Στα 2,5 δισ. το κόστος ελάφρυνσης του χρέους

«Διπλή» ανάγνωση της έκθεσης του ΔΝΤ επιχειρεί η κυβέρνηση, προσπαθώντας να «χρυσώσει» το χάπι των νέων προληπτικών μέτρων

 

Αναπτερώνει τις ελπίδες για σύγκλιση με τους δανειστές η έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για την κατάσταση της Οικονομίας στην Ελλάδα και την βιωσιμότητα του εξωτερικού χρέους της χώρας [βλ. σχετικά: ΔΝΤ: Εξαιρετικά μη βιώσιμο το ελληνικό χρέος], ενώ καμμία απολύτως νύξη δεν έγινε, μετά την ολοκλήρωση της χθεσινοβραδινής συνεδρίασης του ΔΣ του Ταμείου, σχετικά με το καυτό ζήτημα της παραμονής του ή όχι στο ελληνικό πρόγραμμα στήριξης.

 

Από την άλλη, στο Μαξίμου επικρατεί μια σχετική αισιοδοξία ότι ίσως και εντός Φεβρουαρίου επέλθει συμφωνία με τους δανειστές, παρακάμπτοντας ασφαλώς κάποιες «κόκκινες γραμμές» με την ελπίδα ότι το ΔΝΤ δεν θα διακόψει, τελικά, την ενεργό συμμετοχή του.

 

Αίσθηση κάνει, πάντως, το γεγονός ότι η κυβέρνηση στην παρούσα φάση δείχνει ανενόχλητη από μια πιθανή έξοδο του ταμείου από το πρόγραμμα, την στιγμή που επί σειρά μηνών το απευχόταν σθεναρά.

 

Η συμπερασματική έκθεση του ΔΝΤ


«Η Ελλάδα έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο στη μείωση των μακροοικονομικών ανισορροπιών από την έναρξη της κρίσης μέχρι σήμερα», αλλά «η εκτεταμένη δημοσιονομική εξυγίανση και η εσωτερική υποτίμηση έχουν οδηγήσει σε υψηλό κόστος την κοινωνία, κάτι που αντανακλάται στη μείωση των εισοδημάτων και την εξαιρετικά υψηλή ανεργία».

 

Τα παραπάνω επισημαίνει το·ΔΝΤ σε ανακοίνωση που εξέδωσε μετά την ολοκλήρωση της συνεδρίασης του Εκτελεστικού Συμβουλίου του Ταμείου για την Ελλάδα.

 

Σύμφωνα με την ανακοίνωση, τα μεγάλα κόστη προσαρμογής, καθώς και η πολιτική αστάθεια που ακολούθησε οδήγησαν σε καθυστερήσεις στην υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων από την τελευταία έκθεση του άρθρου 4, οι οποίες κορυφώθηκαν με την κρίση εμπιστοσύνης στα μέσα του 2015. Ωστόσο, όπως σημειώνεται,·η κατάσταση έχει σταθεροποιηθεί από τότε, καθώς οι αρχές ξεκίνησαν ένα νέο πρόγραμμα προσαρμογής που υποστηρίζεται από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας.

 

Το ΔΝΤ επισημαίνει ότι·οι συνεχιζόμενες μεταρρυθμίσεις και η χρηματοδότηση από τους Ευρωπαίους εταίρους, οδήγησαν την ελληνική οικονομία σε μέτρια ανάπτυξη το 2016. Εκτιμά παράλληλα ότι η·ανάπτυξη αναμένεται να επιταχυνθεί τα επόμενα χρόνια, σημειώνοντας πάντως ότι αυτό που εξαρτάται από την πλήρη και έγκαιρη εφαρμογή του προγράμματος προσαρμογής, συμπεριλαμβανομένης της ταχείας εξάλειψης των·capital controls·που τέθηκαν σε εφαρμογή στα μέσα του 2015.

 

Βάσει του τρέχοντος προγράμματος, το Ταμείο αναφέρει ότι η μακροχρόνια ανάπτυξη αναμένεται να φθάσει λίγο κάτω από το 1% του ΑΕΠ και το πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα προβλέπεται να διαμορφωθεί μεσοπρόθεσμα σε περίπου 1,5% του ΑΕΠ.·Επισημαίνεται ακόμη·ότι·οι πτωτικοί κίνδυνοι για τις μακροοικονομικές και δημοσιονομικές προοπτικές παραμένουν σημαντικοί και σχετίζονται με την ελλιπή ή καθυστερημένη εφαρμογή των πολιτικών.

 

Για το δημόσιο χρέος τονίζεται ότι είχε φτάσει στο 179% του ΑΕΠ, στο τέλος του 2015, και δεν είναι πλέον βιώσιμο.

