Την αξιολόγηση CCC (high) για το μακροπρόθεσμο αξιόχρεο της Ελλάδας, με σταθερή προοπτική, επιβεβαίωσε στις 9 Δεκεμβρίου ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης DBRS.
Όπως αναφέρει σε ανακοίνωσή του, η αξιολόγηση CCC (high) αντανακλά το πολύ υψηλό επίπεδο δημόσιου χρέους και την πολιτική πρόκληση που αντιμετωπίζουν οι ελληνικές Αρχές και οι θεσμικοί πιστωτές για να το θέσουν σε πτωτική πορεία. «Έχει γίνει πρόοδος στη χαλάρωση των κεφαλαιακών ελέγχων που επιβλήθηκαν το 2015 και στη βελτίωση της ρευστότητας των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, σημειώνει ο οίκος, ο οποίος όμως παραμένει ανήσυχος «για την ποιότητα του ενεργητικού των τραπεζών και τη δυσμενή επίδραση του υψηλού επιπέδου προβληματικών δανείων στην ικανότητα του τραπεζικού συστήματος να στηρίξει την ανάπτυξη της οικονομίας και την αύξηση της απασχόλησης στο μέλλον».
«Η σταθερή προοπτική», προσθέτει, «αντανακλά την άποψή μας ότι το τρέχον πρόγραμμα χρηματοδοτικής στήριξης της Ελλάδας από τον επίσημο τομέα συνεχίζει να ενισχύει τη σταθεροποίηση της οικονομίας και του τραπεζικού συστήματος. Οι εκταμιεύσεις πόρων από το τριετές πρόγραμμα προσαρμογής των 86 δισ. ευρώ έχουν χαλαρώσει τη στενότητα ρευστότητας του χρηματοπιστωτικού τομέα και εμφανίζονται κάποια πρώτα σημάδια οικονομικής ανάκαμψης. Η ολοκλήρωση της εκκρεμούσας δεύτερης αξιολόγησης θα αποδεσμεύσει πρόσθετα κεφάλαια για τη στήριξη τόσο της πραγματικής οικονομίας όσο και της βελτίωσης της οικονομικής ευρωστίας του τραπεζικού τομέα».
Ωστόσο, αναφέρει ο DBRS, οι πιστωτικές προκλήσεις είναι σημαντικές. «Ενώ υπάρχουν κάποιες πρώτες ενδείξεις ανάκαμψης της οικονομίας, η Ελλάδα συνεχίζει να αντιμετωπίζει δυσκολίες στην αποκατάσταση της οικονομικής σταθερότητας και την επιστροφή σε βιώσιμη ανάπτυξη, με ταυτόχρονη προσαρμογή των δημόσιων οικονομικών της υπό μία εύθραυστη κυβέρνηση συνασπισμού. Η επίτευξη των δημοσιονομικών και διαρθρωτικών μεταρρυθμιστικών προσαρμογών του προγράμματος συνεχίζει να αποτελεί πρόκληση, εν μέσω κοινωνικών περιορισμών και μίας μικρής πλειοψηφίας τριών εδρών στο Κοινοβούλιο», σημειώνει ο οίκος.
Στους λόγους που θα οδηγούσαν σε μία αναβάθμιση του αξιόχρεου της Ελλάδας από τον οίκο περιλαμβάνονται: «1) η συνέχεια της συνεργασίας της Ελλάδας με τους επίσημους πιστωτές της με δημοσιονομικές και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, 2) μία σαφέστερη άποψη εξωτερικής χρηματοδότησης, μετά την ολοκλήρωση του τρέχοντος τρίτου προγράμματος τον Αύγουστο του 2018, 3) η εκκαθάριση των ληξιπρόθεσμων οφειλών του δημοσίου, 4) η ανάπτυξη της οικονομίας. Στους λόγους που θα μπορούσαν να προκαλέσουν μία υποβάθμιση του αξιόχρεου, περιλαμβάνονται: «η έλλειψη συνεργασίας με τους θεσμικούς επενδυτές, 2) καθυστερήσεις στις πληρωμές για την εξυπηρέτηση εξωτερικού χρέους, 3) μία νέα αστάθεια του χρηματοπιστωτικού τομέα».