«Ναι» την επεκτασιμότητα των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων, λένε οι εμπειρογνώμονες, αλλά «όχι» στην αρχή της ευνοϊκότερης μεταχείρισης των εργαζομένων
Απροσπέλαστο τείχος υψώνουν οι δανειστές μας (Ευρωπαίοι και ΔΝΤ) στο καίριο ελληνικό αίτημα για επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων εργαζομένων – εργοδοτών.
Ως εκ τούτου, η πάγια επιδίωξη του ελληνικού Υπουργείου Εργασίας, όπως αυτή εκφράστηκε και από την πολιτική ηγεσία του, την Έφη Αχτσιόγλου, τίθεται στο περιθώριο, αχρηστεύοντας στην ουσία και τις τελευταίες «κόκκινες γραμμές» για την επαναφορά και στα μη μέλη των εργοδοτικών ενώσεων της επεκτασιμότητας των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων, αλλά και για την αρχή της ευνοϊκότερης αντιμετώπισης των εργαζομένων (δηλαδή την μη υπερίσχυση των επιχειρησιακών συμβάσεων έναντι των κλαδικών).
Η υπουργός, σε χθεσινή της συνέντευξη, παραδέχθηκε ότι πρέπει «να διακρίνουμε τους εκπροσώπους της Κομισιόν από την Ε.Ε.», καθώς «οι εκπρόσωποι της Κομισιόν στις αίθουσες του Χίλτον, είναι διστακτικοί να υποστηρίξουν το ευρωπαϊκό κεκτημένο απέναντι στο ΔΝΤ». Ίσως αυτή η απόσταση μεταξύ των εκπροσώπων των Θεσμών και της ελληνικής πλευράς να ερμηνεύει και το γιατί τα ανώτατα κλιμάκια των Θεσμών δεν έχουν ακόμη συναντηθεί με την κ. Αχτσιόγλου, αν και βρίσκονται για Τρίτη μέρα στην Αθήνα.
Στις 8 Δεκεμβρίου η κ. Αχτσιόγλου επεσήμανε στους υπουργούς Εργασίας, στις Βρυξέλλες, ότι «οι ευρωπαϊκοί θεσμοί που διαπραγματεύονται με την ελληνική κυβέρνηση αντιστέκονται στο αίτημά μας για την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων».
Η κοινοτική επίτροπος Απασχόλησης Μαριάν Τισέν, απαντώντας σε ερώτηση της ευρωβουλευτού του ΣΥΡΙΖΑ Κωνσταντίνας Κούνεβα, δήλωσε πως «το δικαίωμα των εργοδοτών και των εργαζομένων να διαπραγματεύονται και να συνάπτουν συλλογικές συμβάσεις στην Ελλάδα δεν έχει τεθεί ποτέ υπό αμφισβήτηση».
Το σημαντικότερο όμως αναμένεται σήμερα, καθώς θέματα του νέου εργασιακού θα συζητηθούν στην Ολομέλεια του Ευρωκοινοβουλίου, οπότε η ελληνική πλευρά θα έχει την ευκαιρία να επαναφέρει τα σχετικά αιτήματα, επικαλούμενη μάλιστα το πόρισμα του περασμένου Σεπτεμβρίου, ότι οι κλαδικές συμβάσεις εργασίας πρέπει να έχουν καθολική ισχύ, αλλά πρέπει επίσης να προβλέπεται ότι η δυνατότητα απόκλισης σε επιχειρησιακό επίπεδο υπό τον όρο ότι αυτή να συμφωνείται μέσα από μία συλλογική σύμβαση μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων, εφόσον μία επιχείρηση αντιμετωπίζει οικονομικές δυσχέρειες.
Επομένως οι εμπειρογνώμονες δέχονται την επεκτασιμότητα των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων, αλλά όχι την καθολική ισχύ της αρχής της ευνοϊκότερης αντιμετώπισης των εργαζομένων.