Διελκυστίνδα στις διαβουλεύσεις με το κουαρτέτο τα Εργασιακά και το Ασφαλιστικό
Η κατάργηση ή η σταδιακή περικοπή της «προσωπικής διαφοράς» στον επανυπολογισμό των συντάξεων, που προβλέπει ο νόμος Κατρούγκαλου, και η επαναφορά των κλαδικών συμβάσεων εργασίας, που αποτελεί πάγιο αίτημα της ελληνικής κυβέρνησης, αποτελούν τον άξονα των διαβουλεύσεων της Αθήνας με το κουαρτέτο, όσον αφορά τις αρμοδιότητες του ελληνικού Υπουργείου Εργασίας.
Το Διεθνές Νομισματικό ταμείο (ΔΝΤ) εμφανίζεται από πέρυσι, όταν ακόμη οι διαβουλεύσεις ελάμβαναν χώρα για το κλείσιμο της πρώτης αξιολόγησης του ελληνικού προγράμματος, ανυποχώρητο στο θέμα της κατάργησης της προσωπικής διαφοράς. Τότε η συμφωνία επήλθε με το ζήτημα σε εκκρεμότητα, τώρα όμως το ΔΝΤ δεν φαίνεται διατεθειμένο να υπαναχωρήσει.
Το Ταμείο ισχυρίζεται πως από την κατάργηση θα προκύψει ένα όφελος 0,75% έως 1% του ΑΕΠ (περίπου 1,4 – 1,8 δισ. ευρώ, σε βάθος πενταετίας και αρχής γενομένης μετά τον Ιανουάριο του 2019, καθώς η μείωση των υψηλών συντάξεων (άνω των 1.300 ευρώ) μεσοσταθμικά θα κυμανθεί μεταξύ 14% και 18%.
Στο σημείο αυτό ΔΝΤ και Ευρωπαίοι δανειστές συμφωνούν απόλυτα, αφού και η πρόσφατη εκτίμηση του Eurogroup υπολογίζει το ύψος της εξοικονόμησης στο 1% του ελληνικού ΑΕΠ.
Ευλόγως λοιπόν θεωρείται αρκετά δύσκολη η περίπτωση να υπερισχύσουν οι ελληνικές θέσεις και να αποφευχθεί νέος κύκλος μειώσεων των συντάξεων.
Ο επόμενος «σκόπελος» δεν είναι άλλος πό την πάγια απαίτηση της ελληνικής πλευράς για επαναφορά σε ισχύ της διαδικασίας των διαπραγματεύσεων για τον καθορισμό των συλλογικών συμβάσεων εργασίας και την υπερίσχυσή τους έναντι των επιχειρησιακών.
Κι εδώ τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα, καθώς στο πλευρό του ΔΝΤ, που δεν δέχεται επ’ ουδενί την επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων, συντάσσεται τώρα και η της Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) η οποία σε πρόσφατη μελέτη της προκρίνει τις επιχειρησιακές συμβάσεις ως μέσο συλλογικής διαπραγμάτευσης για τον καθορισμό των μισθών, έναντι των κλαδικών, των ομοιοεπαγγελματικών ή των εθνικών συμβάσεων εργασίας.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η μελέτη που έγινε από την ΕΚΤ, οι επιχειρησιακές συμβάσεις δίνουν περισσότερες επιλογές στις επιχειρήσεις και χαρακτηρίζονται ως «ωφέλιμες» στην προοπτική του περιορισμού των απωλειών σε θέσεις εργασίας, ειδικά σε χώρες οι οποίες αντιμετωπίζουν προβλήματα μακροχρόνιας ύφεσης.
Πέραν των Εργασιακών και του ασφαλιστικού, η κυβέρνηση πέτυχε την εξαίρεση από τις δαπάνες υπολογισμού του πρωτογενούς πλεονάσματος του προγράμματος χρηματοδότησης για την δημιουργία 100 χιλ. νέων θέσεων εργασίας, ύψους 3 δισ. ευρώ, στην επόμενη τριετία. Η Ελλάδα διαπραγματεύεται την χρηματοδότηση του προγράμματος με την Παγκόσμια Τράπεζα κι άλλους ευρωπαϊκούς οργανισμούς.
Με βάση τα πιο πρόσφατα συγκριτικά στοιχεία της Eurostat που αφορούν το έτος 2014, στην Ελλάδα η δαπάνη των συντάξεων αποτελεί το 65% των συνολικών δαπανών κοινωνικής προστασίας, το οποίο και θεωρείται το υψηλότερο ποσοστό συγκριτικά με την οποιαδήποτε άλλη χώρα της Ε.Ε. Για παράδειγμα, η συνταξιοδοτική δαπάνη ως ποσοστό των συνολικών δαπανών κοινωνικής προστασίας στην Πολωνία ανέρχεται σε 60,4%, στην Ιταλία 58,6%, στην Πορτογαλία 57,5%, στην Κύπρο 55,5%, στη Ρουμανία 55,1%, στην Ουγγαρία 52,1%, στην Αυστρία 50,7%, στη Γαλλία 45,4%, στη Δανία 44,3%, στη Σουηδία 43,4%, στην Ολλανδία 42,5%, στη Φινλανδία 41,7%, στη Γερμανία 39,2%, στην Ιρλανδία 29,8% κ.ά.
Στα στοιχεία αυτά εδράζεται και η επιμονή των εκπροσώπων των πιστωτών για περαιτέρω μείωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης στην Ελλάδα, άρα και στην κατάργηση της «προσωπικής διαφοράς» που εισήγαγε ο νόμος Κατρούγκαλου.
Στην περίπτωση κατάργησης της προσωπικής διαφοράς εκτιμάται ότι οι μεγάλοι χαμένοι θα είναι κυρίως οι υψηλόμισθοι ασφαλισμένοι του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα με περισσότερα από 35 έτη ασφάλισης, δηλαδή οι συνταξιούχοι πανεπιστημιακής εκπαίδευσης που προέρχονται από τα «πρώην ευγενή ταμεία» των ΔΕΚΟ, των τραπεζών και του Δημοσίου, αλλά και οι υψηλόμισθοι του ΙΚΑ με 35-40 έτη ασφάλισης.