Πολιτική σταθερότητα και ποσοτική χαλάρωση τα «κλειδιά της ανάκαμψης – Reprofiling χρέους μετά τις γερμανικές εκλογές
Σταθεροποίηση της οικονομίας και περεταίρω ανάπτυξή της βλέπει σε βάθος χρόνου η Morgan Stanley, αλλά για το 2017 ο οίκος αξιολόγησης παραμένει φειδωλός. Αυτό σημαίνει πως η αισιοδοξία για την επερχόμενη ανάκαμψη θα πρέπει να είναι συγκρατημένη, κυρίως γιατί είναι δύσκολο να προσδιοριστούν από τώρα τα στοιχεία εκείνα που θα προσδώσουν στην εν λόγω ανάκαμψη χαρακτηριστικά βιωσιμότητας.
Ο οίkος σημειώνει ότι ο χρόνος κυλά σε βάρος της χώρας μας, επειδή παρέρχεται ανεκμετάλλευτη η ευκαιρία που δίνει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) για ένταξη σε πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE), με την συμμετοχή και των ελληνικών ομολόγων.
«Η οικονομία έχει αρχίσει να αφήνει την κρίση πίσω της», επισημαίνει ο οικονομολόγος της Morgan Stanley Ντανιέλ Αντονούτσι, στην ετήσια στρατηγική για την Ευρώπη και τις προοπτικές για το 2017.
«Το ΑΕΠ θα παραμείνει στάσιμο σε γενικές γραμμές το τρέχον έτος σε σχέση με τις προηγούμενες προβλέψεις μας για 1% μείωση σε ετήσια βάση και θα πρέπει να αυξηθεί περίπου 1,8% το 2017 ή 0,7% περισσότερο από ό,τι προβλέπαμε πριν.
Η πρώτη μας άποψη για το 2018 προβλέπει αύξηση περισσότερο από 2%. Η Αγορά ομολόγων έχει μέχρι στιγμής ανταποκριθεί αρκετά καλά σε αυτή τη δειλή ομαλοποίηση της μακροοικονομικής κατάστασης, με την η απόδοση του 10ετούς να μειώνεται σε πρώτη φάση κατά 150 μονάδες βάσης. Ωστόσο, η λιτότητα, αν και σταδιακά όλο και λιγότερη, και η πολιτική αστάθεια εξακολουθούν να βαραίνουν και η διαρκής ανάπτυξη συνεχίζει να είναι ζητούμενο. Στο πλαίσιο της αυστηρής λιτότητας, θα χρειαστεί χρόνος πριν μια «αληθινή» εξομάλυνση στην ανάπτυξη», εξηγεί ο κ. Αντονούτσι.
«Η ελληνική οικονομία είχε επανέλθει στην ανάπτυξη και στο παρελθόν και απέκτησε πρόσβαση στην Αγορά ομολόγων. Έτσι, σίγουρα δεν είναι η πρώτη φορά που το ΑΕΠ ανεβάζει ρυθμούς -ή έτσι φαίνεται-, και οι συνθήκες αγοράς βελτιώνονται. Το ερώτημα συνεπώς είναι τι θα μπορούσε να στηρίξει την ανάκαμψη. Αυτό φαίνεται να είναι το ερώτημα «κλειδί», μακροπρόθεσμα.
Υπάρχει όμως και ένα καλύτερο ερώτημα: Από πού θα προέλθει η ανάπτυξη βραχυπρόθεσμα. Αυτό είναι πιο σημαντικό, διότι κατά τα επόμενα αρκετά τρίμηνα, η ανάπτυξη δεν θα εξαρτάται τόσο πολύ από κάποιους συγκεκριμένους τομείς που θα οδηγούν την ανάκαμψη, όπως οι διαρθρωτικές αλλαγές στην πλευρά της προσφοράς της οικονομίας, από πού θα προκύψει η ζήτηση κ.λπ.
Αυτά τα πράγματα θα γίνονται σταδιακά όλο και πιο σημαντικά. Το πρώτο σκέλος της ανάκτησης του ΑΕΠ, όμως, δηλαδή οι πρώτες 10 ποσοστιαίες μονάδες αύξησης μετά από περισσότερες από 25 ποσοστιαίες μονάδες πτώσης, θα προέλθει από την άρση περιορισμών όπως αυτοί στην κίνηση κεφαλαίων, την έλλειψη χρηματοδότησης, τη συσσώρευση καθυστερούμενων πληρωμών του Δημοσίου, την πολιτική αβεβαιότητα κ.λπ.», εκτιμάει ο οικονομολόγος.
Μετά τις γερμανικές εκλογές πιαθνό reprofiling χρέους
«Η Ελλάδα θα πρέπει να περιμένει, πιθανώς μέχρι μετά τις γερμανικές εκλογές του επόμενου έτους, για επιπλέον επεκτάσεις των λήξεων, δηλαδή, μια ακόμα δόση στο reprofiling του χρέους. Παρά τα βραχυπρόθεσμα μέτρα για το χρέος (σ.σ. αποφασίστηκαν στο Eurogroup στις 5 Δεκεμβρίου), χωρίς σημαντικά μεγαλύτερες παρατάσεις των λήξεων και των περιόδων χάριτος, ο ρόλος του ΔΝΤ πιθανότατα θα παραμείνει αβέβαιος και το σπουδαιότερο, η τροχιά του χρέους μπορεί να μην είναι διαχειρίσιμη, διακινδυνεύοντας έτσι την αναβολή της συμμετοχής των ελληνικών ομολόγων στο QE της ΕΚΤ μέχρι το τέλος του 2017 ή ακόμη και στο τέλος του προγράμματος διάσωσης το 2018. Αλλά, επειδή νωρίτερα η ΕΚΤ θα έχει ήδη αρχίσει να κλείνει τη στρόφιγγα της ποσοτικής χαλάρωσης, μπορεί να υπάρχει λίγος μόνο χρόνος για να αγοράσει η ΕΚΤ ελληνικά κρατικά ομόλογα. Σε μεταγενέστερη χρονική στιγμή, το QE θα έχει σχεδόν ολοκληρωθεί», προβλέπει ο κ. Αντονούσι.
Σχετικά με το ζήτημα της πολιτικής αστάθειας, ο οικονομολόγος ισχυρίζεται ότι: «Η πολιτική αστάθεια δεν είναι θετική, δεδομένου ότι μπορεί να κάνει τη διαδρομή των πολιτικών αποφάσεων απρόβλεπτη, όπως ακριβώς και τη σχέση με τους επίσημους δανειστές. Συνολικά, η έλλειψη σαφούς και αποφασιστικής τροχιάς σταθεροποίησης για την Ελλάδα και η εφαρμογή διαδοχικών γύρων λιτότητας, είναι πιθανόν να συμβάλλει στην φθίνουσα δημοτικότητα της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία είναι τώρα πίσω στις δημοσκοπήσεις έναντι της Νέας Δημοκρατίας. Ωστόσο, αυτό δεν είναι πραγματικά αρνητικό κατά την άποψη της αγοράς, καθώς η κεντροδεξιά παράταξη της Ν.Δ. είναι πιο φιλοευρωπαϊκή, υπέρ της αγοράς και υπέρ της επιχειρηματικότητας».