Οι στόχοι του ταξιδιού σε Παρίσι και Βρυξέλλες του Ευκλείδη Τσακαλώτου – Σπουδή για να κλείσει η β’ αξιολόγηση – Γρίφος η επιστροφή των Θεσμών στην Αθήνα
Με κύριο προσανατολισμό τα νέα αναπόφευκτα μέτρα να είναι όσο το δυνατόν πιο μετριοπαθή και ανώδυνα για τον ελληνικό λαό, ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος μεταβαίνει αύριο Τετάρτη σε Παρίσι και Βρυξέλλες, προκειμένου να αιτηθεί την στήριξη της Γαλλίας και της Κομισιόν.
Δεν υπάρχει ωστόσο η πολυτέλεια για νέες καθυστερήσεις, όπως ασφαλώς θα του υπενθυμίσουν ο Γάλλος ομόλογός του Μισέλ Σαπέν και ο Επίτροπος Πιερ Μοσκοβισί, καθώς, σε περίπτωση που περάσει χωρίς σύγκλιση και ο Φεβρουάριος, η Αθήνα θα αντιμετωπίζεται από τους Ευρωπαίους εκ νέου με καχυποψία και περισσή αδιαφορία.
Ο κ. Τσακαλώτος αναμένεται να κινηθεί βάσει δύο βασικών παραμέτρων:
– Τα οικονομικά ανταλλάγματα για να κλείσει η συνολική συμφωνία για αξιολόγηση, δόσεις, «κόκκινα» δάνεια, πλεονάσματα, χρέος και συμμετοχή του ΔΝΤ.
– Τις εξελίξεις σε πολιτικό επίπεδο, σε περίπτωση που έως τον Φεβρουάριο (το αργότερο) δεν κλείσει το ελληνικό.
Διαφωνία για τα πρωτογενή πλεονάσματα μετά το 2018
Αν και η κυβέρνηση ανακοινώνει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα και ζητά μεγαλύτερο δημοσιονομικό περιθώριο για να ασκήσει πολιτική, οι δανειστές τα αμφισβητούν και «βλέπουν» ελλείμματα που χρηματοδοτούν παροχές. Οι πληροφορίες συγκλίνουν στο ότι ζητούν από την κυβέρνηση «εδώ και τώρα» να νομοθετήσει νέα μόνιμα μέτρα λιτότητας έως το 2020, ύψους 4,5 ή έως και 5 δισ. ευρώ, ασχέτως εάν θα παραμείνει τελικώς ή όχι το ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα.
Από την δική του πλευρά, ο κ.Τσακαλώτος θέλει να περιορίσει τη «ζημιά» στο μισό, δηλαδή σε νέα μέτρα της τάξεως των περίπου 2-2,5 δισ. ευρώ.
Ο πολιτικός παράγοντας
Σε πολιτικό επίπεδο, η κατάσταση περιπλέκεται κυρίως εξαιτίας του ότι οι Ευρωπαίοι έχουν εκλογές (Μάρτιο στην Ολλανδία, Απρίλιο στην Γαλλία, Σεπτέμβριο στην Γερμανία) και οι σημερινές κυβερνήσεις τους επιθυμούν να απαλλαγούν το συντομότερο από τον «πονοκέφαλο» της Ελλάδας, φοβούμενες τις αντιδράσεις των αντιπολιτευτικών κομμάτων των χωρών τους και των λαϊκιστών που θα σπεύσουν να εκμεταλλευτούν τα όποια πολιτικά οφέλη προκύψουν.
Ωστόσο, η όλη κατάσταση «εκβιάζεται» υπέρ της Ελλάδας από την Ιταλία, η στάση της οποίας πάντα υπολογιζόταν από τους βορειοευρωπαίους και, στην δεδομένη χρονική στιγμή κατά την οποία ο τραπεζικός τομέας της διέρχεται κρίση, ίσως οι εταίροι επιδείξουν λιγότερη άκαμπτη στάση –κάτι που θα σπεύσει να εκμεταλλευτεί η ελληνική πλευρά.
Γρίφος η επιστροφή των Θεσμών στην Αθήνα
Στο μεταξύ, άγνωστο παραμένει το πότε θα επιστρέψουν οι Θεσμοί στην Αθήνα, ώστε να συνεχιστούν οι διαβουλεύσεις για την β’ αξιολόγηση, αλλά και το τι μέλλει να αποφασίσει το ΔΝΤ σχετικά με την συμμετοχή του στο ελληνικό πρόγραμμα. Στις Βρυξέλλες αποδίδουν τη δυστοκία για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης στην αδυναμία να τα βρουν οι Θεσμοί μεταξύ τους, αλλά και με την κυβέρνηση, στο θέμα του πρωτογενούς πλεονάσματος. Το ΔΝΤ επιμένει στη δική του θέση ότι δεν βγαίνουν τα πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 3,5% και ζητεί είτε περαιτέρω μείωση του χρέους είτε πρόσθετα δημοσιονομικά μέτρα, ενώ το Βερολίνο επιδιώκει να ξεπεράσει το πρόβλημα με το μικρότερο πολιτικό κόστος, δηλαδή να συμμετάσχει ο διεθνής οργανισμός στο πρόγραμμα χωρίς άλλα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους. Στην περίπτωση αυτή, το βάρος των γερμανικών πιέσεων πέφτει στην ελληνική κυβέρνηση.
Μεταξύ των διαφορετικών αυτών θέσεων, ο επίτροπος Μοσκοβισί, πριν αναλάβει οποιαδήποτε πρωτοβουλία, θέλει να συζητήσει με τον κ. Τσακαλώτο σχετικά με αυτό που θα πρέπει να κάνει η ελληνική πλευρά για να «ξεμπλοκάρει» η κατάσταση, ενώ στη συνέχεια θα ζητηθεί και από τους άλλους εμπλεκόμενους να κάνουν αντίστοιχα βήματα.