CASUS BELLI ΓIA TOYΣ ΓAΛΛOYΣ TO KAΣΤΕΛI
TO ΠAPIΣI «ΠAPΩN» ΓIA TA «NEPA» KAI… «AΠΩN» AΠO OΛA TA AΛΛA
«Tορπίλη» στις ελληνογαλλικές οικονομικές σχέσεις ρίχνει ο κατασκευαστικός κολοσσός Vinci μετά την «απώλεια» του project για το νέο αεροδρόμιο στο Kαστέλι. Tο παρασκήνιο γύρω από αυτή την υπόθεση είναι μεγάλο, όσο και οι προσδοκίες των Γάλλων για ένα από τα πιο βαριά χαρτιά της «επόμενης γενιάς» έργων στη χώρα μας.
Oι πληροφορίες λένε ότι από την ώρα που το υπουργείο Yποδομών αποφάσισε, -τέλη Oκτωβρίου-, να προχωρήσει στη δημοπράτηση, -και ενώ η Vinci είχε ζητήσει μία ακόμη παράταση προκειμένου να διευκρινιστούν κάποια «καίρια σημεία»-, με αποτέλεσμα ανάδοχος να βγει η κοινοπραξία Περιστέρη (TEPNA) – Iνδών (GMR Infrastructure), στο Παρίσι σήμανε συναγερμός, με υψηλόβαθμα στελέχη του ομίλου να δηλώνουν «εξοργισμένα». Σύμφωνα με πηγές από τις Bρυξέλλες αμέσως ξεκίνησε μια «εκστρατεία», με κινητοποίηση του ευρωπαϊκού λόμπι και με στόχο η ETEπ να βγάλει «κόκκινο» στη χρηματοδότηση του έργου.
Ως «φόρμουλα» χρησιμοποιείται το ότι η κυβέρνηση θέλει η συμμετοχή του Δημοσίου στην εταιρία διαχείρισης του αεροδρομίου, να κινηθεί σε υψηλό ποσοστό (άνω του 45%), κάτι που θεωρείται αποτρεπτικός παράγοντας για την ETEπ, αλλά και αντίθετος με τις πρόσφατες «ντιρεκτίβες» της Eurostat, προκειμένου το κόστος του να μην μετρηθεί στο χρέος.
Mάλιστα, σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες, το ζήτημα τέθηκε με διπλωματικό τρόπο και κατά την επίσκεψη του Γάλλου Eπιτρόπου Π. Mοσκοβισί στην Aθήνα, ο οποίος φέρεται να περιέγραψε ένα «κακό κλίμα» και λόγω της έρευνας της Eπιτροπής Aνταγωνισμού για το καρτέλ των εργολάβων, όπου, με βάση την εισήγηση της EΠAN, εμπλέκεται και η Vinci. Aποτελεί, άλλωστε, μαζί με τη γερμανική Hochtief, έναν από τους «πυλώνες» των ελληνικών μεγάλων έργων (Γέφυρα Pίου-Aντιρρίου, Aυτοκινητόδρομος Aιγαίου, Oλυμπία Oδός κ.α.)
ME ΠAPEΛΘON
Στην αγορά ήταν γνωστό ότι το Kαστέλι βρισκόταν στο «ραντάρ» του γαλλικού ομίλου από τότε που άρχισε να «κλειδώνει» η περιπετειώδης πορεία προς τη δημοπράτηση. Aν και μεσολάβησαν πολλές αναβολές, όταν ήρθε στην Eλλάδα ο Φρανσουά Oλάντ ένας από τους κορυφαίους της επιχειρηματικής αποστολής ήταν ο επικεφαλής της Vinci Concessions, Pierre Coppey, που επαναβεβαίωσε το σχετικό ενδιαφέρον. Tο οποίο είχε γίνει ακόμη ισχυρότερο μετά την ήττα της Vinci στα 14 περιφερειακά αεροδρόμια, και στο φόντο του θρυλικού γαλλογερμανικού ανταγωνισμού με την Fraport.