 

Σύμφωνα με την ανακοίνωση του ΔΝΤ,·οι περισσότεροι Εκτελεστικοί Διευθυντές συμφώνησαν με την αξιολόγηση των στελεχών του Ταμείου που ασχολούνται με την Ελλάδα, ενώ·ορισμένα μέλη του διοικητικού συμβουλίου·«είχαν διαφορετικές απόψεις σχετικά με τη δημοσιονομική πορεία και τη βιωσιμότητα του χρέους».

 

Τα μέλη του ΔΣ·επαίνεσαν τις προσπάθειες των ελληνικών αρχών·για τη σημαντική οικονομική προσαρμογή και τη διόρθωση των ανισορροπιών από το 2010 με όχημα τις·μεταρρυθμίσεις. Αναγνώρισαν ακόμη ότι η προσαρμογή αυτή είχε «βαρύ τίμημα» για την κοινωνία που, σε συνδυασμό με τα υψηλά ποσοστά φτώχειας και ανεργίας, συνέβαλαν στην επιβράδυνση της υλοποίησης των μεταρρυθμίσεων. Συνέστησαν·παράλληλα στις ελληνικές αρχές να επιταχύνουν την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων ώστε να καταστεί εφικτή η επιστροφή σε υψηλότερη ανάπτυξη και η βιωσιμότητα του χρέους.

 

Όπως αναφέρεται στην ανακοίνωση, τα περισσότερα μέλη του δ.σ. συμφώνησαν ότι δεν απαιτείται περαιτέρω δημοσιονομική εξυγίανση αυτή τη στιγμή από την Ελλάδα, δεδομένης της εντυπωσιακής προσαρμογής, η οποία αναμένεται να φέρει το μεσοπρόθεσμο πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα στο περίπου 1,5% του ΑΕΠ, ενώ ορισμένοι διευθυντές τάχθηκαν υπέρ της καταγραφής πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2018. Τα μέλη του δ.σ. τάχθηκαν υπέρ της εξισορρόπησης της δημοσιονομικής πολιτικής με διεύρυνση της φορολογική βάσης στη φορολογία εισοδήματος φυσικών προσώπων και τον εξορθολογισμό των συνταξιοδοτικών δαπανών, ώστε να δημιουργηθεί χώρος για στοχευμένη κοινωνική στήριξη προς ευπαθείς ομάδες με χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές.

 

Τα περισσότερα μέλη του Δ.Σ. τάχθηκαν υπέρ μιας δημοσιονομικά ουδέτερης «επανεξισορρόπηση», ωστόσο ορισμένα μέλη θεώρησαν ότι οι μεταρρυθμίσεις θα μπορούσαν να στηρίξουν προσωρινά υψηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα, υπό την προϋπόθεση ότι αυτά θα υλοποιηθούν μόλις το παραγωγικό κενό κλείσει, έτσι ώστε οι επιπτώσεις στην ανάκαμψη να ελαχιστοποιηθούν.

 

Τόνισαν ακόμη την ανάγκη καταπολέμησης της φοροδιαφυγής και·αντιμετώπισης του μεγάλου επιπέδου των φορολογικών οφειλών,αλλά και την ανάγκη·μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων για να υποστηριχτεί η πιστωτική επέκταση.

 

Κάλεσαν επιπλέον τις ελληνικές αρχές να επιταχύνουν την εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας.

 

Τα περισσότερα στελέχη του ΔΝΤ εξέφρασαν την εκτίμηση ότι, παρά τις τεράστιες θυσίες της Ελλάδας και την γενναιόδωρη υποστήριξη των Ευρωπαίων εταίρων, θα απαιτηθεί περαιτέρω ελάφρυνση για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας του χρέους, επισημαίνοντας πάντως·την ανάγκη η ανακούφιση του χρέους να συνδεθεί με ρεαλιστικές παραδοχές σχετικά με την ικανότητά της Ελλάδας να παράγει συνεχή πλεονάσματα και μακροπρόθεσμη ανάπτυξη. Υπογράμμισαν ακόμη·ότι η ελάφρυνση του χρέους θα πρέπει να συμπληρωθεί με την ισχυρή εφαρμογή πολιτικών για την αποκατάσταση της ανάπτυξης και της βιωσιμότητας.

 

Η επόμενη έκθεση του άρθρου 4 για την ελληνική οικονομία αναμένεται σε 12 μήνες.

 

Προσπάθειες ικανοποίησης του Ταμείου

 

Αθήνα και Βρυξέλλες εργάζονται παρασκηνιακά για εξεύρεση μιας λύσης ικανοποιητικής για τις απαιτήσεις του Ταμείου. Κάτι τέτοιο ίσως σημαίνει εξαγγελία εδώ και τώρα, από την πλευρά των Ευρωπαίων δανειστών, μέτρων ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους, και όχι μετά το 2018, όπως ήταν αρχικά ο σχεδιασμός.

