Η υπερφορολόγηση έχει κοντά πόδια καθώς το άρμεγμα των πιο παραγωγικών νοικοκυριών δεν μπορεί να συνεχισθεί για πολύ.
Όχι μόνο η αποταμίευση γίνεται όλο και πιο αρνητική, και αργά ή γρήγορα οι επενδύσεις θα καταρρεύσουν πλήρως, αλλά και οι παραγωγικοί άνθρωποι με τις καλύτερες εργασιακές εξειδικεύσεις, είτε αναγκάζονται -εφόσον μπορούν- να αποκρύπτουν εισοδήματα, είτε μεταναστεύουν για να φτιάξουν τη ζωή τους μακριά από το δημευτικού χαρακτήρα φορολογικό περιβάλλον της χώρας μας.
Αυτό επισημαίνει ο ΣΕΒ στο εβδομαδιαίο δελτίο οικονομικών εξελίξεων προσθέτοντας ότι το υψηλό μη μισθολογικό κόστος αποτελεί τροχοπέδη στις νόμιμες προσλήψεις κάθε είδους και κάνει απαγορευτικές τις προσλήψεις εργαζομένων με υψηλές εξειδικεύσεις και αποδοχές, επί ζημία των δυναμικότερων και πιο εξωστρεφών κλάδων της ελληνικής οικονομίας.
Σύμφωνα με την ανάλυση του Συνδέσμου το καθαρό (μετά από φόρους) διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών σε πραγματικούς όρους, ενώ φάνηκε προς στιγμή να αυξάνεται από το 2ο τρίμηνο του 2014, επανήλθε σε καθοδική τροχιά από το 2ο τρίμηνο του 2015, και έκτοτε, και μέχρι σήμερα (3ο τρίμηνο 2016), δεν έχει ανακάμψει. Η εξέλιξη αυτή είναι ανησυχητική και, εάν συνεχισθεί, δεν προοιωνίζει μία βιώσιμη ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας το 2017,αναφέρει ο ΣΕΒ.
Σε κάθε περίπτωση, καταλήγει, με την αναμενόμενη συμπίεση του διαθεσίμου εισοδήματος το 2017 λόγω αύξησης φόρων-εισφορών και περικοπής συντάξεων, και με τις μικρές επιχειρήσεις και τους ελεύθερους επαγγελματίες σε απόγνωση, αναρωτιέται κανείς πως θα συντελεσθεί η αναμενόμενη αύξηση του ρυθμού ανάπτυξης, που ακόμη σε μεγάλο βαθμό στηρίζεται στην ιδιωτική κατανάλωση, χωρίς να μπορεί να γίνει επίκληση στις εξαγωγές που, ενώ αυξάνουν, δεν έχουν ακόμη το κρίσιμο μέγεθος για να στηρίξουν την ανάπτυξη.”
Το παράδοξο
H ιδιωτική κατανάλωση σε πραγματικούς όρους, έχοντας μειωθεί κατά -3,8% το γ’ τρίμηνο του 2015 λόγω και των capital controls, αυξήθηκε στο γ΄ τρίμηνο του 2016 κατά +5,7% δημιουργώντας την προσδοκία ότι η οικονομία βρίσκεται σε φάση ανάκαμψης.
Μια προσεκτική, όμως ανάλυση των κύριων προσδιοριστικών παραγόντων της ιδιωτικής κατανάλωσης, δείχνει μία μείωση του καθαρού (μετά από φόρους και εισφορές) διαθεσίμου εισοδήματος των νοικοκυριών κατά -2,1%, όταν τα δύο αυτά μεγέθη, σε όλα τα προηγούμενα τρίμηνα, κινούνται πάντα προς την ίδια κατεύθυνση.
Η απόκλιση μεταξύ κατανάλωσης και διαθεσίμου εισοδήματος, είναι ταυτόσημη με την χειροτέρευση της ήδη αρνητικής αποταμίευσης.
Πιθανότατα λοιπόν εντατικοποιείται η χρησιμοποίηση πόρων που έχουν ήδη αποσυρθεί στο παρελθόν από τις τράπεζες ή προέρχονται από ρευστοποιήσεις περιουσιακών στοιχείων.
Ενδεχομένως, η απόκλιση μπορεί να αποτυπώνει και ένταση της φοροδιαφυγής, αφενός λόγω της αύξησης των φορολογικών συντελεστών και αφετέρου λόγω της αποκάλυψης αδήλωτων εισοδημάτων από την εντονότερη χρήση καρτών στις συναλλαγές, μετά την επιβολή περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων. Σε κάθε περίπτωση, η εξέλιξη αυτή είναι ανησυχητική και, εάν συνεχισθεί, δεν προοιωνίζει μία βιώσιμη ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας το 2017.
Η μείωση του διαθεσίμου εισοδήματος σημειώνεται παρά την αύξηση των μισθών κατά +0,7% και της απασχόλησης των μισθωτών κατά +2,1% και οφείλεται κυρίως στη μηδενική αύξηση των εισοδημάτων από ατομικές επιχειρήσεις και ελεύθερα επαγγέλματα, τη μείωση κατά -0,6% των κοινωνικών παροχών και λοιπών μεταβιβάσεων σε χρήμα και σε είδος όπου η αύξηση κατά +4,6% των μεταβιβάσεων σε είδος (δηλαδή «δωρεάν» υγεία, παιδεία, ηλεκτρικό ρεύμα, μετακινήσεις μαθητών, συσσίτια κλπ.) υπεραντισταθμίζεται από την μείωση κατά -4% των παροχών (συντάξεις και προνοιακά επιδόματα σε χρήμα), και, από την άλλη πλευρά, της αύξησης των φόρων εισοδήματος, περιουσίας κλπ. κατά +19% και των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης κατά +1,9%.
Η υπερφορολόγηση έχει κοντά πόδια καθώς το άρμεγμα των πιο παραγωγικών νοικοκυριών δεν μπορεί να συνεχισθεί για πολύ.
Όχι μόνο η αποταμίευση γίνεται όλο και πιο αρνητική, και αργά ή γρήγορα οι επενδύσεις θα καταρρεύσουν πλήρως, αλλά και οι παραγωγικοί άνθρωποι με τις καλύτερες εργασιακές εξειδικεύσεις, είτε αναγκάζονται -εφόσον μπορούν- να αποκρύπτουν εισοδήματα, είτε μεταναστεύουν για να φτιάξουν τη ζωή τους μακριά από το δημευτικού χαρακτήρα φορολογικό περιβάλλον της χώρας μας.
Επιπλέον το υψηλό μη μισθολογικό κόστος αποτελεί τροχοπέδη στις νόμιμες προσλήψεις κάθε είδους και κάνει απαγορευτικές τις προσλήψεις εργαζομένων με υψηλές εξειδικεύσεις και αποδοχές, επί ζημία των δυναμικότερων και πιο εξωστρεφών κλάδων της ελληνικής οικονομίας.