Η επίσημη θέση του ΔΝΤ για την «εξαιρετικά μη βιώσιμη» κατάσταση του ελληνικού δημόσιου χρέους, σε συνδυασμό με το καταστατικό του, καθιστά δύσκολη τη συμμετοχή του στο ελληνικό πρόγραμμα, την ώρα που τα περισσότερα μέλη του, παρά τη διαφοροποίηση κάποιων μελών του ΔΣ κυρίως από την Ευρώπη, διαμορφώνουν κοινή αντίληψη, εκτίμησε ο πρώην εκτελεστικός διευθυντής του Ταμείου Παναγιώτης Ρουμελιώτης μιλώντας στον ρ/σ «Στο Κόκκινο».
Μάλιστα, ο κ. Ρουμελιώτης ξεχώρισε τέσσερα θετικά, στις θέσεις που περιλαμβάνει η έκθεση:
– Παραδοχή ότι έχει συντελεστεί πρόοδος στην διόρθωση ανισορροπιών στα δημοσιονομικά και το ισοζύγιο πληρωμών
– Αναγνώριση για πρώτη φορά ότι η δημοσιονομική προσαρμογή και η εσωτερική υποτίμηση είχαν υψηλό κοινωνικό κόστος (μείωση εισοδημάτων και αύξηση της ανεργίας)
– Αναγνώριση ότι η ελληνική οικονομία έχει επιτρέψει στην ανάπτυξη και θα ενισχυθεί περαιτέρω εφόσον υλοποιηθούν οι μεταρυθμίσεις και καταργηθούν τα capital control
– Αναγνώριση ότι το ελληνικό δημόσιο χρέος είναι μη βιώσιμο (το 2015 έφτασε το 179% με τάση για 180% του ΑΕΠ)
Το θετικό είναι ότι τα περισσότερα μέλη του ΔΣ του Ταμείου συμφώνησαν με την έκθεση, σημείωσε ο κ. Ρουμελιώτης, αν και ακούστηκαν διαφορετικές θέσεις για την τροχιά της βιωσιμότητας του χρέους και των πρωτογενών πλεονασμάτων. Όπως περιέγραψε, η βασική εξίσωση επιβάλλει το ονομαστικό επιτόκιο αποπληρωμής του χρέους να υπερκαλύπτεται από τον ονομαστικό ρυθμό μεγέθυνσης της οικονομίας, και ότι υπολείπεται, από το πρωτογενές πλεόνασμα.
Ενώ οι περισσότεροι εντός του Ταμείου συμφωνούν με την άποψη ότι η διεθνής εμπειρία, σε συνδυασμό με το δημογραφικό πρόβλημα, δεν συνάδει με την συνεχή επίτευξη ρυθμών ανάπτυξης άνω του 1% και πρωτογενών πλεονασμάτων άνω του 1,5%, κάποιοι Ευρωπαίοι (η Γερμανία ελέγχει πέντε έδρες) διαφώνησαν υποστηρίζοντας ότι με υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης τα πλεονάσματα μπορεί να επιτευχθούν. Το σημαντικό ωστόσο είναι ότι η πλειοψηφία έχει καθορίσει τη θέση της, έχει δώσει σήμα και έχει διαμορφωθεί η κοινή πεποίθηση ότι δεν είναι βιώσιμα αυτά τα μεγέθη. Υπάρχουν κάποιοι που επιθυμούν σκληρότερα μέτρα, κυρίως Ευρωπαίοι, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι η ανάπτυξη θα είναι μεγαλύτερη από τις προβλέψεις του Ταμείου, εάν υλοποιηθούν οι μεταρρυθμίσεις, αλλά «ξέρουμε πολύ καλά ότι για να αποδώσουν οι μεταρρυθμίσεις χρειάζεται μεγάλο χρονικό διάστημα» υπογράμμισε ο κ.Ρουμελιώτης.
Ειδικά για το θέμα του αφορολόγητου και της προτεινόμενης μείωσής του, ο ίδιος ανέφερε ότι τα περισσότερα μέλη του ΔΣ του Ταμείου συμφώνησαν ότι δεν είναι δυνατόν να υπάρξουν συμπληρωματικά μέτρα. Από την άλλη πλευρά, το Ταμείο εστιάζει παγίως στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής ειδικά για τους «μεγάλους», όπου τα πράγματα είναι πολύ καλύτερα από το παρελθόν, όπως σημείωσε. Ταυτόχρονα, εκτιμά ότι επειδή το 50% μισθωτών και συνταξιούχων δεν πληρώνουν, προκειμένου να διευρυνθεί η φορολογική βάση και να εισπραχθούν περισσότεροι φόροι, προτείνει μείωση του αφορολόγητου, με εξαίρεση για τα πολύ ευάλωτα κοινωνικά στρώματα. Αυτά είναι θέματα που «πρέπει να συζητηθούν, αλλά όχι τώρα … να γίνουν πρώτα επιστημονικές μελέτες … μόνο με την έκθεση του ΔΝΤ δεν μπορούμε να προχωρήσουμε σε λύσεις» τόνισε ο κ. Ρουμελιώτης.