Στο σημείο μηδέν φαίνεται ότι φτάνουν οι δυνατότητες πληρωμής των πολιτών προς την εφορία.
Η εικόνα που υπάρχει στις ΔΟΥ είναι ότι μία στις δύο νέες ρυθμίσεις οφειλών πέφτει έξω, καθώς οι φορολογούμενοι προχωρούν σε αυτές για να αποφύγουν τα αναγκαστικά μέτρα είσπραξης, σύντομα όμως φτάνουν σε αδυναμία να τις εξυπηρετήσουν εγκαίρως. Το σύστημα είναι ιδιαίτερα αυστηρό, καθώς προβλέπει τη δυνατότητα ρύθμισης έως και σε 12 δόσεις για όλες τις οφειλές, εκτός από τις έκτακτες εφάπαξ υποχρεώσεις (π.χ. φόροι κληρονομιάς ή πρόστιμα) οι οποίες μπορούν να ρυθμιστούν σε 24 δόσεις. Ομως, η ρύθμιση χάνεται εάν μείνουν δύο δόσεις απλήρωτες, ενώ εάν ο φορολογούμενος καθυστερήσει μία δόση, επιβαρύνεται με προσαύξηση 15% επί του ποσού που καθυστερεί. Ετσι, εάν ένας φορολογούμενος καθυστερήσει μία δόση και στη συνέχεια βρίσκεται «μια δόση πίσω», η ρύθμιση δεν χάνεται, αλλά κάθε δόση επιβαρύνεται με την προσαύξηση του 15% – ποσοστό εξωφρενικά υψηλό αφού αντιστοιχεί, ενδεικτικά, σε ετησιοποιημένο επιτόκιο πάνω από 180%.
Επιπλέον, οι ρυθμίσεις χάνονται και στην περίπτωση που ο φορολογούμενος αφήσει απλήρωτη έστω και για μία μέρα κάποια νέα οφειλή. Αυτό σημαίνει ότι εάν οι φορολογούμενοι δεν είναι σε θέση να εξοφλήσουν τις νέες υποχρεώσεις, πρέπει να μεταβούν στη ΔΟΥ πριν από την λήξη της προθεσμίας οφειλής για να τη ρυθμίσουν, αφού το Taxisnet δεν δίνει ακόμη αυτή τη δυνατότητα.
Οι δρακόντειες αυτές ρυθμίσεις έχουν επιβληθεί από την τρόικα, με το επιχείρημα ότι εάν η Εφορία δίνει πολλές ευκαιρίες εξόφλησης, οι φορολογούμενοι δεν πληρώνουν και τα ληξιπρόθεσμα χρέη συσσωρεύονται.
Αποδεικνύεται, όμως, ότι μέσα στο περιβάλλον της ύφεσης και της οικονομικής δυσπραγίας, η λογική αυτή δεν ισχύει και αυτό που τελικά συμβαίνει είναι ότι οι φορολογούμενοι που αγωνίζονται να είναι συνεπείς με διαδοχικές ρυθμίσεις των -διαρκώς αυξανόμενων- υποχρεώσεών τους «τιμωρούνται» με υπέρογκες προσαυξήσεις ή με απώλεια της ρύθμισης εάν «πέσουν έξω» έναν μήνα, ενώ οι αρρύθμιστες οφειλές επιβαρύνονται με το κανονικό επιτόκιο υπερημερίας το οποίο δεν ξεπερνά το 0,73% τον μήνα.