Το στοίχημα της ενοποίησης τω ασφαλιστικών Ταμείων, τα ανώτατα όρια στις συντάξεις, το ΕΚΑΣ και τα «μπλοκάκια»
Ρηξικέλευθες αλλαγές στο σύστημα της κοινωνικής ασφάλισης θα λάβουν χώρα εντός της νέας χρονιάς, καθώς αναμένεται να ολοκληρωθεί και να λειτουργήσει εν τοις πράγμασι η ενοποίηση των ασφαλιστικών Ταμείων κύριας και επικουρικής ασφάλισης, καθώς επίσης και των Ταμείων πρόνοιας.
Πέραν αυτού, πρόκειται να τεθεί σε πλήρη εφαρμογή ο νόμος 4387/16, με όλες του τις ρυθμίσεις περί επανυπολογισμού των συντάξεων, των ασφαλιστικών εισφορών και του τρόπου καταβολής τους, των ηλικιακών ορίων συνταξιοδότησης, του ΕΚΑΣ, των συντάξεων χηρείας, του κόστους εξαγοράς των πλασματικών χρόνων, του πλαισίου σχετικά με τους εργαζομένους με «μπλοκάκι» και των ανωτάτων ποσοτικών ορίων των συντάξεων.
Ο νέος ασφαλιστικός νόμος, που ήδη έχει ψηφιστεί στην Βουλή, επηρεάζει όλους τους εργαζομένους, δηλαδή αυτούς του ιδιωτικού και δημοσίου τομέα, τους αυτοαπασχολούμενους και ελευθέρους επαγγελματίες, του επιτηδευματίες και τους αγρότες.
Συγκεκριμένα:
– Από 1/1/2017 το κράτος θα καταβάλλει στον Ενιαίο Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ) ασφαλιστικές εισφορές ύψους 20%, ως εργοδότης, οι οποίες θα υπολογιστούν πλέον με διαφορετικό τρόπο. Δηλαδή, οι δημόσιοι υπάλληλοι θα συνεχίσουν να καταβάλλουν εισφορές 6,67%, αλλά οι κρατήσεις αυτών των εισφορών θα γίνουν για πρώτη φορά στο σύνολο των αποδοχών τους και όχι στις αποδοχές του Οκτωβρίου του 2011, όπως ίσχυε μέχρι 31/12/2016.
Αυτό ουσιαστικά σημαίνει αύξηση στο καθαρό ποσό παρακράτησης, επομένως μείωση στις αποδοχές υπαλλήλων πανεπιστημιακής και τεχνικής εκπαίδευσης, έως 30 ευρώ. Αντίθετα, ωφελημένοι από τον νέο τρόπο υπολογισμού θα είναι οι δημόσιοι υπάλληλοι υποχρεωτικής και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, οι οποίοι θα δουν μικρές αυξήσεις από 2 έως 20 ευρώ.
– Από 1/1/2017 έγινε ακριβότερο το κόστος εξαγοράς των πλασματικών ετών ασφάλισης για τους δημόσιους υπαλλήλους. Σε ορισμένες περιπτώσεις το κόστος αυτής της εξαγοράς υπερδιπλασιάστηκε, με αποτέλεσμα ο ένας μήνας εξαγοράς πλέον να κοστίζει έως 270 ευρώ.
– Η εφαρμογή των νέων ανωτάτων ορίων στις συντάξεις άνω των 2.000 ευρώ μικτά, για μία κύρια σύνταξη, και άνω των 3.000 ευρώ για άθροισμα συντάξεων, εκτιμάται ότι θα αποφέρει ένα δημοσιονομικό όφελος 58,7 εκατ. ευρώ στη διετία 2016 – 2017.
– Ξεκίνησαν οι νέες περικοπές στο ΕΚΑΣ, σε 260.000 συνταξιούχους, οι οποίες ανέρχονται στο 50% του επιδόματος για τους δικαιούχους που έχουν μηνιαίο εισόδημα από συντάξεις έως 601,33 ευρώ.
– Περικοπές προβλέπονται και στα μερίσματα 280.000 δικαιούχων του Μετοχικού Ταμείου Πολιτικών Υπαλλήλων. Οι περικοπές αυτές θα γίνουν αισθητές στο τέλος του Φεβρουαρίου του 2017, όταν με τις συντάξεις του Μαρτίου θα καταβληθούν τα νέα μειωμένα μερίσματα. Οι συνολικές περικοπές των μερισμάτων εκτιμάται ότι θα ανέλθουν σε περίπου 500 εκατ. ευρώ για το σύνολο του έτους.
– Ασάφειες σχετικά με τις εισφορές όσων εργάζονται με «μπλοκάκι» κάνοντας «περιορισμένη» χρήση. Ο νόμος Κατρούγκαλου (παρ. 9 του άρθρου 39 του ν.4387/2016) ορίζει ότι «στους ασφαλισμένους οι οποίοι αμείβονται με δελτίο παροχής υπηρεσιών και για τους οποίους προκύπτει ότι το εισόδημά τους προέρχεται από την απασχόλησή τους σε ένα ή και δύο πρόσωπα (φυσικά και νομικά) εφαρμόζονται αναλογικά ως προς το ύψος, τον τρόπο υπολογισμού και τον υπόχρεο καταβολής της εισφοράς, οι διατάξεις του άρθρου 38» το οποίο προβλέπει ότι οι ασφαλισμένοι «καταβάλλουν ασφαλιστική εισφορά για τον κλάδο σύνταξης ποσοστού 20% επιμεριζόμενη κατά ποσοστό 6,67% για τον εργαζόμενο και 13,33% για τον εργοδότη». Αλλά δεν είναι σαφές τι θα γίνει στις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι απασχολούμενοι σε δύο εργοδότες εκδώσουν κατά τη διάρκεια του έτους ένα τιμολόγιο και σε τρίτο εργοδότη. Θα εξαιρούνται από τη διάταξη και οι εισφορές που είχε πληρώσει ο εργοδότης για λογαριασμό του θα επιστρέφονται; Επίσης, πώς θα γνωρίζει ο ένας εργοδότης εάν ο απασχολούμενος (ως ελεύθερος επαγγελματίας) παρέχει υπηρεσίες σε άλλον εργοδότη ή σε άλλους εργοδότες και σε πόσους;
– Ταυτόχρονη καταβολή φόρων και εισφορών. Ο ν. 4387/2016 ορίζει ότι «από 1/7/2016 οι αποδοχές των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα, καθώς και οι ασφαλιστικές εισφορές και ο φόρος μισθωτών υπηρεσιών, κατατίθενται από τους εργοδότες μέσω τραπεζικού λογαριασμού και μεταφέρονται αντιστοίχως και αποδίδονται από την οικεία τράπεζα στους λογαριασμούς των δικαιούχων μισθωτών, των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης και του Δημοσίου. Για τον σκοπό αυτόν κάθε υπόχρεος εργοδότης υπογράφει σχετική σύμβαση με τράπεζα που επιλέγει». Μέχρι σήμερα η διάταξη αυτή δεν έχει εφαρμοστεί. Μάλιστα, δεν είναι η πρώτη φορά που αντίστοιχη διάταξη εντάσσεται σε ασφαλιστικό νόμο χωρίς να έχουν εκδοθεί συγκεκριμένες οδηγίες εφαρμογής της.