 

Το σκεπτικό είναι, σύμφωνα με πληροφορίες, η ενεργοποίηση των μέτρων αυτών εάν χρειαστεί, ενώ το αντάλλαγμα από ελληνικής πλευράς είναι η θεσμοθέτηση τώρα προληπτικών μέτρων για την περίοδο από το 2018 και εντεύθεν.

 

Το Μαξίμου εκλαμβάνει «ελαφρά τη καρδία» το σενάριο αυτό, υποστηρίζοντας ότι τα προληπτικά αυτά μέτρα δεν θα χρειαστεί να ενεργοποιηθούν, ωστόσο έκδηλοι είναι οι φόβοι ότι η θεώρηση αυτή απλώς εξωραΐζει μια ήδη δύσκολη πραγματικότητα. Κι αυτό διότι δεν είναι λίγοι αυτοί που πιστεύουν ότι οι εκτιμήσεις του ΔΝΤ για την μελλοντική πορεία του ελληνικού χρέους προφανώς θα δικαιωθούν (υπενθυμίζουμε ότι το ΔΝΤ στην έκθεσή του κάνει λόγο για χρέος 170% του ΑΕΠ το 2020).

 

Χθες άλλωστε ο Μάριο Ντράγκι επεσήμανε ότι, προκειμένου η Ελλάδα να εισέλθει στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE), το χρέος της θα πρέπει να είναι βιώσιμο. Το συμπέρασαμ λοιπόν είναι ότι, ακόμη κι αν το ΔΝΤ ετίθετο εκτός προγράμματος, τα προληπτικά μέτρα πάλι θα έπρεπε να ληφθούν, ώστε η ΕΚΤ να μπορεί να αγοράσει ελληνικά ομόλογα.

 

Στην κυβέρνηση διαβλέπουν ότι, με βάση την έκθεση του ΔΝΤ, μειώνεται η πίεση για πρόσθετα μέτρα λιτότητας στα 2,5 δισ. ευρώ, αντί ·4,5 δισ. που μέχρι τώρα ζητούσε το ΔΝΤ. Αφήνουν δηλαδή περιθώριο συζήτησης για μόνιμα πρόσθετα μέτρα λιτότητος 2,5 δισ. ευρώ και για μετά το 2018 (παρά τις αντιρρήσεις περί συνταγματικότητος), προκειμένου να προλάβει η Αθήνα να κλείσει συμφωνία τον Φεβρουάριο και να μπεί στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης τον Μάρτιο -ή, το πιαθνότερο, στα τέλη Απριλίου.

 

Επώδυνα μέτρα

 

Με βάση την έκθεση του ΔΝΤ, σε αυτά περιλαμβάνονται και περικοπές κύριων καταβαλλόμενων συντάξεων (κατάργηση της προσωπικής διαφοράς δηλαδή) και δραστική μείωση του αφορολογήτου μισθωτών, συνταξιούχων και αγροτών. Από τον Οκτώβριο του 2016 άλλωστε ο·Βόφλγκανκ Σόιμπλε έλεγε πως ελάφρυνση του ελληνικού χρέους θα προέλθει όχι μόνο από τους δανειστές αλλά «και από τις μεταρρυθμίσεις που θα πρέπει να εφαρμόσει η Ελλάδα».

 

Από χθες πάντως ο Μάριο Ντράγκι ξεκαθάρισε πως πρώτα θα πρέπει η κυβέρνηση να κλείσει την δεύτερη αξιολόγηση με τα μέτρα που την συνοδεύουν και στην συνέχεια μόνον (χωρίς να ξεκαθαρίσει πόσο σύντομα όμως) να αναμένει αποφάσεις για συμφωνία ελάφρυνσης στο χρέος και στους στόχους για τα πρωτογενή πλεονάσματα.

 

Ακόμα και αν δεν πραγματοποιηθεί τελικώς διάσκεψη στις Βρυξέλλες την ερχόμενη Παρασκευή για να βρεθεί λύση στο ελληνικό ζήτημα, όπως φέρεται να επιδιώκει ο επικεφαλής του Eurogroup Γερούν Ντάισελμπλουμ, αναμένεται μπαράζ συναντήσεων Τσακαλώτου με Σόιμπλε, Ντάισελμπλουμ και Μοσκοβισί πριν από τις 20 του μήνα, με βάση την αποτύπωση της κατάστασης από το Euroworking Group μεθαύριο Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου.

- Διαφήμιση -

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