Ανάκαμψη παρουσίασε η παραγωγικότητα της εργασίας το τρίτο τρίμηνο του 2016 σύμφωνα με όσα διαπιστώνει η Eurobank στο εβδομαδιαίο δελτίο της.
Όπως τονίζει αυτό ήταν αναμενόμενο, καθώς η ετήσια μεταβολή του πραγματικού ΑΕΠ ήταν ελαφρώς υψηλότερη από την αντίστοιχη της απασχόλησης.
«Η ετήσια μεταβολή της αξίας του πραγματικού προϊόντος ανά απασχολούμενο διαμορφώθηκε στο +0,2% από -1,8% το 2ο τρίμηνο 2016. Το αντίστοιχο μέγεθος σε όρους αξίας πραγματικού προϊόντος ανά ώρα εργασίας ήταν +2,1% από -2,3% το προηγούμενο τρίμηνο.
Βάσει αυτών των μεγεθών, οι ώρες εργασίας ανά απασχολούμενο σημείωσαν ετήσια μείωση -1,8% από οριακή αύξηση +0,6% το 2ο τρίμηνο 2016.
Η ενίσχυση της παραγωγικότητας της εργασίας σε μακροπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα θα πρέπει να αποτελέσει κεντρικό στόχο της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής. Σε σύγκριση με το 3ο τρίμηνο 2007 (σε όρους κινητού μέσου 4 τριμήνων), η αξία του πραγματικού προϊόντος ανά απασχολούμενο και ανά ώρα εργασίας παρουσιάζει μείωση της τάξης του -13,4% και -10,2% αντίστοιχα.
Συνεπώς, υπό το πρίσμα της προσφοράς, η συρρίκνωση της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας (όπως αποτυπώνεται στο πραγματικό ΑΕΠ) κατά -26,2% τα τελευταία εννέα χρόνια (2007-2016) προέρχεται τόσο από τη μείωση της απασχόλησης όσο και από την πτώση της παραγωγικότητας της εργασίας. Ως εκ τούτου, στην περίπτωση που η παραγωγικότητα της εργασίας δεν ακολουθήσει ένα μονοπάτι πολυετούς ανάκαμψης τότε, ακόμα και σε ένα αισιόδοξο σενάριο επιστροφής της απασχόλησης στα επίπεδα του 2007, ήτοι περίπου 4.6 χιλ άτομα (3.7 χιλ σήμερα), οι παραγωγικές δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας θα βρίσκονται σχεδόν στο μισό από το αντίστοιχο μέγεθος το 2007»
Η Eurobank επισημαίνει ότι «η παρατεταμένη (9ετής!) συρρίκνωση της παραγωγικότητας της εργασίας πιθανώς αποδεικνύει ότι οι ερμηνευτικοί παράγοντες αυτού του φαινομένου δεν δύναται να αναζητηθούν σε εκείνους που εξηγούν τις αντίστοιχες βραχυχρόνιες μεταβολές που παρατηρούνται κατά τη διάρκεια ενός «συνηθισμένου» οικονομικού κύκλου (π.χ. βαθμός εκμετάλλευσης των παραγωγικών συντελεστών).
Το πρόβλημα της αναποτελεσματικής χρήσης του παραγωγικού συντελεστή της εργασίας έχει περισσότερο δομικά χαρακτηριστικά. Για παράδειγμα, η μείωση και η απαξίωση του φυσικού κεφαλαίου που έχει συντελεστεί τα τελευταία χρόνια λόγω της μεγάλης πτώσης των επενδυτικών δαπανών αποτελεί έναν ερμηνευτικό παράγοντα της μείωσης της παραγωγικότητας της εργασίας. Εξίσου σημαντικό στοιχείο είναι και ο βαθμός αποτελεσματικότητας στην εφαρμογή και την υλοποίηση των διαρθρωτικών αλλαγών και μεταρρυθμίσεων (π.χ. ο βαθμός ποιότητας των θεσμών, η ύπαρξη κινήτρων για κατανάλωση του διαθέσιμου χρόνου των νοικοκυριών σε παραγωγικές ώρες απασχόλησης)».