Δεν φαίνεται φως στο βάθος του τούνελ, όσον αφορά την β’ αξιολόγηση
Μέχρι τον Φεβρουάριο ή και τον Μάρτιο φαίνεται ότι τραβάει η «βαλίτσα» της β’ αξιολόγησης, με το Μαξίμου να στηρίζει τις ελπίδες του σε πιθανή παρέμβαση Τραμπ, να δώσει δηλαδή εντολή στο ΔΝΤ να αποσυρθεί από το ελληνικό πρόγραμμα και να αφήσει την Ευρώπη μόνη στην αντιμετώπιση του ζητήματος.
Κι αυτό διότι ούτε στο επικείμενο Eurogroup της 26ης Ιανουαρίου, αλλά ούτε και σε αυτό της 20ης Φεβρουαρίου, θεωρείται ότι θα υπάρξει σύγκλιση μεταξύ των δύο μερών, οπότε αρκετοί πιστεύουν ότι το αδιέξοδο θα υποχρεώσει τον νέο πρόεδρο των ΗΠΑ να λάβει σαφή θέση και να πραγματοποιήσει την προεκλογική του εξαγγελία περί στροφής της χώρας του στα του οίκου της.
Η αλήθεια είναι ότι, από την εποχή ακόμη του Γιάνη Βαρουφάκη στο ΥΠΟΙΚ, η ελληνική πλευρά επιθυμούσε την συμμετοχή του ΔΝΤ ακριβώς επειδή αυτό πίεζε τους Ευρωπαίους δανειστές να προχωρήσουν σε μέτρα ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους καθώς επίσης να λάβουν μέτρα για μείωση των στόχων των πρωτογενών πλεονασμάτων. Από την στιγμή όμως που, στο Eurogroup του περυσινού Μαΐου, το Βερολίνο «έπεισε» το Ταμείο να μην υποχωρήσει στην απαίτηση των υψηλών πλεονασμάτων, σήμερα το Μαξίμου ευλόγως επιθυμεί την απεμπλοκή του ΔΝΤ από το ελληνικό πρόγραμμα.
Ο όρος της Γερμανίας ήταν να υποχρεωθεί η χώρα μας να υπογράψει πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 3,5% του ΑΕΠ για την επόμενη 10ετία, άλλως να επιφορτιστεί με επιπρόσθετα μέτρα ύψους 4,5 δισ. ευρώ –σενάριο που έριξε στο τραπέζι το ΔΝΤ.
Μια τυχόν αποχώρηση του ΔΝΤ δεν είναι βέβαιο ότι δεν θα προκαλέσει εξελίξεις απρόβλεπτες για την ελληνική κυβέρνηση. Πιθανή δε παράταση των διαπραγματεύσεων δυσχεραίνει την θέση της χώρας στην γενικότερη «γεωγραφία» των Αγορών, οπότε η χώρα θα οδηγηθεί ειτε σε παράταση του παρόντος μνημονίου είτε στην σύναψη ενός τετάρτου –σενάρια που πολύ δύσκολα θα περάσουν από τα εθνικά Κοινοβούλια χωρών όπως η Γερμανία και η Ολλανδία, λόγω των εκλογών που επίκεινται εντός των επομένων μηνών.