Στην κρίση του ΣτΕ η ορθότητα εφαρμογής της κοινοτικής οδηγίας στην υπόθεση της ΑΓΕΤ ΗΡΑΚΛΗΣ
Δυσμενής για τους εργαζόμενους είναι η απόφαση του Ευρωδικαστηρίου σχετικά με το φλέγον ζήτημα των ομαδικών απολύσεων στην υπόθεση της τσιμεντοβιομηχανίας ΑΓΕΤ Ηρακλής -κάτι που τώρα δημιουργεί υποχρέωση για την ελληνική Πολιτεία να προχωρήσει σε τροποποίηση του ισχύοντος νομοθετικού πλαισίου (νόμος 1387/1983).
Υπενθυμίζεται πως η εταιρεία είχε προσφύγει στην ελληνική Δικαιοσύνη, προκειμένου να μπορέσει να υλοποιήσει πλάνο 236 απολύσεων στο εργοστάσιο της Χαλκίδας. Το Συμβούλιο της Επικρατείας υπέβαλε προδικαστικό ερώτημα στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, ρωτώντας εάν η προηγούμενη διοικητική έγκριση που απαιτείται, από το Υπουργείο Εργασίας, είναι σύμφωνη με την οδηγία για τις ομαδικές απολύσεις και την ελευθερία εγκατάστασης που κατοχυρώνεται από τις Συνθήκες της ΕΕ.
Η απόφαση του Ευρωδικαστηρίου αναφέρει ότι, κατ’ αρχήν, η ελληνική νομοθεσία δεν αντιτίθεται στην Ευρωπαϊκή Οδηγία 98/79ΕΚ, κι ακόμη ότι η εφαρμογή της στην πράξη στην υπόθεση της ΑΓΕΤ ΗΡΑΚΛΗΣ δεν πρέπει να γίνεται με τρόπο που να ακυρώνει την κοινοτική οδηγία.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις νομικών, αυτό ακριβώς το δεύτερο σημείο της απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου δημιουργεί τη νομική βάση για αλλαγή του νόμου για τις ομαδικές απολύσεις με τρόπο που να είναι σαφής.
Ουσιαστικά το Ευρωδικαστήριο τονίζει ότι η οδηγία θα καθίστατο άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας αν, λόγω των εφαρμοζόμενων από το Υπουργείο Εργασίας κριτηρίων, αποκλειόταν στην πράξη κάθε δυνατότητα του εργοδότη να προβεί σε ομαδικές απολύσεις.
Το ευρωπαϊκό δικαστήριο αφήνει στην κρίση του ΣτΕ την εξέταση της ορθής εφαρμογής της κοινοτικής οδηγίας στην υπόθεση της ΑΓΕΤ ΗΡΑΚΛΗΣ, επισημαίνοντας όμως ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί στην πράξη κάθε δυνατότητα του εργοδότη να προβεί σε ομαδικές απολύσεις.
Τα βασικότερα σημεία της απόφασης
– Η οδηγία 98/59/ΕΚ, δεν αντιτίθεται, καταρχήν, σε εθνική νομοθετική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, δυνάμει της οποίας, ελλείψει συμφωνίας με τους εκπροσώπους των εργαζομένων επί σχεδίου ομαδικών απολύσεων, ο εργοδότης δεν μπορεί να προβεί στις απολύσεις αυτές, εφόσον η αρμόδια δημόσια αρχή στην οποία το σχέδιο πρέπει να κοινοποιηθεί, δεν εγκρίνει, με αιτιολογημένη απόφασή της εντός της προβλεπόμενης από την ως άνω ρύθμιση προθεσμίας και κατόπιν εξετάσεως του φακέλου και αξιολογήσεως των συνθηκών της αγοράς εργασίας, της καταστάσεως της επιχειρήσεως και του συμφέροντος της εθνικής οικονομίας, την εν όλω ή εν μέρει υλοποίηση των σχεδιαζόμενων απολύσεων.
– Δεν ισχύει όμως το ίδιο, αν διαπιστωθεί ότι -λόγω των τριών κριτηρίων αξιολογήσεως στα οποία παραπέμπει η ρύθμιση αυτή και της κατά περίπτωση εφαρμογής της από την ως άνω δημόσια αρχή υπό τον έλεγχο των αρμοδίων δικαστηρίων, η επίμαχη ρύθμιση έχει ως συνέπεια να καθίστανται οι διατάξεις της οδηγίας άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας, ζήτημα του οποίου η εξέταση εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο.
Σε περίπτωση όπως αυτή που αποτελεί αντικείμενο της κύριας δίκης, το άρθρο 49 ΣΛΕΕ αντιτίθεται σε εθνική νομοθετική ρύθμιση όπως η διαλαμβανόμενη στην πρώτη περίοδο του πρώτου εδαφίου του παρόντος σημείου του διατακτικού.
Το γεγονός ότι σε ένα κράτος μέλος επικρατούν συνθήκες χαρακτηριζόμενες από οξεία οικονομική κρίση και ιδιαίτερα υψηλό δείκτη ανεργίας δεν διαφοροποιεί τις απαντήσεις που παρατίθενται στο σημείο 1 του παρόντος διατακτικού.
Τα προδικαστικά ερωτήματα του ΣτΕ
Τα προδικαστικά ερωτήματα που έθεσε υπ’ όψιν του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου το Συμβούλιο της Επικρατείας με αφορμή την υπόθεση της Lafarge ΑΓΕΤ – ΗΡΑΚΛΗΣΑ ήταν τα εξής:
– Είναι σύμφωνη με τις διατάξεις της οδηγίας 98/59, ειδικότερα, ή των άρθρων 49 και 63 ΣΛΕΕ, γενικότερα, εθνική διάταξη, όπως το άρθρο 5 παρ. 3 του ν. 1387/1983, η οποία θεσπίζει ως προϋπόθεση για τη διενέργεια ομαδικών απολύσεων σε συγκεκριμένη επιχείρηση την εκ μέρους της Διοικήσεως έγκριση των εν λόγω απολύσεων με κριτήρια α) τις συνθήκες της αγοράς εργασίας, β) την κατάσταση της επιχείρησης και γ) το συμφέρον της εθνικής οικονομίας;
– Σε περίπτωση που η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι αποφατική, εθνική διάταξη με το ανωτέρω περιεχόμενο είναι σύμφωνη με τις διατάξεις της οδηγίας 98/59, ειδικότερα, ή των άρθρων 49 και 63 ΣΛΕΕ, γενικότερα, εφόσον συντρέχουν σοβαροί κοινωνικοί λόγοι, όπως οξεία οικονομική κρίση και ιδιαίτερα αυξημένη ανεργία;»