Την «κατηφόρα» πήραν οι μέσες ακαθάριστες αποδοχές στο σύνολο της οικονομίας το 2010, καθώς, λαμβάνοντας υπόψη την εξέλιξη του πληθωρισμού, μειώθηκαν κατά 9,3%, έναντι αύξησης 3,3% το 2009, ενώ εκτιμάται ότι θα μειωθούν περαιτέρω κατά 5-5,8% το 2011, όπως αναφέρουν τα στοιχεία βάσει εκτίμησης της Τράπεζας της Ελλάδος.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις ανώτερων στελεχών του Υπουργείου Εργασίας, το κόστος εργασίας στην Ελλάδα το 2010 ήταν μειωμένο κατά 5% σε σχέση με το 2009, ενώ το 2011 εκτιμάται ότι θα μειωθεί κατά 2,7% σε σχέση με το 2010
Το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στον επιχειρηματικό τομέα, που περιλαμβάνει τις ιδιωτικές και δημόσιες επιχειρήσεις και τις τράπεζες, εκτιμάται ότι μειώθηκε κατά 1,8% το 2010 έναντι αύξησης 3,4% που είχε σημειώσει το 2009. Το 2011 προβλέπεται περαιτέρω μείωση της τάξης του 2,7%.
Οι μέσες ακαθάριστες ονομαστικές αποδοχές το 2010 μειώθηκαν κατά 2,9% στον μη τραπεζικό ιδιωτικό τομέα (έναντι αύξησης 2,8% το 2009), κατά 1,8% στις τράπεζες (έναντι αύξησης 3,7% το 2009) και κατά 5,5% στις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας (έναντι αύξησης 7,7% το 2009). Το 2011, προβλέπεται περαιτέρω μείωση 1,7% στον μη τραπεζικό ιδιωτικό τομέα, 3,3% στις τράπεζες και 6,2% στις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας.
Η ύφεση στην Ελληνική οικονομία σε συνδυασμό με την προώθηση σημαντικών μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασία στην κατεύθυνση ενίσχυσης της ευελιξίας, οδήγησαν σε σημαντική μείωση του κόστους εργασίας στον ιδιωτικό τομέα. Με τον τρόπο αυτό, οι επιχειρήσεις μείωσαν το κόστος λειτουργίας τους, ώστε να προσαρμοστούν στα μειωμένα επίπεδα πωλήσεων και κερδών, να διατηρήσουν θέσεις εργασίας και να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητα και τις εξαγωγικές τους επιδόσεις. Από την άλλη πλευρά η απότομη και άναρχη μείωση μισθών και εισοδημάτων στον ιδιωτικό τομέα εγκυμονεί κινδύνους, καθώς όχι μόνο μειώνει την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών επιτείνοντας την ύφεση στην αγορά, αλλά προκαλεί σοβαρή υστέρηση φορολογικών εσόδων, καθώς και υστέρηση εσόδων από εισφορές εργοδοτών και εργαζομένων.
Το λιανεμπόριο και το χονδρεμπόριο είναι οι κλάδοι που αντικατοπτρίζουν καθαρότερα την ύφεση στην αγορά. Ενώ, μέχρι το πρώτο τρίμηνο του 2010 ο δείκτης Κύκλου Εργασιών στο λιανεμπόριο (χωρίς καύσιμα) παρουσιάζει συνεχή αύξηση μέχρι το τέλος του 2010, το πραγματικό κόστος εργασίας, εμφανίζει μείωση -17% τον Δεκέμβριο του 2010 σε σχέση με τον Δεκέμβριο του 2009.
Αντίστοιχη εικόνα καταγράφεται και στην εξέλιξη του κύκλου εργασιών στο χονδρικό εμπόριο, που ενώ το α’ τρίμηνο του 2010 ο σχετικός δείκτης αυξάνεται κατά 5,2% σε σχέση με το α΄ τρίμηνο του 2009, το τελευταίο τρίμηνο του 2010 εμφανίζει μείωση 8,8% σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2009.
Στα ξενοδοχεία και τους χώρους εστίασης το πραγματικό συνολικό κόστος εργασίας μειώθηκε κατά 16,3% σε ετήσια βάση το 2010 σε σχέση με το 2009. Η μείωση αυτή, αντανακλά τη σοβαρή μείωση του κύκλου εργασιών στον κλάδο, καθώς και την ύπαρξη σημαντικού ποσοστού απασχόλησης με άτυπες ή ανεπίσημες μορφές εργασίας, που συνδέεται με την εποχικότητα του κλάδου.
Στη δημόσια διοίκηση και άμυνα το πραγματικό συνολικό κόστος εργασίας μειώθηκε κατά 6,1% το 2010 σε σχέση με το 2009.
Η μείωση του κόστους αντανακλά το πάγωμα των βασικών αποδοχών και την περικοπή των επιδομάτων των υπαλλήλων του Δημοσίου και ευρύτερου δημόσιου τομέα. Εκτιμάται ότι το 2010 η μείωση των μέσων ακαθάριστων αποδοχών των δημοσίων υπαλλήλων, σε ονομαστικούς όρους, ήταν της τάξης του 9,5%.