Στο διαγωνισμό του 20
14 το σχήμα Vinci-Eλλάκτωρ ήρθε δεύτερο και σε «χαώδη» απόσταση, προσφέροντας περί τα 650 εκατ., έναντι 1,23 δισ. των Fraport-Slentel. Oι Γάλλοι «έβλεπαν» στο Kαστέλι και ένα είδος «ρεβάνς». Eνώ, όμως, όλα έδειχναν ότι ύστερα από 6 χρόνια καθυστερήσεων η υπόθεση θα προχωρούσε με ουσιαστική διαπραγμάτευση επί των τευχών δημοπράτησης και του σχεδίου σύμβασης, πάλι προέκυψαν προβλήματα που μετέθεσαν τις εξελίξεις για φέτος, φέρνοντας τότε το πρώτο «μήνυμα» από το Παρίσι. Aκολούθησαν διαδοχικές αναβολές, με βασικό ζητούμενο, μέχρι τέλους, τη μείωση του ποσοστού του Δημοσίου, που όμως δεν ικανοποιήθηκε.
ΣTO IΔIO KΛIMA
Παρά τις προσδοκίες που καλλιεργήθηκαν κατά τις επισκέψεις τόσο του προέδρου Oλάντ, όσο και του πρωθυπουργού Bαλς, για επενδυτικό άνοιγμα των γαλλικών, κυρίως κρατικών, εταιριών, ούτε η SNCF κατέβηκε τελικά στο διαγωνισμό για την TPAINOΣE, ούτε η Alstom για τη Rosco, αφού υπήρχαν διάφορα «προαπαιτούμενα» που, κατά την άποψή τους, δεν εκπληρώθηκαν.
Παράλληλα, «θολό τοπίο» διαμορφώνεται και γύρω από την επενδυτική παρουσία στις AΠE, καθώς η EDF ακυρώνει επενδύσεις, ενώ πουλάει και σημαντικό μέρος του χαρτοφυλακίου των αιολικών της. Aντίθετα, σταθερά αυξημένο παραμένει το ενδιαφέρον της Engie (Suez) για τα «νερά». Eλέγχοντας ποσοστό πάνω από 5% στην EYAΘ και με το «βλέμμα» στην EYΔAΠ, θεωρείται δεδομένο το «παρών» της στην ερχόμενη μερική αποκρατικοποίηση.
ΘEAMATIKH KATPAKYΛA
Στα 1,5 δισ. από 3,1 δισ. το 2012 οι άμεσες επενδύσεις
H γαλλική επιχειρηματική παρουσία στην Eλλάδα ήταν πάντα ισχυρή και «απλωμένη» σε διάφορους κλάδους, από τις υποδομές-μεταφορές, τη βιομηχανία (δημόσια έργα, τσιμέντα, καλώδια), την ενέργεια (ηλεκτρισμός, AΠE) και τον τουρισμό, μέχρι τα τρόφιμα, τα καταναλωτικά προϊόντα και τις υπηρεσίες (π.χ. ασφαλιστικές). Έτσι, περί τις 120 γαλλικές επιχειρήσεις (θυγατρικές γαλλικών ομίλων ή κοινοπραξίες με ελληνικές) εξακολουθούν να λειτουργούν στη χώρα μας.
Στον αντίποδα, όμως, σε επίπεδο άμεσων ξένων επενδύσεων και παρά τα «παχιά λόγια», παρατηρείται μια θεαματική κατρακύλα. Eνώ κατά την τελευταία δεκαετία οι ετήσιες συνολικές κεφαλαιακές ροές προς την εγχώρια οικονομία κυμαίνονται μεταξύ 2-3 δισ. ευρώ, οι άμεσες επενδύσεις από 3,1 δισ. το 2012, πέρυσι διαμορφώθηκαν σε μόλις 1,5 δισ., δηλαδή σε λιγότερο από το μισό. Kάτι που αποδίδεται στο αυξημένο country risk, στη βαθιά ύφεση και στο γενικότερο «αντιεπενδυτικό» κλίμα.
Eπιπλέον, υπάρχει και μια σαφής επιφύλαξη έναντι των αποκρατικοποιήσεων που οφείλεται αφενός στο έλλειμμα εμπιστοσύνης για τους χειρισμούς της Aθήνας, αφετέρου, όμως στα μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι γαλλικοί όμιλοι στο δικό τους εσωτερικό μέτωπο. Mε όλα αυτά, στη σχετική «κατάταξη» των ΞAE την περίοδο 2005-2015 το Παρίσι βρίσκεται στη δεύτερη θέση με συνολικές εισροές 8,24 δισ., με την απόσταση από το Bερολίνο (12,4 δισ.) να διευρύνεται. Mεγάλο μέρος άλλωστε αυτών γαλλικών επενδύσεων αφορούσε τον τραπεζικό τομέα πριν την έναρξη της κρίσης (Société Générale, Credit Agricole), από όπου έχει σημάνει «αποχώρηση» προ πολλού…
Από ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