στις αγορές το 2012 για αναχρηματοδότηση του χρέους της, δήλωσε πως «υπάρχουν πολλές ενδείξεις ότι κάτι τέτοιο δεν μπορεί να συμβεί και θα πρέπει τώρα να εξετάσουμε πώς θα λυθεί αυτό το πρόβλημα».
Τόνισε ακόμη πως «η ίδια η ελληνική πλευρά πρέπει να δώσει ένα ξεκάθαρο μήνυμα ότι πραγματικά έχει τη βούληση να εφαρμόσει αυτό το οικονομικό πρόγραμμα», προσθέτοντας ότι «καθοριστικής σημασίας είναι μία μακροπρόθεσμη βελτίωση και όχι αλλαγές από τη μία μέρα στην άλλη» και πως είναι κάτι που καταρχήν συμβαίνει στην Ελλάδα, ωστόσο δεν γίνεται «αρκετά εντατικά, ούτε με ικανοποιητική συνέπεια».