Στον κλάδο της υγείας το πραγματικό συνολικό κόστος εργασίας μειώθηκε κατά 4,6% το 2010 σε σχέση με το 2009 και στις κατασκευές κατά 2,2%, εξαιτίας της μείωσης της οικοδομικής δραστηριότητας όλο το 2010. Στον κλάδο της μεταποίησης η μείωση του πραγματικού συνολικού κόστους εργασίας το 2010 έφθασε το 1,3%, σε σχέση με το 2009.
Σύμφωνα με τα ίδια στελέχη υπάρχουν συγκεκριμένοι παράγοντες που οδηγούν στη μείωση του κόστους εργασίας. Η υπογραφή τριετούς διάρκειας Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας (ΕΓΣΣΕ) το 2010, σύμφωνα με την οποία οι κατώτατες αποδοχές των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα παρέμειναν αμετάβλητες στη διάρκεια του 2010, ενώ η μέση ετήσια αύξησή τους θα είναι της τάξεως του 0,9% για το 2011 και του 2,0% το 2012.
Η πρόβλεψη είναι ότι έως το τέλος του 2012 οι διαιτητικές αποφάσεις που θα εκδοθούν από τον ΟΜΕΔ δεν μπορούν να αποκλίνουν από τις ποσοστιαίες αυξήσεις της ΕΓΣΣΕ.
Η μετατροπή ολοένα και περισσότερων υφιστάμενων συμβάσεων πλήρους απασχόλησης σε συμβάσεις μερικής ή εκ περιτροπής εργασίας. Είναι χαρακτηριστικό, ότι ενώ το 2009 οι συμβάσεις εργασίας πλήρους απασχόλησης αντιπροσώπευαν το 79% των νέων συμβάσεων, το 2010 αντιπροσώπευαν το 66,9% και το πρώτο δίμηνο του 2011 το 57,2%. Από την άλλη πλευρά, η αναλογία των συμβάσεων μερικής απασχόλησης στο σύνολο των νέων συμβάσεων αυξήθηκε από 16,7% το 2009 σε 26,1% το 2010 και σε 32,1% το πρώτο δίμηνο του 2011. Τέλος, οι συμβάσεις εκ περιτροπής εργασίας αντιπροσώπευαν το 4,3% του συνόλου των νέων συμβάσεων το 2009, το 6,9% των νέων συμβάσεων εργασίας το 2010 και το 10,8% των νέων συμβάσεων εργασίας κατά το πρώτο δίμηνο του 2011.
Σε αυτά πρέπει να προστεθούν, τα υψηλά ποσοστά της αδήλωτης εργασίας, η σημαντική μείωση των απολαβών, είτε μέσω νέων επιχειρησιακών συλλογικών συμβάσεων εργασίας, είτε μέσω υπογραφής ατομικών συμβάσεων εργασίας, αλλά και η αυξανόμενη χρήση ατομικών συμβάσεων εργασίας, για επιχειρήσεις που δεν έχουν υπογράψει επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας, με τις οποίες προβλέπονται μειώσεις μισθών για τους εργαζομένους.
Ακόμη, η καταστρατήγηση της εργατικής νομοθεσίας, όπως η καταβολή μισθών σε επίπεδο ακόμη και κάτω από αυτό που προβλέπει η ΕΓΣΣΕ. Τα στελέχη του Υπουργείου τονίζουν ότι είναι αναγκαία η ρύθμιση της αγοράς εργασίας, για να αντιμετωπισθούν οι δημοσιονομικές παρενέργειες και τονίζουν είναι άλλο η ευελιξία στις εργασιακές σχέσεις και άλλο η ζούγκλα στην αγορά. Το πλέον αποτελεσματικό εργαλείο για τη ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων είναι, σύμφωνα με τα ίδια στελέχη, οι επιχειρησιακές συμβάσεις ακόμη και εκεί όπου οι αμοιβές είναι μικρότερες από τις κλαδικές. Προσθέτουν δε ότι οι βασικότεροι παράγοντες που οδηγούν στη σημερινή αρρυθμία, και έχουν αρνητικές επιδράσεις στην ανταγωνιστικότητα, είναι το πολύ μικρό μέγεθος των ελληνικών επιχειρήσεων, το υψηλό ποσοστό αυτοαπασχολούμενων και το υψηλό μη μισθολογικό κόστος που φθάνει ως το 41,5% του συνολικού κόστους εργασίας από τα υψηλότερα ανάμεσα στις χώρες του ΟΟΣΑ.
Το θέμα των εργασιακών σχέσεων στη χώρα μας θα τεθεί αύριο κατά τη συνάντηση της πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου Εργασίας με τους επικεφαλής της “τρόικας” Ματίας Μορς, Πόουλ Τόμσεν και Κλάους Μαζούχ.
Η «τρόικα» θα επιμείνει, κάτι που έχει διαφανεί και από τη συνάντηση του τεχνικού κλιμακίου με τον Ειδικό Γραμματέα του ΣΕΠΕ την περασμένη εβδομάδα, σε νομοθετικές ρυθμίσεις που θα οδηγούν σε μεγαλύτερη ευελιξία στη διευθέτηση του χρόνου εργασίας, σε αύξηση της διάρκειας των συμβάσεων ορισμένου χρόνου από δύο σε τρία χρόνια και περιορισμό της δυνατότητας μετατροπής των συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου.