Τι ζητά ο Τόμσεν
Ανυποχώρητο στο ζήτημα της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους εμφανίζεται το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), ενώ παράλληλα ασκεί κριτική στους Ευρωπαίους, κατηγορώντας τους για την άρνησή τους να ασχοληθούν σοβαρά με το ζήτημα.
Σύμφωνα με την αναθεωρημένη έκθεση για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, που παραδόθηκε το βράδυ της Τρίτης στα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του ΔΝΤ, ο Πολ Τόμσεν και οι συνεργάτες του επιθυμούν: Πρώτον, μεγαλύτερη ελάφρυνση του χρέους με επέκταση της περιόδου χάριτος και αναβολές καταβολής τόκων έως το 2040, Δεύτερον, επέκταση των ωριμάνσεων των ευρωπαϊκών δανείων έως το 2070 και Τρίτον, τη μείωση των επιτοκίων όλων των δανείων του ESFSF και του ESM για 30 χρόνια, χαμηλότερα του 1,5%.
Σύμφωνα με την ιστοσελίδα mignatiou.com, το ελληνικό χρέος χαρακτηρίζεται «εξαιρετικά μη βιώσιμο», ενώ οι Ευρωπαίοι εταίροι μπαίνουν στο στόχαστρο της κριτικής, καθώς θεωρούνται ανεπαρκείς οι προτάσεις-δικαιολογίες των Ευρωπαίων και την άρνησή τους να ασχοληθούν σοβαρά με το μείζον αυτό ζήτημα.
Επίσης, το ΔΝΤ απαιτεί σημαντική αναδιάρθρωση των όρων των ευρωπαϊκών δανείων προς την Ελλάδα, για να αποκατασταθεί η βιωσιμότητα του χρέους. Χωρίς αναδιάρθρωση το χρέος δεν είναι βιώσιμο, τονίζει το Ταμείο, αν και οι πληροφορίες για το περιεχόμενο της έκθεσης δεν επιβεβαιώνονται επισήμως.
Στο Ταμείο πιστεύουν ότι το ελληνικό χρέος δεν είναι καθόλου βιώσιμο, και δεν θα καταστεί τέτοιο ούτε με την πλήρη εφαρμογή των πολιτικών που συμφωνήθηκαν στο πλαίσιο του προγράμματος του ESM. Η αναφορά αυτή, εφόσον επιβεβαιωθεί, στην ουσία δείχνει το αδιέξοδο στο οποίο βρίσκεται το ελληνικό πρόγραμμα με βάση τη λογική του ΔΝΤ.
Πιστεύουν επίσης ότι μακροπρόθεσμα οι δημόσιες δαπάνες για τη χρηματοδότηση του χρέους θα λάβουν «εκρηκτικό» χαρακτήρα, καθώς η Ελλάδα δεν δύναται να αντικαταστήσει τη ιδιαίτερα χαμηλή χρηματοδότηση που λαμβάνει από τους δανειστές της, με χρηματοδότηση από τις αγορές, οι οποίες θα προσφέρουν υψηλότερα επιτόκια.
Σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες, το Ταμείο αναζητά λύσεις που θα διασφαλίσουν ότι το ελληνικό χρέος θα έχει καθοδική πορεία και ότι θα διατηρηθούν οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες στο 15% με 20% του ΑΕΠ.
Στο Ταμείο πιστεύουν ότι δεν είναι συνεπείς με τη βιωσιμότητα οι όποιες λύσεις προσφέρουν μόνο προσωρινή ανακούφιση και οι οποίες δεν οδηγούν σε μια πτωτική πορεία του χρέους στο χρονικό ορίζοντα έως το 2060.
Το ΔΝΤ, όπως πάντα, καταγράφει και τα σενάριά του. Έτσι, ένα από αυτά αναφέρει ότι μέχρι το 2020 το ελληνικό χρέος αναμένεται να φτάσει στο 170% του ΑΕΠ και το 2022 μέχρι το 164%. Στη συνέχεια αναμένεται να αυξηθεί μέχρι το 2060 και να φτάσει στο 275% του ΑΕΠ.
Πιστεύουν δηλαδή ότι το κόστος του χρέους θα αυξάνεται με την πάροδο του χρόνου, καθώς ο δανεισμός από τις αγορές θα αντικαθιστά τα χαμηλότοκα δάνεια των Ευρωπαίων δανειστών.
Σύμφωνα με τις προβλέψεις του ΔΝΤ, οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας θα ανέλθουν στο 15% του ΑΕΠ ήδη από το 2024 και στο 20% του ΑΕΠ μέχρι το 2031, φθάνοντας περίπου το 33% από το 2040 και περίπου το 62% του ΑΕΠ μέχρι το 2060.
Σημειώνεται ότι υπάρχει πλήρης διαφωνία του ΔΝΤ με τους Ευρωπαίους στο θέμα του χρέους, καθώς οι τελευταίοι είναι αισιόδοξοι ότι θα υπάρξει πιο ήπια δυναμική.
Οι Ευρωπαίοι ενημέρωσαν το Ταμείο για τα εξής: το ελληνικό χρέος προβλέπεται να μειωθεί κάτω από 120% του ΑΕΠ μέχρι το 2030 και ελαφρώς πάνω από το 100% του ΑΕΠ από το 2040, με τις ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες να παραμένουν κάτω από το 10% του ΑΕΠ μέχρι το 2023, κάτω από το 20% του ΑΕΠ μέχρι το 2040, αλλά να αυξάνονται στο 24% του ΑΕΠ από το 2060.
Η πρόβλεψη αυτή βασίζεται σε σημαντικά πιο αισιόδοξες παραδοχές από εκείνες του ΔΝΤ, ιδίως όσον αφορά στην ανάπτυξη και το πρωτογενές πλεόνασμα, που βάσει των ευρωπαϊκών εκτιμήσεων θα διατηρηθεί στο 3,5% του ΑΕΠ για μια δεκαετία (έως το 2028),θα μειωθεί σταδιακά στο 3,2% από το 2030, και στο 1,5% μετά το 2040.